- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι γκρίζες ζώνες της παρένθετης μητρότητας
Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με ανθρώπινα δικαιώματα να ζητούν απαντήσεις
Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, η παρένθετη μητρότητα, τα δεδομένα στην Ελλάδα και τον κόσμο.
«Οι πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν κάνει αυτό το οποίο θέλουμε να κάνουμε εμείς. Δεν έχουν πάει δύο βήματα παραπέρα. Και όταν λέω ότι θα προχωρήσουμε ως κοινωνία, να προχωρήσουμε, ναι, δεν θα γίνουμε εργαστήρι πειραμάτων στην Ελλάδα. Δεν θα πειραματιστούμε με τις πιο προχωρημένες ιδέες στα θέματα των δικαιωμάτων». Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, πριν λίγες ημέρες στο πολυαναμενόμενο άνοιγμα των χαρτιών του σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για τη νομοθέτηση της ισότητας στον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και την τεκνοθεσία, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι δεν θα δοθεί η δυνατότητα σε έναν άνδρα μόνο (και ως εκ τούτου και σε ένα ζευγάρι ανδρών) να αποκτήσει παιδί με παρένθετη μητέρα.
Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού σε έναν δημόσιο διάλογο ήδη αναζωπυρωμένο γύρω από το ζήτημα του γάμου και της οικογένειας των ζευγαριών ιδίου φύλου προκάλεσαν όπως ήταν αναμενόμενο συζητήσεις, αντιδράσεις, εκτιμήσεις και προβλέψεις, με τη συζήτηση να εκτρέπεται συχνά με ευθύνη των μέσων ενημέρωσης, των πολιτικών αλλά και των διάφορων ομάδων συμφερόντων σε ελάχιστα εποικοδομητικές ατραπούς που αναμασούν από ψήγματα λειψής γνώσης έως παρωχημένα ηθικιστικά επιχειρήματα κατά της τεκνοθεσίας και της «ακανθώδους» χρήσης της παρένθετης μητρότητας από τα ομόφυλα ζευγάρια. Τι ακριβώς συμβαίνει όμως με την παρένθετη μητρότητα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και γιατί είναι τόσο δύσκολο να προσεγγιστεί ικανοποιητικά η προβληματική της;
Το νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα για την παρένθετη μητρότητα
Η δυνατότητα χρήσης παρένθετης μητέρας ως ειδικότερου τρόπου ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ή αλλιώς τεχνητής γονιμοποίησης εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ήδη το 2002 με τον ν. 3089/2002 με εισαγωγή του απαραίτητων προσθηκών στον Αστικό Κώδικα, νομοθεσία που εξειδικεύτηκε και εμπλουτίστηκε περαιτέρω με τους ν. 3305/2005 και 4724/2014. Με τις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις προβλέφθηκε για πρώτη φορά μεταξύ άλλων και η δυνατότητα αναπαραγωγής με τη χρήση παρένθετης μητέρας (δανεισμό μήτρας) υπό ειδικότερες και αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τη χρήση άλλων μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης, κατόπιν αίτησης στην οποία αποδεικνύεται η ιατρική ανικανότητα της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο προς κυοφορία, σχετικής δικαστικής άδειας και με απαγόρευση οποιασδήποτε σχετικής οικονομικής συναλλαγής μεταξύ των νομικών και κοινωνικών γονέων και της κυοφόρου/φυσικής μητέρας πέραν της καταβολής των εξόδων εγκυμοσύνης και τοκετού προκειμένου να αποφευχθεί η εμπορευματοποίηση της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών και της εγκυμοσύνης.
Πηγές από τις οποίες εκπορεύτηκε μια από τις πιο καινοτόμες νομοθετικές πρωτοβουλίες διεθνώς αποτέλεσαν τόσο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του Οβίδεο του 1997 για «τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική» (που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 2619/1998) όσο και το άρθρο 5, παρ. 1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ειδικότερη έκφανση του οποίου αποτελείτο δικαίωμα στην αναπαραγωγή και στην απόκτηση απογόνων. Διαβάζουμε έτσι στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3089/2002 ότι «καθένας έχει το δικαίωμα, με βάση την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, να αποκτήσει απογόνους σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος της αναπαραγωγής να μην προσκρούει σε δικαιώματα άλλων, να μην παραβιάζει το Σύνταγμα και να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3305/2005 «Οι μέθοδοι της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής εφαρμόζονται με τρόπο που εξασφαλίζει το σεβασμό της ελευθερίας του ατόμου και του δικαιώματος της προσωπικότητας και την ικανοποίηση της επιθυμίας για απόκτηση απογόνων, με βάση τα δεδομένα της ιατρικής και της βιολογίας, καθώς και τις αρχές της βιοηθικής» και πάντα με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Περαιτέρω ανοίγοντας το σχετικό όγδοο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα διαβάζουμε στο εναρκτήριο άρθρο 1455 περί των γενικών προϋποθέσεων του επιτρεπτού της προσφυγής στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή ότι «Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας […]».
Οι «προγραμματικές» αυτές διατάξεις της νομοθεσίας για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή παρότι ουδέτερες ως προς τα εμπλεκόμενα φύλα έχουν σαφή προσανατολισμό την εισαγωγή ρυθμίσεων που θα επιτρέψουν τη θεραπευτική αποκατάσταση μιας κατ’ αρχήν βιολογικής ικανότητας και δυνατότητας που έχει απωλεσθεί ή απομειωθεί λόγω ιατρικού προβλήματος. Προχωρώντας στα ενδότερα του νόμου αποκαλύπτεται και το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των επίδοξων γονέων: από τον συνδυασμό των σχετικών ρυθμίσεων και διατάξεων, συνάγεται σαφώς ότι δυνατότητα προσφυγής στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή παρέχεται στα ετερόφυλα ζευγάρια, είτε παντρεμένα είτε σε ελεύθερη ένωση καθώς και στην άγαμη γυναίκα ανεξαρτήτως ύπαρξης συντρόφου. Η διατύπωση του άρθρου 1456 του Αστικού Κώδικα είναι διαφωτιστική: «Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής […] διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής, και εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο». Όταν δε φτάνουμε στον νομικό ορισμό της «παρένθετης μητρότητας» στο άρθρο 3 του ν. 3305/2005 σύμφωνα με τον οποίο είναι η «η περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος), ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μίας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους» καθίσταται ακόμα σαφέστερο ότι ο άντρας δεν μπορεί (από) μόνος του να προσφύγει στη σχετική μέθοδο προκειμένου να επιτύχει την αναπαραγωγή του και την απόκτηση τέκνου, ως εκ τούτου αποκλείεται από τη χρήση της τεχνητής γονιμοποίησης. Η νομική θεμελίωση της επιλογής αυτής ανάγεται στη συνολική θεώρηση που επιφυλάσσει το ελληνικό δίκαιο στην πατρότητα, την οποία αντιμετωπίζει παρακολουθηματικά σε σχέση με τη μητρότητα καθώς η νομική ιδιότητα του πατέρα συνδέεται και εξαρτάται άμεσα από τη σχέση του άνδρα με τη μητέρα του παιδιού – σε αντίθεση με τη μητέρα της οποίας ο νομικός δεσμός με το τέκνο εγκαθιδρύεται και θεμελιώνεται με τη γέννησή του. Είναι όμως αυτό το συστηματικό επιχείρημα ικανό να αιτιολογήσει τις ανισότητες που αναπόφευκτα αναδύονται από τη νομοθεσία της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής γενικότερα και της παρένθετης μητρότητας ειδικότερα;
Ανισότητες για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την παρένθετη μητρότητα
Πράγματι με την ισχύουσα νομοθεσία για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την παρένθετη μητρότητα ανακύπτει η διόλου ευκαταφρόνητη προβληματική μιας διπλής ανισότητας.
Η πρώτη (και πρωταρχική) της έκφανση είναι έμφυλη. Όπως προαναφέρθηκε ο μόνος άντρας τυγχάνει αποκλεισμού από τη δυνατότητα αναπαραγωγής με ιατρική υποβοήθηση παρένθετης μητέρας με την επιλογή αυτή του νομοθέτη να δημιουργεί προϋποθέσεις διάκρισης με βάση το φύλο και παραβίασης της συνταγματικά και ευρωπαϊκά κατοχυρωμένης θεμελιώδους αρχής της ισότητας. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να επιχειρηματολογήσει με αξιώσεις ότι η αρχή της ισότητας επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται όμοιες καταστάσεις με ανόμοιο τρόπο ως εκ τούτου συγχωρείται η διαφορετική μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων – θεωρώντας ως ανόμοιες καταστάσεις τη διαφορετική βιολογική υπόσταση άντρα και γυναίκας. Αν σκεφτούμε ωστόσο ότι κανένα φύλο δεν δύναται να αναπαραχθεί μόνο του, γίνεται αντιληπτό ότι η μόνη γυναίκα και ο μόνος άνδρας θα μπορούσαν (και μάλλον πρέπει) να θεωρηθούν όμοιες περιπτώσεις ανίκανων να αποκτήσουν από μόνοι τους παιδί ανθρώπων. Με άλλα λόγια ο προγραμματικός χαρακτήρας και η τελολογία της νομοθεσίας της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και της παρένθετης μητρότητας ως μέσου για τη θεραπεία ιατρικού αναπαραγωγικού προβλήματος έχει μεταβληθεί σε θεραπεία βιολογικού κενού με την παροχή της σχετικής δυνατότητας στη μόνη γυναίκα, ισχυροποιώντας το επιχείρημα περί ύπαρξης έμφυλης ανισότητας.
Χαρακτήρα έμφυλης διάκρισης αλλά και διάκρισης βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού έχει και η de facto άνιση μεταχείριση των ζευγαριών ομοφυλόφιλων αντρών. Ενώ δηλαδή με τη δυνατότητα της μόνης γυναίκας να αναπαραχθεί με ιατρική υποβοήθηση δημιουργείται η επιθυμητή κερκόπορτα για τα ομόφυλα ζευγάρια γυναικών να αποκτήσουν παιδί (έστω και χωρίς καμία νομική αναγνώριση για τη μη βιολογική μητέρα) τα ομόφυλα ζευγάρια αντρών αποκλείονται και από αυτό το νομικό «παραθυράκι». Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μία ακόμη ανισότητα την οποία υφίσταται οι ομοφυλόφιλοι άντρες μέσα στη μεγαλύτερη εικόνα της ανισότητας στην τεκνοθεσία την οποία υφίστανται, προς το παρόν, τα ομόφυλα ζευγάρια και η οποία επικουρείται από το νόμο της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μιας και θεωρητικά και επίσημα ούτε τα ομόφυλα ζευγάρια γυναικών μπορούν να προσφύγουν σε αυτήν.
Εμείς κι ο κόσμος
Συχνά λέγεται, όταν έχουμε να κάνουμε με νομοθέτηση και ρύθμιση, ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο. Το επιχείρημα μάλιστα αυτό έχει ήδη χρησιμοποιηθεί πολύ συχνά τις τελευταίες μέρες στον δημόσιο διάλογο σχετικά με το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, από όλες τις πλευρές. Ειδικά σε ό, τι αφορά όμως το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας μια ματιά στον κόσμο μπορεί να βαθύνει τις προβληματικές τις οποίες ούτως ή άλλως ψηλαφίζουμε και προσπαθούμε να επιλύσουμε με ελλιπή, συνήθως, εξοπλισμό.
Αναζητώντας λοιπόν το «τι γίνεται έξω» σχετικά με το ζήτημα θα διαπιστώσει κανείς ότι η Ελλάδα βρέθηκε ήδη από πολύ νωρίς αρκετά μπροστά, καθώς πρόκειται από τις λίγες χώρες που νομιμοποίησε την παρένθετη μητρότητα -έστω με όλα τα ζητήματα ίσης μεταχείρισης που προκύπτουν- θωρακίζοντας παράλληλα αυτή τη δυνατότητα με αυστηρές προϋποθέσεις και ρυθμίσεις, ενώ ιδιαίτερα τολμηρά επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής σε «μη παραδοσιακές» μορφές αναπαραγωγής, περιλαμβανομένης και της μετά τον θάνατο του συζύγου/συντρόφου της γυναίκας.
Νόμιμη είναι η χρήση παρένθετης μητέρας και στην Ουκρανία επίσης από το 2002 με τη χώρα να έχει γίνει δημοφιλής «προορισμός» τεχνητής γονιμοποίησης αν και τα ομόφυλα ζευγάρια και οι μονογονεϊκές οικογένειες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας. Πλήρως νόμιμη και για ζευγάρια του ιδίου φύλου είναι η προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την εγγύηση της μη εμπορευματοποίησης των δάνειων μητρών, η οποία απαγορεύεται ως παράνομη σε αντίθεση με τον αμφιλεγόμενο βιοηθικά τουλάχιστον «παράδεισο» της παρένθετης μητρότητας της Καλιφόρνια, όπου όλα επιτρέπονται, ακόμα και οι οικονομικές συναλλαγές με αντικείμενο την παρένθετη μητρότητα και η σύναψη και εκτέλεση σχετικών συμβολαίων.
Σε πολλές χώρες, ωστόσο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβανομένων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας, απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφής παρένθετη μητρότητα ενώ σε άλλες όπως η Ισπανία η παρένθετη μητρότητα είναι μεν εκτός νόμου, αναγνωρίζονται ωστόσο νομικά τα παιδιά που έχουν γεννηθεί με παρένθετη μητέρα σε χώρα όπου αυτή επιτρέπεται. Δεν λείπουν τέλος και οι ρευστές περιπτώσεις χωρών όπως η Πολωνία, όπου η μη ρύθμιση και το κενό του νόμου αφήνουν περιθώρια για την εκμετάλλευση παρένθετων μητέρων χωρίς τις εγγυήσεις που θα παρείχε το σχετικό νομικό πλαίσιο ενώ και στην Ολλανδία και το Βέλγιο δεν υπάρχει ούτε νομοθετική πρόβλεψη ούτε απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας.
Γκρίζες ζώνες κι ευρωπαϊκές αντιφάσεις για την παρένθετη μητρότητα
Η παραδοσιακή θεματοφύλακας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την ανομοιογενή ρύθμιση του ζητήματος της παρένθετης μητρότητας στα κράτη – μέλη της αλλά και μια όψιμη αντίφαση που αντικατοπτρίζει πολύ εύγλωττα μια βασική γκρίζα ζώνη του θέματος.
Από τη μία και εξαιτίας ακριβώς της ανομοιογένειας των εννόμων τάξεων που δημιουργούν στην πράξη πλήθος νομικών και γραφειοκρατικών προβλημάτων για τα ομόφυλα ζευγάρια που έχουν ή επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά τα ενωσιακά όργανα έχουν δραστηριοποιηθεί ενεργά τα τελευταία χρόνια προωθώντας τόσο επικοινωνιακά όσο και θεσμικά ατζέντα για την καταπολέμηση των διακρίσεων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισής τους. Χαρακτηριστική για τις προθέσεις αυτές της Ένωσης υπήρξε η ομιλία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2020 στην οποία ανακοίνωσε νομοθετικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες για την αμοιβαία αναγνώριση οικογενειακών σχέσεων εντός της ΕΕ δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «Αν είσαι γονέας σε μία χώρα, είσαι γονέας σε κάθε χώρα». Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα κινήθηκε και το σημαντικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2021 με το οποίο εκφράστηκε η ανησυχία του θεσμικού οργάνου για τις διακρίσεις που υφίστανται οι οικογένειες – ουράνιο τόξο και τα παιδιά των οικογενειών αυτών και κάλεσε σε κοινή προσέγγιση όσον αφορά στην αναγνώριση τόσο των γάμων και των συμφώνων συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου όσο και των παιδιών των οικογενειών αυτών ανοίγοντας τον δρόμο για το «Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Γονεϊκότητας» (“European Parenthood Certificate”) το οποίο βρίσκεται σε διαδικασία προετοιμασίας.
Από την άλλη δεν είναι λίγες οι θεσμικές φωνές εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τάσσονται υπέρ της καθολικής κατάργησης της μεθόδου της παρένθετης μητρότητας – που εκ των πραγμάτων είναι η κατεξοχήν αναπαραγωγική μέθοδος για τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών. Χαρακτηριστική είναι η πρόφαση γνωμοδότηση της επιτροπής του οργάνου για τα δικαιώματα των γυναικών επί πρότασης για τροποποίηση της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της, με εισήγηση να περιληφθεί η παρένθετη μητρότητα στα αδικήματα human trafficking. Αν και η στόχευση είναι ξεκάθαρη κατά των φαινομένων εμπορευματοποίησης των γυναικών και των παρένθετων μητέρων το ότι δεν έχει γίνει διάκριση υπέρ της λεγόμενης αλτρουϊστικής παρένθετης μητρότητας, υπό αυστηρές ρυθμιστικές εγγυήσεις (όπως περίπου αυτή του ελληνικού μοντέλου) η υιοθέτηση της πρότασης θα μπορούσε να καταστήσει συλλήβδην παράνομη την πρακτική της παρένθετης μητρότητας σε όλο το έδαφος της Ένωσης – με ό, τι αυτό συνεπάγεται, ιδίως για τα ομόφυλα ζευγάρια, ιδίως για τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών.
Δικαιώματα που ζητούν απαντήσεις
Όποια βιοηθική στάση κι αν κρατά κάποιος απέναντι στο ζήτημα της παρένθετης μητρότητας, όποια (αχρείαστη) γνώμη κι αν έχει για τη μεγαλύτερη εικόνα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, το μόνο σίγουρο είναι ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία πολλά χρόνια είναι πρωτίστως ένα ζήτημα δικαιωμάτων, δικαιωμάτων που ζητούν απαντήσεις από την πολιτεία και τον νομοθέτη.
Η συζήτηση για την ακριβή, συνταγματική ή μη, φύση των δικαιωμάτων στην αναπαραγωγή, στην οικογένεια, στον γάμο και στην απόκτηση παιδιών έχει αναμφίβολη υψηλή θεωρητική και πρακτική σημασία αλλά τη βλέπουμε δυστυχώς τόσο τελευταία με την επικαιρότητα του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία να εργαλειοποιείται στον δημόσιο διάλογο, και συνήθως όχι «προς τη σωστή πλευρά της ιστορίας». Η πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη και ζητάει ουσιαστική ρύθμιση. Ιδίως το θέμα της παρένθετης μητρότητας και της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, με πολλαπλές νομικές και ηθικές προεκτάσεις, ωστόσο από τον τρόπο που έχει ήδη ρυθμιστεί νομοθετικά το συγκεκριμένο ζήτημα έχουν δημιουργηθεί σημαντικές ανισότητες που θα πρέπει αν η τι άλλο να θεραπευθούν με μία ουσιαστική λύση, ανεπηρέαστη από την εκατέρωθεν παρελκυστική επιχειρηματολογία.
Δεν είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς έναν μέσο προοδευτικό, πολιτικά και κοινωνικά φιλελεύθερο άνθρωπο που μετά από μια ψύχραιμη στάθμιση θα προκρίνει την ιστορική ή/και γραμματική ερμηνεία ή τα δήθεν προστατευτικά επιχειρήματα περί «γυναικών – τεκνοποιητικών μηχανών» (που εκμεταλλεύονται τον διεθνή προβληματισμό κα εργαλειοποιούν τα ίδια τις γυναίκες σε μία χώρα στην οποία δεκαετίες πατριαρχίας βαθέος συντηρητισμού τις αντιμετώπιζαν κυρίως ως φύσει και θέσει προορισμένες να γίνουν μητέρες και να προσέχουν τα παιδιά) έναντι μιας «ζωντανής» ανάγνωσης του Συντάγματος και των νόμων υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας.
Ζήτημα αυτονόητων δικαιωμάτων λοιπόν και ζήτημα μάλλον όχι αυτονόητων απαντήσεων. Κάποιες από αυτές αναμένεται να τις φέρει, έστω και με τεράστια καθυστέρηση, έστω και με προβληματικές, μπερδεμένες εισαγωγικές εξαγγελίες, το επικείμενο νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο και την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια. Για την παρένθετη μητρότητα και τα συν αυτή πλήρη αναπαραγωγικά δικαιώματα των ομοφυλόφιλων θα χρειαστεί να περιμένουμε κι άλλο με το βλέμμα μάλλον στραμμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ηθικός προβληματισμός που οδηγεί στην αμφισβήτηση της πρακτικής όχι μόνο από τις συνήθεις ύποπτες ομάδες θρησκευτικών και συντηρητικών συμφερόντων αλλά και από σκληροπυρηνικούς φεμινιστικούς κύκλους δεν μπορεί να αγνοηθεί. Υπάρχει ωστόσο η προσδοκία ότι στο τέλος η αρχή της αυτοδιάθεσης σε συνδυασμό με τα ρυθμιστικά εργαλεία του δικαίου θα δώσουν την απάντηση που χρειάζεται μια σύγχρονη κοινωνία με πρωταρχικό μέλημα την κατάργηση όλων των αρνητικών διακρίσεων και ως εκ τούτου την ευημερία όλων των πολιτών της.