- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: H 5η θητεία
Επιστρέφει για μια ακόμα φορά σε ένα υπουργείο που έχει γίνει πια συνώνυμο με το όνομά του - Τα δύσκολα χρόνια με τη 17Ν, η δολοφονία του υπασπιστή του
Η πέμπτη θητεία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη - Η εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, η δολοφονία του υπασπιστή του
Το μεσημέρι της Τετάρτης 3 Ιουλίου 2002 ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δέχθηκε ένα από τα πιο σημαντικά τηλεφωνήματα της ζωής του. Είχε να κοιμηθεί μερικά 24ωρα από τα μεσάνυχτα της 29ης Ιουνίου, όταν στο λιμάνι του Πειραιά είχε εκραγεί η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Μαζί με αυτήν τη βόμβα με το φτηνό κινεζικό ρολόι, είχε αρχίσει να ανατινάζεται, εκεί στον υγρό και ζεστό αέρα του λιμανιού, ολόκληρο το οικοδόμημα της μεγαλύτερης και φονικότερης τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ελλάδα.
Το τηλεφώνημα που είχε δεχθεί ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ήταν από τον τότε υπαρχηγό της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, τον Πολύκαρπο Δημητρόπουλο. Μετά από κάποιες ημέρες προβληματισμού, είχαν αποφασίσει να δώσουν στη δημοσιότητα τη φωτογραφία του Σάββα Ξηρού. Το παζλ, όμως, είχε αρχίσει να ξετυλίγεται καιρό πριν από την έκρηξη στον Πειραιά, αλλά τόσο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης –έτσι λεγόταν ακόμα τότε– όσο και τα υψηλόβαθμα στελέχη, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Φώτης Νασιάκος, ο αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής Στέλιος Σύρρος και οι αξιωματικοί του, έτρεμαν ένα φάντασμα: Το φάντασμα του πιθανού λάθους, της ατεκμηρίωτης κατηγορίας, μια παθογένεια που ταλάνιζε την Ελληνική Αστυνομία από τα γεννοφάσκια της. «Δεν θέλω λάθη, θα πετάξω από την ταράτσα της Κατεχάκη όποιον κάνει λάθος», είχε φωνάξει στους επιτελείς του, αργότερα, ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, όταν είχαν εντοπίσει τον Γιωτόπουλο στους Λειψούς. Και αυτή η εντολή ήταν αποτέλεσμα της εμμονής που είχε. Ήθελε να γίνουν όλα σωστά, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κατέπιπτε το παραμικρό στο Δικαστήριο, να ήταν όλα «δεμένα».
Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: Η εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη
Στις τσέπες του τραυματισμένου από την έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιά Σάββα Ξηρού, είχε βρεθεί μια αρμαθιά με 17 κλειδιά. Όταν αποφάσισαν, σε συνεργασία με τα ξένα κλιμάκια της Νέας Σκότλαντ Γιαρντ και των αμερικανικών υπηρεσιών που συμμετείχαν παραπάνω από ενεργά στις έρευνες, να δώσουν τη φωτογραφία του Σάββα Ξηρού στη δημοσιότητα, ήλπιζαν σε κάποιες μαρτυρίες για να «δέσουν» ακόμα περισσότερο τις κατηγορίες. Το πρωί της Τετάρτης 3 Ιουλίου 2002, λοιπόν, μία κυρία τηλεφώνησε στον αριθμό που είχε δοθεί στη δημοσιότητα και είπε: «Αυτός ο κύριος που είδα στην τηλεόραση ερχόταν, πολλά χρόνια εδώ, σε ένα διαμέρισμα στην οδό Πάτμου 34». Με το που άκουσαν την οδό Πάτμου οι επιτελείς αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής, άρχισαν να χοροπηδούν στα γραφεία τους. Είχαν πολλές πληροφορίες ότι παλαιότερα στην οδό Πάτμου είχε γιάφκα ο ΕΛΑ, ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας, στον οποίον ήδη είχαν δώσει το σημαντικότερο χτύπημα που μπορούσαν. Μετά από κάποιες συλλήψεις τον είχαν αναγκάσει να διαλυθεί.
Ο Πολύκαρπος Δημητρόπουλος με την ομάδα του έφτασαν στην οδό Πάτμου 34 νωρίς το μεσημέρι της Τετάρτης 3 Ιουλίου. Ο ίδιος έβγαλε από την τσέπη του την αρμαθιά με τα κλειδιά που είχαν βρει στις τσέπες του πολυτραυματία Σάββα Ξηρού. Δοκίμαζε ένα ένα τα κλειδιά. Ένα από αυτά άνοιξε το διαμέρισμα. Στη θέα όλων όσα αντίκρισε η πρώτη του σκέψη ήταν να βγάλει το κινητό από την τσέπη του και να τηλεφωνήσει στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη: «Είμαι σε γιάφκα της 17Ν, σημαία, όπλα, προκηρύξεις, όλα κομπλέ», του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο αφού πρώτα τον άκουσε να του φωνάζει: «Προσέξτε, μην κάνετε κάποιο λάθος, κανένα λάθος». Για αυτόν το λόγο το τηλεφώνημα αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Γιατί ο Χρυσοχοΐδης είχε και συνεχίζει να έχει μεγάλη εμμονή με την τεκμηρίωση, με τα γεγονότα, τα facts και μόνο τα facts, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδεοληψίες του καθενός.
Όπως έχει πει και ο ίδιος o Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σε μία συνέντευξή του «η 17 Νοέμβρη ήταν το μεγαλύτερο στόρι της μεταπολίτευσης»
Τα ίδια έλεγε και σε όλους εμάς, όσοι κάναμε τότε αστυνομικό ρεπορτάζ και τον πιέζαμε αφόρητα με τα συνεχή μας τηλεφωνήματα. Η πίεση ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Αν κατόρθωνε κάποιος να τον πετύχει στο κινητό, το πρώτο πράγμα που άκουγε ήταν η συσσώρευση όλου του άγχους και η εκτόνωσή του σε μια μόνο ανάσα. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο ίδιος σε μία συνέντευξή του «η 17 Νοέμβρη ήταν το μεγαλύτερο στόρι της μεταπολίτευσης». Και ο ίδιος ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης ένας υπουργός που κάθεται στην ίδια καρέκλα, του ίδιου υπουργείου, με άλλη κυβέρνηση. Ένας υπουργός, σχεδόν σταρ. Και λέμε «σχεδόν» γιατί ο ίδιος δεν θα αποδεχόταν έναν τέτοιον χαρακτηρισμό, ιδίως όταν πιάνει συζητήσεις για την ταπεινή αγροτική του καταγωγή. Γεννήθηκε το 1955 στο Νησί Ημαθίας, στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, για τις νύχτες που κοιμόταν στα χωράφια για να ποτίζει νύχτα μέρα, για τις σπουδές του στη νομική, στο ΑΠΘ, για τα πανηγύρια, τους γάμους και τι βαφτίσεις όπου έπαιζε ακορντεόν για να βγάζει το μεροκάματο, για τα τραγούδια που έλεγε στα πανηγύρια, για τη φωνή του και τα συγχαρητήρια που εισέπραττε, ακόμα και από τον Χρήστο Νικολόπουλο. Κάθε φορά που αναφέρεται σε αυτό, πάντα γελάει με ένα πνιχτό, εσωτερικό τράνταγμα, όπως όταν κάποιος προσπαθεί να γελάσει με τους πνεύμονες…
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, έχουν αποθηκευμένα πολλά πράγματα στη μνήμη τους. Όπως, για παράδειγμα, το βράδυ του Σαββάτου 29ης Ιουνίου 2002. Είχε πάει, όπως συνήθιζε σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, στα πάτρια εδάφη, στη Βέροια. Στις 22:26 έγινε η έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού στο λιμάνι του Πειραιά μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων της Minoan Flying Dolphins. Ενημερώθηκε αμέσως και μέσα σε μία, μιάμιση ώρα, ο τότε Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. και πρώην διοικητής της Αντιτρομοκρατικής, Φώτης Νασιάκος, τον κάλεσε στο τηλέφωνο: «Υπουργέ, είναι σοβαρά τα πράγματα στον Πειραιά, έχουμε ρολόγια». Τα φίδια έζωσαν για τα καλά τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. «Ρολόγια» σήμαινε ότι δεν επρόκειτο για χαζοβόμβα αλλά για κάτι χειρότερο. Όλα έδειχναν 17 Νοέμβρη. Ο οδηγός του υπουργού κοιμόταν σε ένα άλλο σπίτι. Γύρω στις τρεις τη νύχτα ο Χρυσοχοΐδης δεν άντεξε να περιμένει στα τηλέφωνα. Ντύθηκε και πήρε μόνος του το γρήγορο υπηρεσιακό Audi και το σανίδωσε μέχρι την Αθήνα. Οδηγούσε με 200 χιλιόμετρα την ώρα και παράλληλα μιλούσε με τον Νασιάκο. Κοντά στη Λαμία τον σταμάτησε μπλόκο της Τροχαίας. Ο τροχονόμος χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να αναγνωρίσει τον υπουργό Δημόσιας Τάξης. Κατάλαβε ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει για να οδηγεί ο υπουργός μόνος του, τέτοια ώρα και με τέτοιον τρόπο αλλά δεν τον άφησε να φύγει χωρίς τη σχεδόν πατρική παραίνεση: «Μα καλά γιατί τρέχεις έτσι βρε παιδί μου…».
Όλα όσα έγιναν από τις επόμενες ημέρες και μετά και για τρεις τέσσερις μήνες, με τις συλλήψεις, τις κατασχέσεις, τις απανωτές συνεντεύξεις, τις φωτογραφίες με το λάβαρο της 17Ν, τις προκηρύξεις, τις ρουκέτες, τις μεταγωγές των συλληφθέντων στα Δικαστήρια με τα τζιπ της Αντρομοκρατικής και τα λευκά αλεξίσφαιρα, είναι πια ιστορία. Η μεγαλύτερη ιστορία στο ελληνικό αντάρτικο πόλης και μία από τις μεγαλύτερες στο ευρωπαϊκό και διεθνές.
Δεν ήταν, όμως, εκείνη η βόμβα που άνοιξε τον δρόμο στην τότε ελληνική κυβέρνηση να πιστωθεί δια του Χρυσοχοΐδη τα πολιτικά εύσημα για την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη. Απλώς, ίσχυσε αυτό που είχε γράψει ο Τζον λε Καρέ σε ένα παλιό του κατασκοπικό μυθιστόρημα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το «Η μικρή τυμπανίστρια»: «Πίσω από κάθε έκρηξη βόμβας κρύβεται ένα θαύμα». Σε αυτήν την περίπτωση το θαύμα ήταν ότι η έκρηξη στα χέρια του Ξηρού άνοιξε τον δρόμο για τις συλλήψεις που ήθελαν ένα τσαφ για να ξεκινήσουν.
Όλοι όσοι αρέσκονταν σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας είχαν ένα μεγάλο ερώτημα εκείνο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2002 και το διατύπωναν όλο νόημα και πονηρά χαμόγελα: «Μα καλά, έσκασε η βόμβα και τους έπιασαν όλους μαζί, τον έναν μετά τον άλλον;». Και ακόμα ένα: «Αυτοί είναι κάτι κακομοίρηδες, είναι δυνατόν;». Και περίμεναν να αφήνεται ελεύθερος ο ένας μετά τον άλλον στο πλαίσιο της αβελτηρίας που η ΕΛ.ΑΣ. είχε εκπαιδεύσει την ελληνική κοινή γνώμη, για πολλά χρόνια. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είχε τις απαντήσεις.
Η δουλειά που είχε γίνει πριν, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη θέση του υπουργού Δημόσιας Τάξης, το 1999, έμοιαζε με το χτίσιμο ενός ολόκληρου κτιρίου που ήταν έτοιμο προς χρήση, μέσα και έξω. Η βόμβα του Σάββα Ξηρού, έλεγαν, απλώς έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων…
Ήταν λίγους μήνες πριν από εκείνη την έκρηξη του Ιουνίου του 2002, όταν είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν διάφορα σενάρια στον Τύπο μετά από κατ’ ιδίαν συναντήσεις που είχαν δημοσιογράφοι με υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. Όλα με κοινό παρονομαστή «είμαστε κοντά στην 17Ν, τους έχουμε στριμώξει αρκετά, περιμένουμε να δέσει ακόμα περισσότερο η υπόθεση». Κάποια Μέσα προχώρησαν αμέσως σε δημοσιεύσεις «αποκλειστικών» πληροφοριών. Κάποια άλλα, όπως η «Ελευθεροτυπία», αν και διέθεταν τις ίδιες πληροφορίες μέσω των ίδιων διαδρομών, ήταν επιφυλακτικά. Ας δούμε συνοπτικά τι είχε γίνει.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης κλήθηκε να αναλάβει για πρώτη φορά τη θέση του υπουργού Δημόσιας Τάξης, το 1999. Αμέσως μετά το ρεζίλεμα των ελληνικών Αρχών με αφορμή το φιάσκο με τη σύλληψη Οτσαλάν από τους Τούρκους, ο Κώστας Σημίτης απομάκρυνε πάραυτα όλους τους εμπλεκόμενους από τις θέσεις τους. Τον τότε υπουργό Φίλιππο Πετσάλνικο, τον υπουργό Προεδρίας στον οποίον ανήκε διοικητικά η ΕΥΠ, Αλέκο Παπαδόπουλο καθώς και τον διοικητή της ΕΥΠ, πτέραρχο Μπάμπη Σταυρακάκη. «Μιχάλη, θέλω να αναλάβεις το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και να ασχοληθείς με την υπόθεση της τρομοκρατίας. Πρέπει, επιτέλους, να έχουμε αποτελέσματα», είχε πει τότε στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ο Κώστας Σημίτης.
Οι πρώτες συνεργασίες με τον Φώτη Νασιάκο
Μία από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ο Χρυσοχοΐδης ήταν να καλέσει τον Φώτη Νασιάκο, διοικητή της Αντιτρομοκρατικής τότε, για να τον ενημερώσει για τον τρόπο με τον οποίον δουλεύει αυτή η περίφημη υπηρεσία. Μίλησαν πολλές φορές και φάνηκε ότι οι δύο άντρες θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας καθώς ο Νασιάκος, βαθύς γνώστης του θέματος, είχε αρχίσει να κερδίζει τον νέο υπουργό που επιθυμούσε να μάθει τα πάντα για την Αντιτρομοκρατική από «λευκή σελίδα», χωρίς τις πολιτικές ή τις ιδεολογικές προκαταλήψεις που αναγκαστικά κουβαλούσε. Οι κουβέντες έληξαν με τη δέσμευση του Νασιάκου να συντάξει μια πλήρη και ενημερωτική έκθεση για το φαινόμενο της ελληνικής τρομοκρατίας και με τον Χρυσοχοΐδη να έχει ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνεται την κατάσταση σε αυτές τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας. Μπάχαλο, προσωπικά «μαγαζάκια» με παρέες και ευνοούμενους, έλλειψη στρατηγικής και επιστημονικής μεθόδου ανάλυσης. Κάτι σαν το «πουτ δε κοτ ντάουν…», σε μια κάποια παραλλαγή.
Στο μεταξύ οι πιέσεις των Αμερικανών -καθώς ήταν μονίμως στο στόχαστρο της 17Ν- αλλά και των Ευρωπαίων για αποτελέσματα. Η βεντάλια των στόχων εκείνη την περίοδο είχε ανοίξει και είχε αρχίσει να περιλαμβάνει και ευρωπαϊκούς, εκτός από αμερικανικούς. Τον Μάιο του 1999 η οργάνωση είχε εκτοξεύσει ρουκέτα στο σπίτι του γερμανού πρέσβη Καρλ Χάιντς Κούνα στο Χαλάνδρι. Η ρουκέτα έπεσε στα κεραμίδια του σπιτιού χωρίς άλλες συνέπειες αλλά στο σημείο από όπου έγινε εκτόξευση βρέθηκε αίμα και άρα DNA. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι το DNA ανήκε στον Σάββα Ξηρό ο οποίος χειριζόταν τον πυροσωλήνα και κατά την εκτόξευση τραυματίστηκε. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, όμως, η επίθεση εκείνη ήταν σημαντική για την αύξηση της πίεσης προς την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Ο τότε Αμερικανός πρέσβης, Νίκολας Μπερνς, είχε αφηνιάσει. Με αφορμή και τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα, δεν είχε διστάσει να επιτεθεί στην ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, κάλυπταν τη δράση της 17 Νοέμβρη. Ουσιαστικά, επρόκειτο για διπλωματική σύγκρουση με το θέμα της τρομοκρατίας στο επίκεντρο. Ο Χρυσοχοΐδης, κάθε μέρα που περνούσε, διαπίστωνε όλο και περισσότερο τη… μοναξιά του στο θέμα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Οι μόνοι που συμμερίζονταν την αγωνία του σε όλα τα επίπεδα ήταν ο Φώτης Νασιάκος αλλά και ο εισαγγελέας, αρμόδιος για θέματα τρομοκρατίας, Ιωάννης Διώτης με τον οποίον ο υπουργός είχε ήδη αρχίσει τις επαφές και τις συζητήσεις. Ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος που είχε μελετήσει το φαινόμενο της τρομοκρατίας στην Ιταλία και τη Γερμανία και οποίος από την πρώτη στιγμή, φάνηκε ότι μιλούσε την ίδια γλώσσα με τον Χρυσοχοϊδη και τον Νασιάκο. Ο τελευταίος, τον Δεκέμβριο του 1999, παρέδωσε στον υπουργό την έκθεση που του είχε παραγγείλει. Ο τίτλος ήταν: «Τρομοκρατική δραστηριότητα στην Ελλάδα. ΕΟ 17Ν, ΕΛΑ κ.λπ.». Ήταν κάτι σαν την Βίβλο της ελληνικής αντιτρομοκρατίας. Ο Χρυσοχοΐδης χρωστάει πολλά σε αυτό το κείμενο. Πρώτον, κατάλαβε τι συμβαίνει με την ελληνική τρομοκρατία ώστε ουδείς να έχει πετύχει κάτι σημαντικό και, δεύτερον, πείστηκε ότι ο Νασιάκος, αυτός ο αξιωματικός που έμοιαζε να μιλάει μια ακατανόητη γλώσσα γεμάτη νοηματικούς γρίφους, ήταν ο μόνος -σε εκείνο το επιτελείο- που όχι μόνο γνώριζε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια αλλά διέθετε και τη σπάνια ικανότητα να συνδέει φαινομενικά ασύνδετα στοιχεία μεταξύ τους. Ο Νασιάκος ήταν αυτός που δίδαξε τη λεγόμενη συνδυαστική μέθοδο, την ανάλυση και τη σύνδεση των πραγματικών στοιχείων ώστε να προκύπτει ένα διαφορετικό συμπέρασμα, μια επόμενη πραγματική σκέψη που θα ανέμενε τη δικαίωσή της από νέα στοιχεία κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αυτό έλειπε, σύμφωνα και με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, από τις υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. ώστε να είχε κάποια αποτελέσματα στον τομέα της αντιτρομοκρατίας. Στο κείμενο εκείνο, ο Φώτης Νασιάκος είχε κάνει όλες τις θεωρητικές διασυνδέσεις που θα μπορούσε να είχε κάνει και είχε σκιαγραφήσει πολλούς από τους δράστες. Στους περισσότερους είχε πέσει μέσα, όπως έδειξε η συνέχεια.
Από εκείνη την περίοδο και μετά ο Χρυσοχοΐδης πίστεψε βαθιά ότι μόνο με αυτήν τη μέθοδο θα μπορούσαν να είχαν αποτέλεσμα. Και μόνο με αυτούς τους ανθρώπους. «Το κλειδί βρίσκεται πάντα στα στοιχεία», είχε πει σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή». «Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα στην περίπτωση της 17Ν ήταν να ζητήσω από τον αρχηγό της Αστυνομίας μια ανάλυση της οργάνωσης, στηριγμένη στους φακέλους που υπήρχαν για την κάθε επίθεση. Ήθελα να δείξω ακόμα και στην ίδια τη 17Ν ότι δεν ψάχνουμε στον ουρανό, αλλά στη γη, εκεί όπου πράγματι βρισκόταν κρυμμένη. Δεν ήταν η CIA, δεν ήταν εξωγήινοι, δεν ήταν η ΚΥΠ. Αυτές οι θεωρίες που επικράτησαν για χρόνια ήταν τελικά εμπόδιο στην έρευνα», είχε συμπληρώσει. Αυτό όμως που πάτησε γερά τα γκάζια του υπουργού, ήταν η τελευταία δολοφονία της “17 Νοεμβρη».
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2000 στη Λ. Κηφισίας. 7.49 το πρωί. Τα μέλη της 17Ν, στο ρεύμα προς Αθήνα, πυροβόλησαν και σκότωσαν τον βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο, ταξίαρχο, Στήβεν Σόντερς. Είχαν κρύψει την μοτοσικλέτα τους σε ένα στενάκι, δολοφόνησαν τον Βρετανό κι εξαφανίστηκαν. Ο γιατρός του «Ερυθρού Σταυρού» περιέγραψε, λίγη ώρα αργότερα, στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. πώς οι σφαίρες είχαν ακρωτηριάσει τα δάχτυλα του Βρετανού. Προφανώς είχε ενστικτωδώς προσπαθήσει να κάνει τα χέρια του ασπίδες. Τα πράγματα για τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη αγρίεψαν. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον ακατανόητο θάνατο που σκορπούσε η 17 Νοέμβρη. «Η εικόνα της χήρας του Σόντερς να σπαράζει στο πάτωμα θα με κυνηγάει πάντα», μού είχε πει τότε σε ένα από τα δεκάδες τηλεφωνήματα. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να κλειστεί στο καβούκι των ιδεοληψιών και των προκαταλήψεων.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Τόνι Μπλερ. Του ζήτησε να κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να βρεθούν οι δολοφόνοι του στελέχους της βρετανικής πρεσβείας. Και το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφτασε στην Ελλάδα κλιμάκιο της Σκότλαντ Γιαρντ. Το πρώτο που πέτυχαν -και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο κόπο- ήταν να κάνουν τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να πιστέψει ότι είναι πολιτικός προϊστάμενος μιας τριτοκοσμικής αστυνομίας. Όλοι, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί, ένα μπουλούκι πάνω από τη λευκή Ρόβερ στην οποία επέβαινε ο Σόντερς, ό,τι ήθελε ο καθένας έκανε. Για την ΕΛ.ΑΣ. ο επιστημονικός τρόπος ανάλυσης δεδομένων και ευρημάτων στα σημεία τέλεσης εγκλημάτων, ήταν μόνο σκηνές σε ταινίες. Χαρακτηριστικό του τρόπου δουλειάς, εκείνη την εποχή, είναι και το γεγονός ότι όταν αργότερα εντοπίστηκε, στο Χαλάνδρι, η μοτοσικλέτα που είχαν χρησιμοποιήσει ο Ξηρός και ο Κουφοντίνας, οι αστυνομικοί που τη βρήκαν την… ξεσκόνισαν για να την πάνε καθαρή στο Τμήμα, όπως είπαν σε έναν βρετανό αξιωματικό που τους ρώτησε έκπληκτος.
Αξιολόγηση, μέθοδος, σύγχρονες υποδομές και εξοπλισμός, εκπαίδευση. Αυτό άρχισε να παίρνει ο Χρυσοχοΐδης από τους Βρετανούς περισσότερο και λιγότερο από τους Αμερικανούς. «Όλα από την αρχή, φέρτε ό,τι φάκελο έχετε και δεν έχετε και θα τα πάμε όλα από το μηδέν, σαν να τα βλέπουμε για πρώτη φορά», ήταν η λογική που μετέφερε στα επιτελικά στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. ενώ στο μεταξύ προχωρούσαν και οι εσωτερικές εξελίξεις στο Σώμα. Ο Φώτης Νασιάκος έγινε αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. και διοικητής της Αντιτρομοκρατικής έγινε ο Στέλιος Σύρρος, ένας αξιωματικός θρύλος στο έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Μαζί με τον Ιωάννη Διώτη αποτέλεσαν την τετράδα που έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.
Με τη βοήθεια των ξένων υπηρεσιών και της τεχνολογίας μπόρεσαν να προσωποποιήσουν όσα είχαν στο μυαλό τους ως θεωρητικά σενάρια, να τα μετατρέψουν σε βεβαιότητες και «μαθηματικές εξισώσεις». Ένα από τα πολλά που είχαν καταγράψει στη νέα συνδυαστική διαδικασία ανάλυσης ήταν τα λάθη της οργάνωσης. Είχαν διαπιστώσει ότι σε κάθε επίθεση έκαναν ένα ή περισσότερα επιχειρησιακά λάθη, άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγάλα. Δούλευαν αδιαλείπτως, συνέλεγαν πληροφορίες, έκαναν παρακολουθήσεις, τροφοδοτούσαν με πλήθος στοιχείων τις βάσεις δεδομένων, εκπαιδεύονταν και εκπαίδευαν. Μέχρι την Άνοιξη του 2002, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ήταν βέβαιος ότι είχαν κατορθώσει, στον μεγαλύτερο βαθμό αν όχι στο σύνολό του, να φτιάξουν τον χάρτη της 17 Νοέμβρη. Η κορύφωση της δουλειάς που είχαν κάνει τότε πήρε, τον Ιούνιου του 2001, τη μορφή μιας έκθεσης που είχε συντάξει η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία από κοινού με την Σκότλαντ Γιαρντ. Η έκθεση είχε την κωδική ονομασία «Πανδέκτης» και σε αυτήν καταγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα. Από τις ευκαιρίες που είχε χάσει η ΕΛ.ΑΣ. όλα αυτά τα 27 χρόνια δράσης της 17Ν μέχρι όλες τις λεπτομέρειες για τον τρόπο δράσης καθώς και τα προφίλ των ηγετικών στελεχών και όλες οι σχετικές πληροφορίες τόσο για τα άτομα του σκληρού πυρήνα όσο και για τον ίδιον τον Αρχηγό. Η 17Ν είχε αποκτήσει πλέον πρόσωπο. Τα ονόματα των υπόπτων για συμμετοχή «έπαιζαν» από τότε -και στην ίδια την έκθεση- και από ό,τι φάνηκε δεν είχαν πέσει έξω. Συνέχισαν τις έρευνες και τις παρακολουθήσεις και περίμεναν το ολέθριο λάθος. Αυτό που ήρθε εκείνο το βράδυ του Ιουνίου του 2002 από το λιμάνι του Πειραιά.
Όλα τα παραπάνω απαντούν σε μία πολύ συγκεκριμένη ερώτηση που είχε γίνει καραμέλα στα στόματα όλων όσοι αμφισβητούσαν όσα έγιναν από εκείνην την έκρηξη και μετά: «Μα καλά, πώς τους έπιασαν όλους τόσο γρήγορα;». Η δουλειά που είχε γίνει και την οποίαν πιστώνεται ιστορικά ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ως πολιτικός προϊστάμενος των υπηρεσιών που ασχολήθηκαν με την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, ήταν αδιαμφισβήτητη. Και, φυσικά, αποτελεσματική.
Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: Η δολοφονία του υπασπιστή του, Γιώργου Βασιλάκη
Η ελληνική τρομοκρατία δέχθηκε το μεγαλύτερο χτύπημα που θα μπορούσε να δεχθεί ποτέ. Οι παρενέργειες, σε πολιτικό επίπεδο, υπήρξαν πολλές και σημαντικές. Ο μεγάλος ηττημένος ήταν η πιο δραστήρια τρομοκρατική οργάνωση των τελευταίων τριάντα ετών στην Ευρώπη και ο μεγάλος νικητής η τότε ελληνική κυβέρνηση και, φυσικά, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Αυτός ήταν και ο λόγος που κατετάγη στην πρώτη θέση στη λίστα των πιο επιτυχημένων Ελλήνων υπουργών Δημόσιας Τάξης. Ήταν ο ίδιος λόγος που τον έφερε στην ίδια θέση το φθινόπωρο του 2009, στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Τότε η μοίρα του επεφύλασσε ακόμα μία μεγάλη επιτυχία αλλά και ένα ακόμα μεγάλο συναισθηματικό πλήγμα.
Η επιτυχία ήρθε όταν με την ίδια δοκιμασμένη, πλέον, μεθοδολογία, εξαρθρώθηκε το, τότε, σημαντικό κομμάτι της νέας ελληνικής τρομοκρατίας, ο «Επαναστατικός Αγώνας». Μόνο που τότε ο ίδιος ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ένιωσε για τα καλά το τι σημαίνει να είσαι στο στόχαστρο ανθρώπων που βάφτιζαν τους εαυτούς τους «συνεχιστές της επανάστασης». Τον Ιανουάριο του 2010 σημειώθηκε έκρηξη βόμβας στο γραφείο του στο Περιστέρι. Στο τυπικό αστυνομικό δελτίο καταγράφηκαν, ευτυχώς, μόνον κάποιες υλικές ζημιές. Όμως, δεν υπήρξαν οι ίδιες συνέπειες στη δεύτερη εναντίον του επίθεση. Τον Ιούνιο του 2010, εστάλη ένα δέμα στο υπουργείο με παραλήπτη τον ίδιον. Το παρέλαβε ο υπασπιστής του Γιώργος Βασιλάκης. Το άνοιξε. Η βόμβα που περιείχε το δέμα εξερράγη. Τον σκότωσε. Συντετριμμένος ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, έκανε μια δήλωση με κεντρικό μότο «Δεν τρομοκρατούμαστε». Παρ’ όλα αυτά η δολοφονία του υπασπιστή του είναι κάτι που τον έχει σημαδέψει. Όχι τόσο γιατί θα μπορούσε να είναι ο ίδιος στη θέση του αλλά κυρίως για τη φτήνια με την οποίαν αντιμετωπίζεται η αξία της ανθρώπινης ζωής από τον συγκεκριμένο χώρο.
Η επιστροφή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης επιστρέφει για πέμπτη φορά στο γκρίζο κτίριο της Κατεχάκη. Η πρώτη φορά ήταν από το 1999 έως το 2003 με την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Η δεύτερη ήταν το 2009 με την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Άλλαξε υπουργικό πόστο για ένα μικρό διάστημα και επέστρεψε, τρίτη φορά, στην Κατεχάκη από τις 7 Μαρτίου ως τις 17 Μαΐου 2012. Τέταρτη φορά ήταν τον Ιούλιο του 2019. Αμέσως μετά την ανακοίνωση του ως εξωκοινοβουλευτικού υπουργού Προστασίας του Πολίτη στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, το ΚΙΝΑΛ ανακοίνωσε τη διαγραφή του. Έμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 2021. Και τώρα επιστρέφει για πέμπτη φορά. Σε μια περίοδο όπου το έγκλημα έχει επιστρέψει για τα καλά. Οπαδική βία, οργανωμένο έγκλημα, ψήγματα τρομοκρατίας και πάει λέγοντας. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι έχει μείνει ίδιο από τότε μέσα σε αυτό το τεράστιο κτίριο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Ίσως και να έχουν αλλάξει όλα. Εκτός από τον ίδιον τον Χρυσοχοΐδη. Κα μάλλον γι’ αυτό ξαναβρέθηκε εκεί…