Πολιτικη & Οικονομια

Ενωμένοι από τις ιδέες

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολο να διατυπωθούν

Σωτήρης Κατσέλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καταρράκωση ή καλύτερα η διάλυση της κεντροαριστεράς και του ευρύτερου δημοκρατικού προοδευτικού κέντρου διατηρείται δυστυχώς ακόμη ως κατάσταση σε μια παράλληλη ίσως εξέλιξη της διατήρησης της μακροχρόνιας οικονομικής υφέσεως.

Όντας αυτός ο πολιτικός χώρος για πολλά χρόνια στην εξουσία εκφραζόμενος μέσω του ΠΑΣΟΚ και καλούμενος να προχωρήσει στην διαχείριση της έκρηξης της κρίσης υπέστη δικαίως και αδίκως «τεκτονικές» πιέσεις οι οποίες ήταν πολύ δύσκολο να τις αντέξει. Επιπροσθέτως η αναγκαστική συγκατοίκηση στην διακυβέρνηση της χώρας, με μια βαριά λαϊκίστικη σχεδόν δεξιά, προκείμενου να διασφαλιστεί ο ευρωπαϊσμός της χώρας κάνει ακόμα πιο δύσκολη την προοπτική ανάκαμψης.

Οι αμέτρητες «πρωτοβουλίες» ανασύστασης του χώρου συνήθως τερματίζονταν άδοξα μετά από ατέρμονους διαλόγους και παραγοντισμούς. Το χειρότερο δε είναι ότι ο κατακερματισμός αυτός, δίνει «έδαφος» στο πρώην αριστερό και καθαρά λαϊκιστικό πλέον κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος ΣΥΡΙΖΑ, αν και συνήθως κάνει ευλόγως προφανείς διαπιστώσεις για τις συνέπειες τις κρίσης, εναποθέτει τις όποιες λύσεις σε διάφορα αστεία έως φαντασιακά σενάρια, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για την όποια ουσιαστική πολιτική σημασία του ευρωπαϊσμού και τις πιθανές συνέπειες που θα υπάρξουν για τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα όταν το φαντασιακό συναντήσει την πραγματικότητα.

Επιπλέον ο διάλογος του νέου διπολισμού δημιουργεί μια light πολιτική των εντυπώσεων και της ηθικολογίας η οποία εξυπηρετεί ένα «ρηχό» πολιτικό προσωπικό τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, που δεν θέλει ή πολύ περισσότερο, δεν μπορεί, να βρει πραγματικές λύσεις σε πραγματικά προβλήματα.

Όμως, επιστρέφοντας στον χώρο της κεντροαριστεράς, παραμένει η απορία γιατί παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια μεγάλη ανέστια μάζα ψηφοφόρων που ιδεολογικά βρίσκεται εντός και πέριξ του πολιτικού αυτού πλαισίου, αδυνατεί να συγκροτηθεί; Γιατί απέτυχαν οι προσπάθειες και εξελίχθηκαν σε ανόητα παιχνίδια παραγοντισμών στην καλύτερη περίπτωση;

Σίγουρα ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι παραμένουν στο προσκήνιο πρόσωπα που ό,τι είχαν να δώσουν στην πρώτη γραμμή το έχουν δώσει, έχοντας εξαντλήσει προ πολλού το πολιτικό τους «καύσιμο». Όμως δεν είναι μόνο αυτό.

Θεωρώ ότι ένα από τα σημαντικότερα αίτια του προβλήματος πέρα από τα πρόσωπα είναι ότι έχουμε ίσως ξεχάσει το τι πραγματικά εκφράζουμε. Η κεντροαριστερά, χάνοντας απότομα την μακροχρόνια τοποθέτηση της στην εξουσία ή έστω ως πρωταγωνίστρια του πολιτικού τοπίου και δεχόμενη μια σφοδρή επίθεση εξ «αριστερών» βρέθηκε πρακτικά μετέωρη έχοντας αποκοπεί από τα κοινωνικά στρώματα που αντιπροσώπευε.

Δεν είναι τυχαίο το ότι τελευταία πολλοί θυμήθηκαν έντονα το «αριστερό» τμήμα της λέξης κεντροαριστερά σε μια προσπάθεια μιμητισμού της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ γεγονός μάλλον αστείο καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προφανέστατα μπορεί να το κάνει καλύτερα από αυτούς. Οφείλουμε να αναλογιστούμε άλλωστε ότι η κεντροαριστερά εκφραζόμενη κυρίως με την σοσιαλδημοκρατία ως ιδεολογικό αφήγημα, έκανε την οριστική της τομή με την κομμουνιστογενή αριστερά ήδη στις αρχές του 20αιώνα. Η εξέλιξη της από τότε ήταν διαρκής και προφανέστατα δεν έχει νόημα να αποζητά μια κενή επιστροφή στις «ρίζες». Η επιδίωξη της για μια πιο δίκαιη κοινωνία δεν προέρχεται μέσα (όχι αποκλειστικά τουλάχιστον) από τη συγκρουσιακή λογική της πάλης των τάξεων. Αλλά από την λογική της παραγωγής πλούτου και της ανακατανομής αυτού, προς τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

Συνεπώς είναι σωστό μεν το αόριστο αίτημα που συχνά διατυπώνεται στον χώρο μας για μεταρρυθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και για την δημιουργία νέου παραγωγικού μοντέλου ώστε να παραχθεί πλούτος. Αλλά θα πρέπει να δούμε το ποιες μεταρρυθμίσεις , καθώς η έννοια αυτή είναι ουδέτερη /παραγωγική και όχι πολιτική. Ερωτήματα όπως το ποιους εκφράζουμε; Ποίων τα δικαιώματα καλούμαστε να υπερασπιστούμε; Ποιες λύσεις θέλουμε να δώσουμε για την χώρα μας. Όχι μόνο στην οικονομική διάσταση βέβαια, αλλά και σε άλλους τομείς. Είναι ερωτήματα που πρέπει να τα απαντήσουμε υπό το ιδεολογικό μας πρίσμα, δημιουργώντας έτσι πραγματικό πολιτικό πρόταγμα.

Ωστόσο οι απαντήσεις δεν είναι εύκολο να διατυπωθούν για τα παραπάνω και θέτω συγκεκριμένα παραδείγματα: Παλαιότερα μεγάλη κοινωνική βάση του πολιτικού μας χώρου αποτελούσαν κυρίως άνθρωποι που εργάζονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μπορούμε πλέον να εστιάσουμε αποκλειστικά σε αυτή τη βάση; ‘Η πρέπει εκ παραλλήλου σε μια κατακερματισμένη παραγωγικά οικονομία να δούμε τι γίνεται με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους αλλά και με τους χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους, και μικρούς επιχειρηματίες; Τι θα πρέπει να κάνουμε επίσης για τους ανέργους; Πώς μπορούμε σε όλους αυτούς να προτείνουμε ρεαλιστικές λύσεις στα προβλήματα τους;

Αυτά, όπως ανέφερα και παραπάνω, είναι μόνο ορισμένα από τα θέματα που οφείλουμε να εξετάσουμε. Αντιστοίχως θα πρέπει να σχηματίσουμε απαντήσεις όχι μόνο για οικονομικά και παραγωγικά ζητήματα αλλά και για την εξωτερική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τα ανάλογα.

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι δεν επαρκεί να διατυπωθούν αυτά για τα οποία καλούμαστε να πάρουμε θέση, αν και όντως επιβάλλεται να κωδικοποιηθούν. Αλλά επιτέλους να αρχίσουμε να τα υπερασπιζόμαστε ρητά εντός και εκτός κυβερνήσεως και να τα διεκδικούμε δυναμικά, η διεκδίκηση πολιτικών αιτημάτων και ιδεών ίσως είναι αυτό που εν τέλει θα μας ενώσει πιο αποτελεσματικά.