Πολιτικη & Οικονομια

Η ώρα της κεντροαριστεράς;

Τώρα είναι η πρόκληση και η ευκαιρία να δώσει τις δικές της απαντήσεις αν θέλει πραγματικά να γίνει δύναμη εξουσίας

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κρίση στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της οικονομίας και της ανάπτυξης και η πρόκληση για την κεντροαριστερά

Στις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση ευημερεί. Για την ακρίβεια, παίζει μόνη της. Αυτό ωστόσο οφείλεται στην ένδεια της αντιπολίτευσης. Γιατί κατά τα άλλα, έξι μόλις μήνες μετά τις εκλογές, δείχνει εγκλωβισμένη σε προβλήματα τα οποία σχετίζονται κυρίως με την καθημερινότητα, αγκομαχώντας να τα διαχειριστεί επικοινωνιακά. Φωτιές, πλημμύρες, οπαδική βία, νεανική εγκληματικότητα και ακρίβεια συνθέτουν το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο της πολιτικής ατζέντας. Το ότι δεν καταγράφουν πολιτικό κόστος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν ότι κάποια άλλη πολιτική δύναμη θα τα κατάφερνε καλύτερα. Ακόμα και αν δεν το ομολογούμε, αποδεχόμαστε ότι «αυτή είναι η Ελλάδα», για να θυμηθούμε τον Κώστα Σημίτη.

Λιγότερο ορατά, αλλά ενδεχομένως πολύ πιο σημαντικά, είναι τα ερωτήματα που σχετίζονται με την κυβερνητική στρατηγική. Ερωτήματα που θα βρούμε μπροστά μας σε βάθος χρόνου και αφορούν τη μεταρρυθμιστική καρδιά της κυβερνητικής πολιτικής.

Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η κρίση του κοινωνικού κράτους και κυρίως της υγείας και της παιδείας. Πρόκειται για δύο τομείς στους οποίους η ίδια η κυβέρνηση έχει δώσει προτεραιότητα. Μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: ο δημόσιος πυλώνας βρίσκεται σε κρίση ενώ, όσοι πολίτες μπορούν, καταφεύγουν στον ιδιωτικό. Στην παιδεία η κρίση αντικατοπτρίζεται στα  αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις χωρίς την παραμικρή βελτίωση. Έχουμε χάσει το μέτρημα στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες όμως δεν αλλάζουν στο παραμικρό την κατάσταση, φυσικά με απολύτως συνυπεύθυνη την ΟΛΜΕ. Ακόμα χειρότερα, αν τα στοιχεία που δόθηκαν είναι ακριβή, ενώ πατώσαμε στη δημόσια παιδεία, στην ιδιωτική οι επιδόσεις των μαθητών ήταν υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Αν συνυπολογίσουμε τον περιορισμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια, γεννιούνται ερωτήματα για το ποιοι είναι οι στόχοι της κυβέρνησης. Αν έχει φυσικά και αν δεν ενδιαφέρεται απλώς να δίνει ιδεολογικές μάχες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Από τη βάση του δέκα ως την αλήστου μνήμης πανεπιστημιακή αστυνομία. 

Στην υγεία πάλι υπάρχει το παράδοξο ένα αμιγώς δημόσιο σύστημα όπως το ΕΣΥ, να συνυπάρχει με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και όλοι καταλαβαίνουμε το γιατί. Και εδώ η κυβέρνηση μοιάζει να βρίσκεται σε σύγχυση. Πριν από τις εκλογές ψήφισε έναν νόμο τον οποίο τώρα διστάζει να εφαρμόσει. Έτσι κι αλλιώς ικανοποιούσε κάποιους γιατρούς που θα ήθελαν να έχουν ιδιωτική πελατεία μέσα στο ΕΣΥ, παραμένει ερώτημα όμως αν θα άλλαζε σε κάτι τις υπηρεσίες προς τους ασθενείς. Πέρα δηλαδή από τον κίνδυνο να υπάρξουν ασθενείς και γιατροί δύο ταχυτήτων, στην πράξη δηλαδή να αμφισβητηθεί η ίδια η ουσία της φιλοσοφίας του ΕΣΥ.

Τόσο στην υγεία όσο και στην παιδεία είναι φανερό πως το μείζον είναι η ενίσχυση του δημόσιου πυλώνα. Το πώς, χωρίς να οδηγηθούμε στις σπατάλες του παρελθόντος και με χρήματα που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν, είναι το ζητούμενο. Η κυβέρνηση ωστόσο δείχνει να έχει στερέψει από ιδέες, ενδεχομένως και από διάθεση. Αρκείται σε μπαλώματα τα οποία μάλλον υποβαθμίζουν παρά ενισχύουν τον δημόσιο πυλώνα. 

Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα σχετίζεται με την οικονομία και την ανάπτυξη. Θεωρείται προνομιακός χώρος για την κυβέρνηση και είναι αλήθεια ότι η χώρα βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σήμερα. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν βοηθήσει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Κάποιοι θα μπορούσαν σίγουρα να υποστηρίξουν ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Το ποτήρι είναι μισογεμάτο. Ακόμα και για τον πληθωρισμό που τόσο καίει τους πολίτες, στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά, πέρα από το να στηρίξει τους πιο ευάλωτους.

Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τετραετία δεν βελτιώθηκε καθόλου σε σχέση με την Ευρώπη και το περίφημο επενδυτικό κενό όχι μόνο δεν καλύπτεται αλλά, αντιθέτως, αυξάνεται.

Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα ωστόσο, η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τετραετία δεν βελτιώθηκε καθόλου σε σχέση με την Ευρώπη. Παραμένουμε το ίδιο μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι φτωχοί συγγενείς. Ακόμα χειρότερα οι επενδύσεις, παραμένουν πολύ χαμηλότερες από τις επενδύσεις στην Ευρώπη. Κινούνται κοντά στο 13% στην Ελλάδα έναντι πάνω από 20% στην Ευρώπη. Το περίφημο επενδυτικό κενό όχι μόνο δεν καλύπτεται αλλά, αντιθέτως, αυξάνεται. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί το δημογραφικό αλλά και το δημόσιο χρέος, η ανάγκη δηλαδή να είναι πλεονασματικά τα δημόσια οικονομικά. Με αυτές τις συνθήκες η σύγκλιση παραμένει άπιαστο όνειρο. Η συνταγή, σύμφωνα με όλους τους οικονομολόγους, είναι επιμονή στις μεταρρυθμίσεις. Απαιτείται ωστόσο χρόνος τον οποίο δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε. Επειδή το διεθνές περιβάλλον παραμένει ρευστό αλλά και επειδή στην κοινωνία δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι απαραίτητες εκσυγχρονιστικές πλειοψηφίες. Είναι σαν να χρειαζόμαστε έναν επιταχυντή που θα βάλει δυναμικά μπροστά την παραγωγική Ελλάδα. Η κυβέρνηση έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στους πόρους από το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της Ένωσης. Μένει να το δούμε.

Στις προκλήσεις αυτές η μόνη πολιτική δύναμη που είχε σχετικά πειστικές απαντήσεις ήταν η Νέα Δημοκρατία. Επιβραβεύτηκε γι’ αυτό. Σήμερα όμως εμφανίζονται και τα όρια της πολιτικής της. Είναι η πρόκληση και η ευκαιρία για την κεντροαριστερά. Να δώσει τις δικές της απαντήσεις αν θέλει πραγματικά να γίνει δύναμη εξουσίας. Αν δεν αρκείται στα να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.