Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ - Κίνημα Αλλαγής: Συνεργασία με τους «11» ή συγκρότηση της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης;

Η αναδιαμόρφωση του αντιπολιτευτικού χώρου δημιουργεί νέες, ευνοϊκότερες συνθήκες

Γιάννης Μεϊμάρογλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επόμενη μέρα για το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε ως συνέπεια της τριπλής στρατηγικής εκλογική του ήττας. Τα στελέχη του δεν μπόρεσαν να αντέξουν την ουσιαστική ακύρωση της προοπτικής για μια «δεύτερη φορά Αριστερά» και ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Κάποιοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για να ξανακυβερνήσουν στο νικητή των εσωκομματικών εκλογών Στέφανο Κασσελάκη ο οποίος εμφανίστηκε προεκλογικά ως «ο μόνος που μπορεί να νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να διαχωρίσουν τη θέση τους εγκαταλείποντας το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ενώ υπήρξαν κορυφαίοι υπουργοί της συγκυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και επομένως βασικοί υπεύθυνοι της συντριβής. Σήμερα ψάχνουν να βρουν καινούργιο όνομα αντί να ψάξουν να βρουν τις αιτίες της ήττας στις αυταπάτες και τις ιδεοληψίες τους.

Η διάσπαση των «11» δεν είναι η πρώτη στην πολιτική διαδρομή της Αριστεράς από την εποχή της συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» ο οποίος μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη ομάδα στελεχών αποχώρησε το 2000 συγκροτώντας την ΑΕΚΑ (Ανεξάρτητη Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς) όταν είχε ήδη φανεί ότι ο Νίκος Κωνσταντόπουλος προωθούσε τα προσωπικά του παιχνίδια, αγνοώντας τη δημόσια πρόταση του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη για ουσιαστική συμπόρευση ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Η δεύτερη ομάδα στελεχών αποχώρησε το 2010 -από τον ΣΥΡΙΖΑ πλέον- συγκροτώντας τη ΔΗΜΑΡ, την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας έβαζε τα θεμέλια της τυχοδιωκτικής και λαϊκιστικής πολιτικής που ακολούθησε στη συνέχεια. Η τρίτη ομάδα αποχώρησε το 2015 από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, συγκροτώντας τη «Λαϊκή Ενότητα», αφού προηγουμένως επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά ότι το αντιμνημονιακό αφήγημα δεν ήταν παρά το πρόσχημα Τσίπρα για την κατάληψη της εξουσίας.

Η διαρκής κρίση που βιώνει η Αριστερά τις τελευταίες δεκαετίες είναι αποτέλεσμα της έλλειψης έμπνευσης και οράματος, ιδιαίτερα μετά την απώλεια των ιστορικών ηγετικών της μορφών του Λεωνίδα Κύρκου, του Γρηγόρη Γιάνναρου, του Μιχάλη Παπαγιαννάκη κλπ, οπότε και παρέμεινε όμηρος της ανεπάρκειας, της ατολμίας και των προσωπικών στρατηγικών των διαδοχικών ηγεσιών της. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο όλα ανεξαιρέτως τα εγχειρήματα στο όνομα της ανασυγκρότησης της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς απέτυχαν παταγωδώς. Η δραματική απαξίωση της «πρώτη φορά Αριστερά», που παραλίγο να αποβεί μοιραία για τη χώρα και η ήττα της το 2019 σήμαναν την απαρχή μιας ανεπίστρεπτης αυτοκαταστροφικής πορείας. Μαζί με την αξιοπιστία της η Συριζαϊκή διακυβέρνηση σπατάλησε στο ευρύ κοινό το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.

Η συνεχιζόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έφερε συνολική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, καθώς η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να μονοπωλεί την κυριαρχία σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε σημαντικές ανακατατάξεις στον χώρο της αντιπολίτευσης όπου, με την προϋπόθεση ότι οι «φωτογραφίες» των δημοσκοπήσεων θα επαληθευτούν στην επόμενη κάλπη, φαίνεται ότι το σταθερά ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα είναι σύντομα η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελληνική Βουλή. Αποδεικνύεται πλέον, με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, η ορθότητα της απόρριψης της πρότασης που διατύπωσε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας για «προοδευτική συνεργασία» αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στο διαφαινόμενο ναυάγιο του κόμματός του.

Η αναδιαμόρφωση του αντιπολιτευτικού χώρου δημιουργεί νέες, ευνοϊκότερες συνθήκες για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το οποίο καλείται πλέον, πέραν της υποχρέωσης για την άσκηση μιας εποικοδομητικής και προγραμματικής κριτικής αντιπολίτευσης, να διαμορφώσει και μια αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Ταυτόχρονα, καλείται να προχωρήσει σε πολιτικές διευρύνσεις και συσπειρώσεις που θα δίνουν στην πρότασή του ρεαλιστική προοπτική συγκρότησης ενός νέου συνασπισμού εξουσίας. Ένας τέτοιος συνασπισμός δεν μπορεί να συγκροτηθεί με τις δυνάμεις του σημερινού ή του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει καν η στοιχειώδης προγραμματική βάση από τη στιγμή που και τα δύο κομμάτια ομνύουν πίστη στις πολιτικές Τσίπρα που καταδικάστηκαν επανειλημμένα από τους πολίτες.

Ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι η στρατηγική που θα αποφασίσει να χαράξει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προκειμένου να ανταποκριθεί με επιτυχία στις νέες συνθήκες. Θα κοιτάξει προς τα πίσω με στόχο να εδραιώσει τη θέση της στην αξιωματική αντιπολίτευση, συμμαχώντας εν ανάγκη με τον νέο ΣΥΡΙΖΑ για να ξεπεράσει τον παλιό; Ή θα κοιτάξει θαρραλέα μπροστά επιχειρώντας να διεμβολίσει το τεράστιο αυτή τη στιγμή ποσοστό που αγγίζει το 25% που χωρίζει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ από τη Νέα Δημοκρατία την οποία έχει θέσει ως στόχο του να νικήσει στις επόμενες εθνικές εκλογές;

Αυτό που πρέπει να κερδίσει πρώτα απ’ όλα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι η εμπιστοσύνη του σοσιαλδημοκρατικού και φιλελεύθερου κεντρώου χώρου, του χώρου με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ συναντήθηκε και συμπορεύτηκε στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Χάρη στη συμμαχία αυτή η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρώπη απέναντι στο τσουνάμι του αριστεροακροδεξιού λαϊκισμού των «αγανακτισμένων». Το βαρύ πολιτικό κόστος που πλήρωσε το ΠΑΣΟΚ ψηφίζοντας τρία μνημόνια και συγκυβερνώντας με τη ΝΔ για να κρατήσει τη χώρα όρθια, ήρθε η ώρα να μην το σπαταλήσει σε αδιέξοδες, προοδευτικές δήθεν επιλογές ήττας αλλά να το κεφαλαιοποιήσει για τη συγκρότηση μιας ευρείας και φιλόδοξης δημοκρατικής παράταξης.