Πολιτικη & Οικονομια

Ποια είναι η εικόνα της αγοράς εργασίας σήμερα; 

Ο Χρήστος Γούλας, Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD, μιλάει για τις παρεμβάσεις στο πεδίο της απασχόλησης και τις συνεπαγόμενες μεταρρυθμίσεις

mjsigalou
Μαρία-Ιωάννα Σιγαλού
ΤΕΥΧΟΣ 895
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αγορά εργασίας: Συνέντευξη με τον Χρήστο Γούλα, Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD
© Arlington Research / Unsplash

Αγορά εργασίας: Συνέντευξη με τον Χρήστο Γούλα, Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD

Παρά τις αναταράξεις που προκάλεσε η πανδημία, φαίνεται ότι η εικόνα της αγοράς εργασίας βελτιώνεται συστηματικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, τα ποσοστά απασχόλησης στη χώρα μας παραμένουν χαμηλότερα από τις περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ, και η ανεργία εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να προσφέρουν τις χειρότερες ποιοτικά θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, σε όλα τα επίπεδα: μισθοί, ωράρια εργασίας, εργασιακό περιβάλλον, ποιότητα εργασίας, εξέλιξη, κίνητρα κ.λπ. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι οι παρεμβάσεις στο πεδίο της απασχόλησης και οι συνεπαγόμενες μεταρρυθμίσεις έχουν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο. Για να κατανοήσουμε περισσότερα για την αγορά εργασίας, συναντήσαμε τον Χρήστο Γούλα, Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις παραπονιούνται ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους με υψηλές δεξιότητες και εξειδικευμένους, πολλές φορές ότι δεν βρίσκουν καθόλου εργαζόμενους. Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο; Την ίδια στιγμή μάλιστα που πολλοί νέοι κάνουν λόγο για μηδενικές ευκαιρίες.

Πρόκειται για το περίφημο φαινόμενο της «οριζόντιας αντιστοιχίας δεξιοτήτων», που σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο επαρκώς εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να καλύψει εξειδικευμένες θέσεις εργασίας. Το φαινόμενο αυτό δεν διαπιστώνεται γενικευμένα, σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, όπως λανθασμένα έχει επικρατήσει, αλλά σε πολύ συγκεκριμένες ειδικεύσεις που αφορούν κυρίως τις νέες τεχνολογίες και τις ραγδαίες εξελίξεις που συντελούνται στο συγκεκριμένο πεδίο. 

Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι η Ελλάδα παρουσιάζει εντελώς ανάλογα ποσοστά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σε ό,τι αφορά αυτό το φαινόμενο. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι σε πολύ πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 33% των ελληνικών επιχειρήσεων δηλώνει ότι οι υποψήφιοι για θέσεις εργασίας στον κλάδο τους δεν διαθέτουν τις «σωστές δεξιότητες», με τον αντίστοιχο μέσο όρο για την Ευρωπαϊκή Ένωση να βρίσκεται στο 32%. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: παρά την υπερδεκαετή κρίση, ποτέ άλλοτε στην ιστορία η Ελλάδα δεν διέθετε ένα τόσο καλά εκπαιδευμένο, προσοντούχο και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Ένα εργατικό δυναμικό που αναπτύσσει δυναμικές επαγγελματικές πορείες στο εξωτερικό.

Ωστόσο, στην ίδια έρευνα διαβάζουμε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό (39%) από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (20%) το φαινόμενο της περιορισμένης ή της μη προσέλευσης υποψηφίων για τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, αυτό που οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν ως έλλειμμα δεξιοτήτων των εργαζομένων, τα διαθέσιμα δεδομένα μας οδηγούν να το αντιληφθούμε ως αδυναμία των επιχειρήσεων στο να προσελκύσουν καταρτισμένους εργαζόμενους. Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να προσφέρουν τις χειρότερες ποιοτικά θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, σε όλα τα επίπεδα: μισθοί, ωράρια εργασίας, εργασιακό περιβάλλον, ποιότητα εργασίας, εξέλιξη, κίνητρα κ.λπ., ενώ παράλληλα δεν επενδύουν στην ίδια τους την αναβάθμιση, με τον αντίστοιχο δείκτη επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους ή την επιμόρφωση του προσωπικού τους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να είναι καθηλωμένος στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής  Ένωσης εδώ και μια δεκαετία. Συμπερασματικά: όχι, δεν μπορούμε να κατηγορούμε τους νέους εργαζόμενους επειδή δεν δέχονται πρόθυμα την απαξίωση των δεξιοτήτων τους. Αντίθετα, θα έπρεπε να μας προβλημάτιζε αν οι νέοι προσαρμόζονταν αβίαστα στις παρούσες χαμηλές προσδοκίες της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων.

Ποιες αλλαγές φέρνουν στον κόσμο της εργασίας οι νέες τεχνολογίες και η μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία;

Η βασική και συνολικότερη αλλαγή αφορά στην ανάδειξη της γνώσης σε μείζονα παραγωγικό συντελεστή. Με βάση αυτό, φαίνεται να διαμορφώνεται ένα ιδιότυπο παραγωγικό περιβάλλον: από τη μία δημιουργούνται ποιοτικές θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης με έμφαση στον κλάδο της τεχνολογίας πληροφορίας και επικοινωνιών, και από την άλλη συνεχίζει να παρουσιάζεται πολύ μεγάλο ποσοστό επισφαλών θέσεων εργασίας, χαμηλής ποιότητας, σε παραγωγικούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό το φαινόμενο δυισμού στην αγορά εργασίας είναι πιθανόν να εντείνει τις ανισότητες, να απαξιώσει τα προσόντα σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού, ή και να επηρεάσει τις διαδικασίες σχεδιασμού του εκπαιδευτικού συστήματος και των υποσυστημάτων επαγγελματικής κατάρτισης με, ενδεχομένως, πολύ αρνητικές εξελίξεις.

Επιπλέον, επέρχεται σημαντικός μετασχηματισμός στο εσωτερικό των επαγγελμάτων. Νέες δεξιότητες καθίστανται απαραίτητες, ενώ άλλες σταδιακά απαξιώνονται. Κάποιες αναδύονται και άλλες φεύγουν. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό θα είναι το πιθανότερο σενάριο –ο μετασχηματισμός– και όχι η εξαφάνιση ολόκληρων επαγγελμάτων. Άλλωστε, για αυτόν τον λόγο ο ρόλος της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης θεωρώ ότι θα αναδειχθεί, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρο της ψηφιακής μετάβασης.

Υπάρχει απειλή για αντικατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού με μεθόδους αυτοματοποίησης και, αν ναι, πώς θεωρείτε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί;

Ξεκάθαρα, ναι! Ακόμη και τα πιο μετριοπαθή σενάρια προβλέπουν έναν κίνδυνο υποκατάστασης για το 50% των θέσεων ανειδίκευτης εργασίας σε βάθος δύο ή τριών δεκαετιών. Στην Ελλάδα ο κίνδυνος, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, είναι μικρότερος λόγω της συνολικότερης τεχνολογικής υστέρησης των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά νομίζω ότι η υποανάπτυξη και η καθήλωση σε παρωχημένες μεθόδους παραγωγής δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρή στρατηγική. Χωρίς μετάβαση σε ένα νέο υπόδειγμα παραγωγής βασισμένου στη γνώση και δίχως ένα συγκροτημένο εθνικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης που να βασίζεται στην ποιότητα και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του, είμαστε καταδικασμένοι απλώς να υποστούμε τις όποιες αλλαγές, επιδιώκοντας να περιορίσουμε τη φθορά. Η επίτευξη των παραπάνω δεν αποτελεί μια εύκολη, οριζόντια και διοικητικού τύπου λειτουργία. Απαιτείται ουσιαστική συζήτηση και σύμπραξη δυνάμεων μεταξύ των οργανώσεων των εργαζομένων, των επιχειρήσεων, των κρατικών δομών και της επιστημονικής κοινότητας.

Ποιο είναι το ακριβές έργο του Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ);

Το Ινστιτούτο Εργασίας είναι ο μεγαλύτερος φορέας έρευνας πάνω στην εργασία και αξιολόγησης των πολιτικών απασχόλησης στην Ελλάδα και ένας από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη. Παράγουμε αξιόπιστα δεδομένα που μας επιτρέπουν να βλέπουμε πιο καθαρά τις εξελίξεις στον κόσμο της εργασίας, αλλά παράλληλα δημιουργούμε και νέα εργαλεία ανάπτυξης των εργαζομένων και των επαγγελμάτων. Οι ετήσιες εκθέσεις του ΙΝΕ για την εργασία και την απασχόληση είναι ίσως η πλέον γνωστή δραστηριότητά μας, αλλά παράλληλα εργαζόμαστε για τη συστηματική διαμόρφωση των επίσημων εθνικών επαγγελματικών περιγραμμάτων, ενώ δημιουργούμε νέες μεθόδους πρόγνωσης των αναγκών σε δεξιότητες και επαγγελματικές ειδικότητες. Επίσης, το ΙΝΕ αποτελεί εδώ και 33 χρόνια έναν από τους μεγαλύτερους παρόχους ποιοτικής συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικής συμβουλευτικής για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

Πόσο σημαντική είναι η υλοποίηση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης του προσωπικού σε εταιρίες; Σε τι ποσοστό πραγματοποιείται; Και πώς το ΙΝΕ ΓΣΕΕ βοηθάει σε αυτή τη δράση;

Η απάντηση προκύπτει αβίαστα από όσα προανέφερα. Ναι, η ενδοεπιχειρησιακή επιμόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση αποτελεί πλέον ένα από τα σημαντικότερα άυλα κεφάλαια των επιχειρήσεων. Ωστόσο, και σε αυτό το πεδίο, οι επιδόσεις (περίπου 20%) είναι διαχρονικά οι χειρότερες στην ΕΕ με πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες να μας χωρίζουν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να μην έχουν καλή σχέση με τη γνώση και την καινοτομία, και σε πολύ μικρό βαθμό να επιμορφώνουν το προσωπικό τους. Φαίνεται να μην επιθυμούν να μάθουν από τους εργαζόμενούς τους και να μην επενδύουν ιδιαίτερα στο να μάθουν τίποτα σε αυτούς.

Αγορά εργασίας: Συνέντευξη με τον Χρήστο Γούλα, Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD
Χρήστος Γούλας, Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD

Χρήστος Γούλας - βιογραφικό

*Ο Χρήστος Γούλας είναι ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Είναι Διδάκτορας (PhD) με γνωστικό αντικείμενο «Πολιτικές - Συστήματα διά βίου μάθησης και ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων». Έχει σημαντική ερευνητική εμπειρία και συγγραφική δραστηριότητα σε θέματα διά βίου εκπαίδευσης, πολιτικών απασχόλησης και πιστοποίησης προσόντων. Είναι μέλος εθνικών επιτροπών επεξεργασίας και παραγωγής πολιτικής στο πεδίο της διά βίου εκπαίδευσης και πολιτικών απασχόλησης. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ ιδρύθηκε το 1990 και στα χρόνια λειτουργίας του επιδεικνύει πλούσιο έργο στους τομείς της επιστημονικής έρευνας, της κατάρτισης, της επιμόρφωσης, της διά βίου μάθησης και της τεκμηρίωσης των θέσεων και των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ, καθώς και ευρύτερα του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.