Πολιτικη & Οικονομια

Αυτοί που αγαπούν να μισούν τον Κώστα Σημίτη

Πόσοι από το σημερινό πολιτικό προσωπικό έχουν να επιδείξουν ανάλογο βιογραφικό;

Πάνος Λουκάκος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κώστας Σημίτης: Σχόλιο για την πολιτική του πορεία και όσους εξακολουθούν να του επιτίθενται.

Ελάχιστοι πολιτικοί στην Ελλάδα έχουν ζώντες τιμηθεί. Έτσι η τιμητική εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη της περασμένης Δευτέρας αποτέλεσε μία σπάνια και λαμπρή εξαίρεση του κανόνα. Όπως και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης αποτέλεσε μία σπάνια και λαμπρή εξαίρεση του κανόνα των Ελλήνων πολιτικών. Διότι, αντίθετα με τους περισσότερους των προκατόχων ή των διαδόχων του στην εξουσία, ο Σημίτης, ως πρωθυπουργός και αρχηγός κόμματος, υπήρξε συγκροτημένος, αποτελεσματικός, αξιοπρεπής, λιτός και μετρημένος σε λόγους και  πράξεις.

Διαδέχθηκε ως πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον πατέρα του Μεταπολιτευτικού  λαϊκισμού. Βρέθηκε στις θέσεις αυτές σε μία δύσκολη εποχή, κατά την οποία η παρατεταμένη ασθένεια και η συνακόλουθη αδυναμία του Παπανδρέου να ασκήσει τα καθήκοντά του είχαν δημιουργήσει ένα μείζον πολιτικό κενό. Στην εποχή μάλιστα της έξαρσης της αγριότερης και χυδαιότερης μορφής λαϊκισμού, του Αυριανισμού, που είχε διαβρώσει και ένα μεγάλο κομμάτι του στελεχειακού δυναμικού και των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες αυτές συνθήκες, η προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά του Σημίτη επανέφεραν στο ΠΑΣΟΚ τη χαμένη πολιτική αξιοπρέπειά του και μαζί το καθοριστικό μέγεθος των ανώτερων και μεσαίων αστικών στρωμάτων, που είχαν στραφεί στη Νέα Δημοκρατία. Και έτσι κέρδισε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, το 1996 και το 2000.

Μόνο εύκολη δεν ήταν όμως αυτή η πορεία. Πριν αναλάβει πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1996, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μεγάλο προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας. Πριν αναλάβει και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, το προβάδισμα αυτό υπήρχε αν και μειωμένο. Μέσα στο καλοκαίρι όμως το προβάδισμα ανατράπηκε. Και τον Σεπτέμβριο το ΠΑΣΟΚ κέρδισε άνετα τις εκλογές, καθώς ο Κ. Σημίτης είχε πλέον πείσει τη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος πως ήταν ο καταλληλότερος να βγάλει τη χώρα από τις διαδοχικές μείζονες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις της περιόδου 1989-1996. Αμέσως βρέθηκε αντιμέτωπος με τις χρόνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος, της οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης.

Βρέθηκε αντιμέτωπος με τον δεξιό και αριστερό συγκρουσιακό εθνολαϊκισμό, που κατοικοεδρεύει  και σήμερα, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις, μέσα στη λεγόμενη Λαϊκή Δεξιά, το λεγόμενο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ  και τον ευρύτερο δεξιό και αριστερό αντισυστημικό χώρο. Είναι ο δημαγωγικός εθνολαϊκισμός που επέλεγε πόλεμο με την Τουρκία στην υπόθεση των Ιμίων, που απέρριπτε το σχέδιο Ανάν και κάθε προηγούμενη ή επόμενη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, ο εθνολαϊκισμός που κατήγγελλε και ακόμη καταγγέλλει τη συμφωνία των Πρεσπών για τη Βόρεια Μακεδονία.

Βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ακραίο ανορθολογισμό που ξεχύθηκε στους δρόμους στην υπόθεση των ταυτοτήτων, που συντάχθηκε πίσω από θρησκοληψίες, με επικεφαλής τον Χριστόδουλο (πανηγυρικά είχε τότε προσυπογράψει τα σχετικά ακατανόητα και ο Κώστας Καραμανλής), με τον ανορθολογισμό που αργότερα, στη χρεοκοπία, υποστήριζε ότι «λεφτά υπάρχουν» ή υποσχόταν ότι θα καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο ή προκήρυσσε παρανοϊκά δημοψηφίσματα.

Βρέθηκε αντιμέτωπος με  τον αντιδυτικισμό και τον αντιευρωπαϊσμό της ακροδεξιάς, της ακροαριστεράς αλλά και του πρώιμου ΠΑΣΟΚ της εποχής «ΕΟΚ  και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», με τους οπαδούς των θεωριών του «ανάδελφου έθνους», με αυτούς που πίστευαν και πιστεύουν ότι υπάρχει μία διαρκής συνομωσία της Δύσης εναντίον της Ελλάδας, με αυτούς που θεωρούν ότι η Ρωσία μπορεί να είναι φυσικός μας σύμμαχος, με αυτούς που αποδέχονται ακόμη και  την ισλαμική τρομοκρατία.

Βρέθηκε αντιμέτωπος με τις διασκορπισμένες σε όλα τα κόμματα εστίες της συντήρησης, της καθυστέρησης, του αντι-εκσυγχρονισμού, της διατήρησης των πάσης φύσεων κεκτημένων, του πελατειασμού, των κρατικοδίαιτων συντεχνιών, του συνδικαλισμού τύπου ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ - Φωτόπουλου, των αρνητών κάθε αλλαγής, του κρατισμού, των αρνούμενων ή αδυνατούντων να παρακολουθήσουν την εξέλιξη.

Αυτές όλες τις ετερόκλητες αλλά συμπαγείς ομάδες βρήκε απέναντί του ο Κώστας Σημίτης μέσα στο ίδιο του το κόμμα και μέσα στα κόμματα της δεξιάς και αριστερής αντιπολίτευσης. Είναι αυτές που δυναμικά απέτρεψαν την ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση. Αλλά είναι και αυτές που ηττήθηκαν κατά κράτος στη μάχη για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, είναι και αυτές που αντιστάθηκαν με όλα τα μέσα στη δημοσιονομική εξυγίανση και ανασυγκρότηση της εποχής Σημίτη, η οποία ανέτρεψε πρόσωπα και καταστάσεις σε  κεντρικά δεδομένα της οικονομίας και επίσης ηττήθηκαν.

Όταν γράφηκε ο επίλογος της οκταετίας του, το 2004, ο Σημίτης είχε αφήσει παρακαταθήκη, μεταξύ άλλων, την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την επιστροφή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό σύστημα ως αξιόπιστου, σοβαρού  και χρήσιμου εταίρου, τα μεγάλα έργα που άλλαξαν το πρόσωπο της χώρας: αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, Αττική Οδός, Μετρό, γέφυρα Ρίου Αντίρριου, Εγνατία Οδός, Τραμ, τα νέα νοσοκομεία.

Οι διάδοχοί του κατασπατάλησαν το πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο της περιόδου 1996-2004, οδηγώντας τη χώρα με ταχείς ρυθμούς στη χρεοκοπία, την ανυποληψία, τον διεθνή έλεγχο και μία υπερδεκαετή εφιαλτική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση. Είναι αυτοί που ακόμη και σήμερα, με την ευκαιρία της τιμητικής εκδήλωσης που οργάνωσε η Άννα Διαμαντοπούλου, εξακολουθούν να του επιτίθενται, μαζί και με διάφορους νεοπροσύλητους τύπου Κασσελάκη.

Ίσως διότι αγαπούν να μισούν αυτό που δεν είναι οι ίδιοι. Ο Σημίτης στα χρόνια της δικτατορίας έβαζε βόμβες και διέφευγε στο εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο. Ο Σημίτης στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ ήξερε να παραιτείται όταν διαφωνούσε, μία φορά από το κορυφαίο κομματικό όργανο και δύο φορές από κεντρικά υπουργεία. Ο Σημίτης στα χρόνια που ήταν πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπήρξε εργατικός, συστηματικός, αποτελεσματικός, επίμονος, ρεαλιστής, έθεσε στόχους και όσο ήταν εκ των πραγμάτων δυνατό τους υλοποίησε, ήξερε να προγραμματίζει, να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και τις ανάγκες και να διαβάζει σωστά τις εκάστοτε συνθήκες της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας πραγματικότητας.

Παράλληλα αποτέλεσε υπόδειγμα πολιτικού σε ό,τι αφορά την ιδιωτική του ζωή. Η σύζυγός του, Δάφνη Σημίτη, είχε δημόσια παρουσία μόνο όπου αυτό επιβαλλόταν από το πρωτόκολλο, οι δύο κόρες του ουδέποτε εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, οι προσωπικοί φίλοι και οι συγγενείς του ποτέ δεν αναμίχθηκαν σε κρατικές υποθέσεις και ουδείς έχει διανοηθεί να αμφισβητήσει τη προσωπική του εντιμότητα και ακεραιότητα.

Αλήθεια πόσοι από το σημερινό πολιτικό προσωπικό που αγαπούν να μισούν τον Σημίτη έχουν να επιδείξουν ανάλογο βιογραφικό;