Πολιτικη & Οικονομια

Τρομαγμένα ανθρωπάκια, τυφλά γατάκια

Από την «προδοσία των διανοουμένων» στο όπιο των λαών

Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η μεγάλη δύναμη της ισλαμοαριστεράς και η επιρροή της στην κοινή γνώμη και στην πολιτική

Στο βιβλίο του «Η προδοσία των διανοουμένων», που κυκλοφόρησε το 1927, ο Julien Benda επέκρινε τους «πνευματικούς ανθρώπους» διότι είχαν στραφεί στην πολιτική και στις ιδεολογίες παραμελώντας τις θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αρχές: την ομορφιά, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη. Αν και ο Benda είχε, πρωτίστως, στον νου του όσους επιζητούσαν ισχυρό κράτος —δηλαδή τους φασίστες και τους κομμουνιστές— η κριτική του αφορούσε γενικότερα την αιχμάλωτη σκέψη, τη στράτευση σε συγκεκριμένες ιδεολογίες. Κατά τη γνώμη του, επρόκειτο για προδοσία: οι διανοούμενοι παρίσταναν ότι εξυπηρετούσαν τις ανθρώπινες αξίες, ενώ στην πραγματικότητα προπαγάνδιζαν τυφλά —βάσει συναισθημάτων, όχι λογικής— την πολιτική της παράταξής τους. Το 1927, αυτή η στάση εξέπληττε τον Julien Benda, που πίστευε ότι οι άνθρωποι του πνεύματος μπορούσαν και όφειλαν να διακρίνουν με ανιδιοτέλεια το σωστό από το λάθος. Έναν αιώνα αργότερα, η έλλειψη ευθυκρισίας δεν μας εκπλήσσει· τα συγκλονιστικά γεγονότα του 20ού και του 21ου αιώνα έχουν αποκαλύψει τη διανοητική ανεπάρκεια, τη δειλία και την υστεροβουλία των «πνευματικών ανθρώπων» από τους οποίους οι παλαιότερες γενιές είχαν μεγάλες ηθικές απαιτήσεις.

Η στάση της πλειονότητας των διανοουμένων έχει υπάρξει επαίσχυντη και επαίσχυντη παραμένει: στη διάρκεια του 20ού αιώνα στήριξαν τον κομμουνισμό, ένα μέρος τους ταλαντεύτηκε ανάμεσα στον εθνικοσοσιαλισμό και στον μπολσεβικισμό, ενώ σημειώθηκαν διάφορες κωμικοτραγικές ακρότητες· δεν ήταν λίγοι όσοι προσχώρησαν στον μαοϊσμό και στα κινήματα της αριστερής τρομοκρατίας. Και παρότι κύλησε ο καιρός και οι μόδες ξεπεράστηκαν, σχεδόν κανείς εξ αυτών δεν διατύπωσε αυτοκριτικό λόγο για τον ρόλο του στην πολιτική εγκληματικότητα. Λόγου χάρη, ο Erri De Luca: αν και πρώην «αντάρτης πόλεων», είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συγγραφείς· τον καλούν στα πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο όπου μιλάει σε αποχαυνωμένους φοιτητές για τα κατορθώματά του· μάλιστα, το 2015, τους παρότρυνε να κάνουν σαμποτάζ στο τρένο Λυόν-Τορίνο, «μια πράξη αντίστασης». Ο De Luca είναι μέλος μιας πλειονότητας η οποία δεν δίνει δεκάρα για το ηθικό περιεχόμενο των πράξεων· την ενδιαφέρει μόνο η χρησιμότητά τους σε κάποιον δήθεν ανώτερο σκοπό.

Η εν λόγω πόζα είναι μια μορφή εθνικισμού, ένα φανατικό αίσθημα του ανήκειν: οι εθνικιστές δηλώνουν πως αν η πατρίδα έχει άδικο πρέπει να της αποδίδουμε δίκιο· οι ιδεολόγοι δηλώνουν πως αν η ιδεολογία οδηγεί σε άδικο, πρέπει να το δικαιολογούμε. Έτσι, δεν χάνεται μόνο η ελευθερία του λόγου, χάνεται η ελευθερία της σκέψης. Παρόμοιους συλλογισμούς διατυπώνει ο Raymond Aron στο βιβλίο του «Το όπιο των διανοουμένων» (που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Athens Review of Books, σε μετάφραση του Πέτρου Μαρτινίδη): ο Aron υπήρξε προγεγραμμένος στη χώρα μας· μέχρι πρότινος επικρατούσε η αριστερή μισαλλοδοξία που δεν επέτρεπε την ανάγνωση εξωσχολικών εγχειριδίων. Εν πάση περιπτώσει, το 1955 ο Aron ανέλυε τους τρεις μύθους στους οποίους στηρίχθηκε ο πολιτισμός του 20ού αιώνα: τον μύθο του αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος και του αριστερού μονοπωλίου της προόδου, τον μύθο της αναγκαιότητας της επανάστασης και τον μύθο της πρωτοπορίας του προλεταριάτου. O Aron σχολίαζε το θάμβος των διανοουμένων για τον μαρξισμό, κάνοντας τον εύλογο παραλληλισμό μεταξύ θρησκείας και κομμουνισμού, μεταξύ Εκκλησίας και κομμουνιστικών κομμάτων: η ουσία ήταν πως ο κομμουνισμός δεν άργησε να γίνει το όπιο του λαού —και μαζί των διανοουμένων που τον διέδιδαν ως δόγμα. Σιγά σιγά, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκε το γνώριμο Κατεστημένο: οι διανοούμενοι στηλίτευαν την παραμικρή δυσλειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ενώ δικαιολογούσαν όλα τα εγκλήματα του κομμουνισμού — ο Roland Barthes επισκέφτηκε τη Λαϊκή Κίνα, τη βρήκε θεσπέσια, και επιστρέφοντας στη Γαλλία με την Air France, αντί να σκύψει και να φιλήσει το χώμα, παραπονέθηκε στην αεροπορική εταιρεία για την κακή ποιότητα του φαγητού. Voilà.

Η ισλαμοαριστερά είναι απόρροια λανθασμένων αναλύσεων και, προπάντων, του μίσους για τη Δύση· του μίσους για τον ίδιο μας τον εαυτό

Στην πορεία του 20ού αιώνα, η αριστερά αγκάλιασε το Ισλάμ. Καθώς μερικές χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, ιδιαίτερα εκείνες του Μαγκρέμπ, απέκτησαν εθνική ανεξαρτησία, η αριστερά λησμόνησε ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού και αποδέχτηκε τον ισλαμισμό ως αντι-αποικιοκρατικό εργαλείο: δεν θέλησε να κατανοήσει τη φύση του, ούτε ενδιαφέρθηκε για την πολιτική του ιστορία. Εξάλλου, με τη συνηθισμένη επιλεκτική τυφλότητα και με χαρακτηριστική αφροσύνη είδε τον μουσουλμανικό κόσμο ως ενιαία οντότητα συγχέοντας τον αντι-αποικιακό και αντιδυτικό του χαρακτήρα στην Αφρική με τον κατακτητικό του χαρακτήρα στην Τουρκία, στο Ιράν και στις πετρομοναρχίες. Η ισλαμοαριστερά είναι απόρροια τέτοιων λανθασμένων αναλύσεων και, προπάντων, του μίσους για τη Δύση· του μίσους για τον ίδιο μας τον εαυτό. Στη συνέχεια, το πράγμα επιδεινώθηκε και μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο όταν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν προτίμηση στις ισλαμιστικές δυνάμεις όπου αυτές πολεμούσαν τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η επιδείνωση και το μπέρδεμα συνεχίστηκαν στη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, μια ακόμα αυταπάτη την οποία μοιράστηκαν οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι με την υπερχειλίζουσα καλοσύνη.

Η ιερή συμμαχία Ισλάμ και αριστεράς εμμένει παρά τις διαψεύσεις: ούτως ή άλλως, η αριστερά πιστεύει σε ένα δόγμα· σπανίως αλλάζει οπτική υπό το φως των γεγονότων. Επιπροσθέτως, εφόσον φρονεί ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, είναι πολύ δύσκολο να καταδικάσει οποιαδήποτε βαρβαρότητα: συνήθως η θέση που υιοθετεί, ακόμα και στη μικροκλίμακα της καθημερινής παραβατικότητας, αφαιρεί την ατομική ευθύνη — η Χαμάς «αναγκάζεται» να διαπράττει σφαγές όπως ο δήθεν φτωχός νεαρός από τη δήθεν λαϊκή γειτονιά «αναγκάζεται» να με απειλήσει με μαχαίρι για να μου κλέψει το πορτοφόλι. Μάλιστα, ελλείψει σύγχρονου προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες χώρες, η αριστερά έχει αποδώσει τον ρόλο του Μεσσία στον έξαλλο Αλγερινό που, με τη σειρά του, δήθεν καταδυναστεύεται ακόμα από τους Γάλλους (στην πραγματικότητα, η Γαλλία στέλνει στην Αλγερία 1,8 δις ετησίως: το τσεπώνουν οι ιμάμηδες), στον έξαλλο Παλαιστίνιο, στον οποιοδήποτε ισλαμιστή νιώθει καταπιεσμένος και εξεγείρεται. Η εξέγερση χειροκροτείται ως πράξη δικαιοσύνης ανεξαρτήτως του αν η καταπίεση είναι αληθινή ή φαντασιακή. Με αυτούς τους συλλογισμούς, οι αριστεροί διανοούμενοι, δηλαδή η σχετική πλειονότητα των διανοουμένων, παρατηρεί με ψυχρό βλέμμα την πολιτική του Ισλάμ έναντι της Δύσης: πολλοί εξ αυτών εύχονται την καταστροφή της· είναι οι ίδιοι και οι επίγονοι εκείνων που χειροκρότησαν την ισλαμιστική επανάσταση στο Ιράν ζητωκραυγάζοντας Κάτω ο Σάχης, ζήτω οι μουλάδες! Ούτε γι’ αυτή την ανατριχιαστική λεπτομέρεια του 20ού αιώνα έχω ακούσει λόγια μεταμέλειας εκ μέρους της ευρωπαϊκής αριστεράς: κι όμως, το 1978-79 δεν ήταν δύσκολο να δει κανείς ότι, ενώ το καθεστώς του Σάχη έδειχνε κάποια πρόθεση για μεταρρυθμίσεις, οι μουλάδες ξεσηκώθηκαν εναντίον του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού. Στις εν λόγω ασυνάρτητες εκτιμήσεις συμβάλλει πάντοτε το ότι οι αριστεροί διανοούμενοι ερμηνεύουν τα γεγονότα με οικονομικούς όρους προσβλέποντας στη βελτίωση των οικονομικών και εργασιακών συνθηκών του λαού. Πίστευαν όμως το ‘79 ότι οι ισλαμιστές θα οργάνωναν με τέτοιο τρόπο την ιρανική οικονομία και κοινωνία ώστε να βελτιωθούν αυτές οι συνθήκες; Δεν νομίζω. Απλώς, τους στήριξαν ως εχθρούς της Δύσης, ως φορείς του πλέον θηριώδους αντιδυτισμού. Από το 1947-48, στην εργαλειοθήκη τους προσετέθη ο αντισιωνισμός (που είχε παραμεριστεί για λίγο εξαιτίας της ναζιστικής γενοκτονίας), ο οποίος, σε πλείστες περιπτώσεις απορρέει από παραδοσιακό αντισημιτισμό χριστιανικού ή/και συνωμοσιολογικού τύπου. Παρένθεση: ο όρος «αντισημιτισμός» παραείναι ρετρό· χρησιμοποιούνταν στη Γερμανία από τον 18ο αιώνα για να περιγράψει την απέχθεια προς τους Εβραίους· σημίτες είναι και οι Άραβες, πράγμα που θα έπρεπε να έχει κάποια σπουδαιότητα για τη συμφιλίωσή τους —κλείνω την παρένθεση.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, σήμερα, η ισλαμοαριστερά αποτελεί μεγάλη δύναμη επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και την πολιτική. Όπως κάποτε η αριστερά αρνούνταν να δει τις εγγενείς αντιφάσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού, εδώ και δεκαετίες αρνείται να δει, να αναγνωρίσει και να ονοματίσει τον ισλαμοφασισμό: πασχίζει να τον εξωραΐσει, αποδίδει τις «υπερβολές» του αποκλειστικά στην πολιτική της Δύσης και του Ισραήλ· προπάντων, φοβάται μήπως συμφωνήσει επί του θέματος με την (ακρο)δεξιά ή με όσους κατηγοριοποιούνται ως ακροδεξιοί επειδή υπερασπίζονται το κοσμικό κράτος και τις ατομικές ελευθερίες. Προφανώς η αριστερά δεν καταλαβαίνει ότι δεν εκτυλίσσεται «απλώς» ένας πόλεμος πολιτισμών (η έκφραση έχει καταντήσει καραμέλα), αλλά πόλεμος εδαφών: τόσο η Ρωσία, όσο και το διεθνές Ισλάμ, έχουν στόχο την καταστροφή της Δύσης· η Ρωσία επετέθη σ’ έναν αδύναμο κρίκο στο «εξωτερικό»· το Ισλάμ επιτίθεται εντός των τειχών —και γιατί όχι: είμαστε τρομαγμένα ανθρωπάκια· είμαστε σαν τυφλά νεογέννητα γατάκια, όπως έλεγε κι ο μεγάλος Στάλιν.