- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Καμπανάκι» από Scope για το κόστος των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα
Στα 1,66 δισ. ευρώ το κόστος για φέτος - Η περίπτωση της Αττικής
Scope: Εφιαλτικά σενάρια για τις πυρκαγιές στην Ελλάδα – Σε κίνδυνο τα προάστια της Αττικής
Ζημιές σε περιουσίες αξίας περίπου 4,1 δισ. ευρώ σε όλη την Ευρώπη προκάλεσαν οι δασικές πυρκαγιές κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, με 1,66 δισ. ευρώ στην Ελλάδα και 871 εκατ. ευρώ στην Ισπανία.
Αν και δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν, οι ζημιές αυτές, που αντιστοιχούν στο 0,8% του ΑΕΠ του 2022 στην περίπτωση της Ελλάδας, θα μπορούσαν να γίνουν πολύ λιγότερο ασυνήθιστες τις επόμενες δεκαετίες, εάν οι πυρκαγιές γίνουν πιο συχνές και πιο σοβαρές λόγω της κλιματικής αλλαγής, προβλέπει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση της Scope.
Η Scope εξετάζει τον κίνδυνο πυρκαγιών στην Ελλάδα ως μια μελέτη για το ενδεχόμενο αύξησης του κόστους που σχετίζεται με το κλίμα σε περιοχές με θερμά και ξηρά καλοκαίρια, όπως η Μεσόγειος. Aναλύει μάλιστα διάφορα σενάρια για να εκτιμήσει τη μελλοντική πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιών και τις σχετικές ζημιές με βάση τρία κλιματικά σενάρια, χρησιμοποιώντας ένα δικό της μοντέλο, συγκρίνοντας το με τις μέσες ιστορικές ζημιές μεταξύ 2006 και 2023.
Αντί να προεκτείνει απλώς τα προηγούμενα επίπεδα ζημιών από πυρκαγιές, η Scope προτιμά να εξετάσει τις δυνητικά μεγαλύτερες ζημιές που θα μπορούσαν να προκύψουν εάν οι πυρκαγιές φτάσουν σε μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές, όπως η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας.
Oι ετήσιες αναμενόμενες ζημιές από πυρκαγιές θα μπορούσαν να είναι 46% υψηλότερες το 2026-2030 στην Ελλάδα από τις ζημιές του 2023. Μέχρι το 2046-2050, οι ετήσιες αναμενόμενες ζημιές θα μπορούσαν να αποδειχθούν 56% υψηλότερες απ΄ό,τι θα ήταν φέτος, σύμφωνα με το ακραίο σενάριο.
Ένας εν δυνάμει επιβαρυντικός παράγοντας για το οικονομικό κόστος των μελλοντικών πυρκαγιών στην Ελλάδα είναι η έλλειψη ασφαλιστικής κάλυψης. Μόνο το 9% των ζημιών από πυρκαγιές καλύφθηκε από ασφάλιση την περίοδο μεταξύ 1990 και 2019. Ελλείψει κυβερνητικής παρέμβασης, οι ζημίες θα επιβαρύνουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και τις εγχώριες τράπεζες, με πιθανές ευρύτερες επιπτώσεις στον δανεισμό στην Ελλάδα.
Το μακροπρόθεσμο κόστος των πυρκαγιών θα αυξηθεί στην Ελλάδα
Η Ελλάδα βιώνει εδώ και καιρό καιρικές συνθήκες που μπορούν να βοηθήσουν την έναρξη, την εξάπλωση και τη διατήρηση των πυρκαγιών, όπως πολλές χώρες της Μεσογείου. Ένας δείκτης των σχετικών μετεωρολογικών συνθηκών είναι ο Δείκτης Καιρού – Πυρκαγιάς (FWI), ο οποίος λαμβάνει υπόψη διάφορες μεταβλητές που επηρεάζουν την έκβαση των πυρκαγιών. Η Ελλάδα είναι μία από τις πολλές περιοχές με τις υψηλότερες τιμές FWI στην Ε.Ε. Αυτός ο υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες καμένες εκτάσεις.
Σε σύγκριση με τις ιστορικές περιόδους πυρκαγιών, η περίοδος πυρκαγιών του 2023 ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, με εστίες στη Ρόδο, τον Έβρο και κοντά στην Αθήνα. Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου είχαν καεί περισσότερα από 173.000 εκτάρια.
Με βάση τις ζημιές από πυρκαγιές για το 2023 και θεωρώντας ότι οι ζημιές από πυρκαγιές είναι ανάλογες με τα τετραγωνικά χιλιόμετρα καμένης έκτασης, η Scope εκτιμά ότι οι μέσες ετήσιες ζημιές από πυρκαγιές θα ανέλθουν σε 484 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2006-2023.
Προβλέψεις με τη μέθοδο των αναμενόμενων ζημιών
Η εκτίμηση των ζημιών με βάση την έκταση των ζημιών που προκλήθηκαν το 2023 και μόνο στην καμένη έκταση έχει το μειονέκτημα ότι σε κάθε περιοχή αποδίδεται το ίδιο χρηματικό κόστος, ενώ το κόστος είναι πολύ συγκεκριμένο για κάθε περιοχή και εξαρτάται από τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εκεί.
Στην Ελλάδα, το κεφάλαιο είναι συγκεντρωμένο σε διάφορες αστικές περιοχές, με την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας να είναι η πιο σημαντική. Μια πυρκαγιά που φτάνει στα προάστια των μεγάλων πόλεων μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες οικονομικές ζημιές από αυτές που έχουν παρατηρηθεί ιστορικά. Αν και η πιθανότητα ενός τέτοιου γεγονότος είναι μικρή, ο αντίκτυπός του θα ήταν τεράστιος. Η Scope θεωρεί το παραπάνω ως ένα γεγονός χαμηλής πιθανότητας, υψηλής επίπτωσης όμως.
Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει το moneyreview.gr, προβλέπει επίσης τις ζημίες από πυρκαγιές χρησιμοποιώντας μια μέθοδο αναμενόμενων ζημιών, η οποία βασίζεται στην πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, στα περιουσιακά στοιχεία που εκτίθενται και στις ζημίες που προκαλούνται σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς.
Με βάση τις εκτιμήσεις της για τον κίνδυνο πυρκαγιάς, τις συναρτήσεις ζημιών από πυρκαγιές και τις εκτιμήσεις παραγόμενου κεφαλαίου από την Παγκόσμια Τράπεζα, οι ετήσιες αναμενόμενες ζημίες από πυρκαγιές θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 2,4 δισ. ευρώ την περίοδο 2026-2030 και να αυξάνονται σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2031-2040 σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 2,8 δισ. ευρώ το 2046-2050, υπερβαίνοντας το υψηλό κόστος των πυρκαγιών το 2023.
Τα προάστια της Αττικής διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο
Μεγάλο μέρος του οικονομικού κεφαλαίου της Ελλάδας είναι συγκεντρωμένο στην Αθήνα και γύρω από αυτήν. Αν επαναλάβει την ίδια άσκηση αλλά αφήσει έξω την περιοχή της Αθήνας, τότε διαπιστώνεται ότι οι ετήσιες αναμενόμενες απώλειες κυμαίνονται μεταξύ 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο 2026-2030 και 1,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2046-2050. Ενώ αυτή η ετήσια αναμενόμενη ζημία είναι χαμηλότερη από τις ζημίες από πυρκαγιές του 2023, παραμένει πολύ υψηλότερη από την εκτιμώμενη μέση ετήσια ζημία ύψους 484 εκατ. ευρώ κατά την περίοδο 2006-2023.
Το κέντρο της Αθήνας και τα προάστια που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση έχουν σχετικά χαμηλές αναμενόμενες ζημιές, λόγω του χαμηλότερου κινδύνου πυρκαγιάς σε σύγκριση με τις γύρω περιοχές, καθώς υπάρχει λιγότερη εύφλεκτη βλάστηση, ενώ οι συμπαγείς πόλεις μπορεί να είναι λιγότερο ευάλωτες, καθώς είναι καλύτερα προστατευμένες λόγω της μικρότερης έκτασης.
Ωστόσο, η έκθεση των λιγότερο πυκνοκατοικημένων προαστίων και των αγροτικών περιοχών είναι σημαντικά υψηλότερη από εκείνη του κέντρου της πόλης.