Πολιτικη & Οικονομια

Ποιος Κασσελάκης;

Γιατί σήμερα τη φιλελεύθερη δημοκρατία απειλεί μάλλον η άκρα δεξιά παρά η, σταλινική ή παλαβή, αριστερά

Γιάννης Στεφανίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο κίνδυνος της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη και την Ελλάδα, η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η «αντισυστημική» ψήφος.

Ο χώρος: παράρτημα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης· τα πρόσωπα: μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια και ένας πενηντάρης συμβασιούχος τετράωρης απασχόλησης με δεύτερη εργασία. Ο χρόνος: παραμονές των εκλογών του Μαΐου 2023. Ο εργαζόμενος κύριος δηλώνει την πρόθεσή του να ψηφίσει το «κόμμα Κασιδιάρη» εφόσον ο Άρειος Πάγος τού έδινε τη δυνατότητα. Τον γοητεύει, λέει, η ικανότητα του επίδοξου αρχηγού «να ρίχνει ξύλο». Η φοιτήτρια επιχειρεί να υποδείξει στον συνομιλητή της ότι μπορεί να διοχετεύσει τον θυμό του σε πιο «προοδευτική» κατεύθυνση. Ο εργαζόμενος παραδέχεται ότι τον θέλγει και ο Πολάκης, που «τους τα χώνει χοντρά». Η φοιτήτρια επιμένει στα δικά της, διότι θεωρεί ως μόνο γνήσιο φορέα διαμαρτυρίας το κόμμα του σύντροφου Κουτσούμπα. Ο εργαζόμενος κύριος δείχνει να το σκέφτεται…

Η, κατά τα φαινόμενα, αμφιταλάντευση του εν λόγω κυρίου μεταξύ Κασιδιάρη, Πολάκη και, ενδεχομένως, Κουτσούμπα αποτυπώθηκε, σχηματικά, στη στάση μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος: Στις εκλογές του Ιουνίου, οι συνδυασμοί στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας συγκέντρωσαν περί το 14,3%, ποσοστό εφάμιλλο με το 14,1% της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, αλλά και συγκρίσιμο με το 17,8% του κόμματος των κυρίων Τσίπρα, Πολάκη και, εσχάτως, Κασσελάκη.

Συγκρινόμενα με τα αποτελέσματα του Μαΐου, τα στοιχεία αυτά δείχνουν σαφή ανοδική τάση της Άκρας Δεξιάς: Παρά την τριχοτόμησή της, το συνολικό ποσοστό της εμφανίζεται διπλάσιο του αντίστοιχου που είχαν συγκεντρώσει δύο, κατά βάση, σχηματισμοί, η Ελληνική Λύση και η Χρυσή Αυγή, τον Ιούλιο του 2019. Μικρότερη αλλά αισθητή άνοδο σημείωσαν και τα ποσοστά της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς (από 11,7% σε 14,1%).

Σήμερα, περίπου τρεις μήνες μετά τις εκλογές, και αφού τη χώρα έπληξαν με μανία η φωτιά και το νερό, η δημόσια συζήτηση αναλώνεται στο «φαινόμενο Κασσελάκη». Τι δείχνουν, όμως, τα εκλογικά στοιχεία; Ότι η «κυβερνώσα Αριστερά» βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση· πτώση η οποία ευνοεί την εξωκυβερνητική Αριστερά, ιδίως το ΚΚΕ, χωρίς, όμως, να εμφανίζει τη δυναμική του άλλου άκρου στο πολιτικό φάσμα. Με άλλα λόγια, η Άκρα Δεξιά διεκδικεί μεγάλη μερίδα χολωμένων – ή φοβισμένων – ψηφοφόρων, οι οποίοι στο παρελθόν «αγόρασαν» από το παζάρι του εθνολαϊκισμού, είτε στην πολάκεια είτε στην «καμμένη» εκδοχή του· με κορυφαία στιγμή το δημοψήφισμα του 2015.

Σήμερα, εκτιμώ ότι η προσοχή των νικητών στις τελευταίες εκλογές καλό είναι να στραφεί στα δεξιά τους. Όχι μόνο διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εμπλακεί σε μια δίνη εσωστρέφειας, ίσως παρατεταμένη και με, προς το παρόν, άδηλη έκβαση· όχι μόνο διότι το ΚΚΕ ακόμα απέχει από την ανάληψη «αντισυστημικής δράσης» – αν και δεν μπορεί να παραμένει στο ιδεολογικό απυρόβλητο χωρίς κόστος για τη δημοκρατία. Κυρίως πρέπει να ασχοληθούμε με το κοινό της Άκρας Δεξιάς διότι η Ελλάδα, έστω με σημαντική καθυστέρηση, δείχνει έτοιμη να ακολουθήσει το παράδειγμα της υπόλοιπης Ευρώπης όπου απέκτησε υπολογίσιμη δύναμη.

Εξηγούμαι: Κατά την προηγούμενη δεκαετία, στην Ελλάδα βασικός υποδοχέας της ψήφου διαμαρτυρίας («αντισυστημικής») υπήρξε η λαϊκίζουσα Αριστερά του κυρίου Τσίπρα. Αντίθετα, στην Ευρώπη, με μερική εξαίρεση τους Podemos της Ισπανίας, οι ωφελημένοι από τα πάσης φύσεως αισθήματα ανασφάλειας που γεννούν η παγκοσμιοποίηση, οι κύκλοι του καπιταλισμού, το μεταναστευτικό ή η σύγκρουση πολιτισμών, ήταν – και παραμένουν – κινήματα της Άκρας Δεξιάς.

Φυσικά, κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της. Στην Ελλάδα, οι κλασικές, κάθετες διαιρετικές τομές Δεξιάς - Κέντρου - Αριστεράς τέμνονται από τον οριζόντιο άξονα «μεταρρυθμιστών» - «αντιμεταρρυθμιστών»: Με τον πρώτο όρο αναφέρομαι σε εκείνους που είναι διατεθειμένοι να ξεβολευτούν και να αναθεωρήσουν κατεστημένες αντιλήψεις, προκειμένου η χώρα να προσεγγίσει το πρότυπο του αποτελεσματικού κοσμικού κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας — με τον δεύτερο όρο περιγράφω ένα ευρύ φάσμα πολιτών που αντιπαθούν τη Δύση και ονειρεύονται κάποιου είδους «Ανατολή»• ορθόδοξη, κομμουνιστική ή απλώς μυθική.

Διαχρονικά, το αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα υπήρξε μάλλον πλειοψηφικό. Οι μεταρρυθμιστές είχαν την ευκαιρία τους όταν το πράγμα έφτανε στο μη παρέκει και, κατά κανόνα, με τη βοήθεια του εκλογικού συστήματος.

Στο σημερινό κόμμα εξουσίας μια μεταρρυθμιστική συνιστώσα, η οποία έχει αναδείξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό, συνυπάρχει με πολύ πιο, ας τις ονομάσουμε, «παραδοσιακές» τάσεις. Ο κίνδυνος να διαβρωθεί αυτή η συνύπαρξη, που έδωσε τη σχετική πλειοψηφία στις πρόσφατες εκλογές, δεν προέρχεται από τη διεισδυτική ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ. Διαφαίνεται ο κίνδυνος η Άκρα Δεξιά να κατορθώσει να εκμεταλλευτεί τη διάχυτη ανασφάλεια μπροστά στα πραγματικά προβλήματα (κόστος ζωής, κρατική ανεπάρκεια, εξωτερικές προκλήσεις) με κύριο μοχλό όχι την «ταξική συνείδηση», αλλά την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα ανθρώπων χολωμένων και φοβισμένων. Πόσο μάλλον αν βρεθεί μια νέα πολιτική persona, ικανή να προσελκύσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων. Ίσως είναι θέμα χρόνου.