Πολιτικη & Οικονομια

Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου

Περί αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή

Σώτη Τριανταφύλλου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αρχή «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» καθόρισε τη στρατηγική των ΗΠΑ από τις πρώτες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου. Πιο πρόσφατα, εφαρμόστηκε στη Μέση Ανατολή (και πέραν αυτής, στην Κεντρική Ασία), όπου, μετά από μια σειρά λανθασμένων και πρόχειρων δυτικών επιχειρήσεων, το Ισλαμικό Κράτος δρα ελεύθερα προσπαθώντας να μετατρέψει το υπάρχον shell-state σε «κανονικό» κράτος. Η κακή στρατηγική των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα –ή η απουσία στρατηγικής- ενίσχυσε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό με αποτέλεσμα το Ισλαμικό Κράτος να επανασχεδιάζει τον χάρτη της περιοχής στην πορεία του προς μια ισλαμική δυστοπία. Οι ΗΠΑ και η Δύση, όχι μόνον υποτίμησαν τον κίνδυνο, αλλά υποστήριξαν σκοταδιστικές και πολεμοχαρείς δυνάμεις στο πλαίσιο μιας αναχρονιστικής λογικής Ψυχρού Πολέμου.

Όπως έχει γίνει γνωστό, οι κυβερνώσες ελίτ αγνόησαν για πολύ καιρό τις πληροφορίες της αμερικανικής αντικατασκοπίας – και στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, περιέργως, εξεπλάγησαν μολονότι φιλοξενούσαν τρομοκράτες στο έδαφός τους και τα σύνορά τους ήταν διάτρητα. (Παραμένουν διάτρητα). Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Τζορτζ Μπους ακουγόταν σαν ιεροκήρυκας: με κηρύγματα Παλαιάς Διαθήκης, προειδοποιούσε ότι οι «κακοί» - ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και οι Ταλιμπάν - θα πληρώσουν για τις αμαρτίες τους. Λες και η αμερικανική πολιτική είναι αγώνας μεταξύ Καλού και Κακού ή λες και είμαστε έτοιμοι για καινούργιες σταυροφορίες.

Ο πρόεδρος Μπους απέφυγε την πιο κατάλληλη αμερικανική φράση: sow the wind, reap the whirlwind. Όχι ότι οι ΗΠΑ έσπειραν τους Ταλιμπάν: οι Ταλιμπάν και γενικότερα ο ισλαμικός φανατισμός υπήρχε από την εποχή του εξισλαμισμού της περιοχής και του σχίσματος μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Αυτό που σίγουρα έκαναν οι ΗΠΑ ήταν να γαλουχήσουν μια αρχαϊκή ιδεολογική δύναμη, η οποία είχε υιοθετήσει αντι-αποικιακές και αντι-σοβιετικές θέσεις σε διαφορετικές εποχές στην Ιστορία. Έγιναν σοβαρά σφάλματα: οι ΗΠΑ δημιούργησαν συμμαχίες με μοναδικό κριτήριο τον αντικομμουνισμό° ξεκίνησαν πολέμους εναντίον εχθρών για τους οποίους δεν ήξεραν τίποτα° έπεσαν σε πολλές από τις στρατηγικές παγίδες του Βιετνάμ° και αντί να επιλέξουν μια πιο απομονωτική στάση - για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από πολέμους φθοράς, στρατιωτικές σπατάλες και την εκτίναξη του διεθνούς αντιαμερικανισμού- ενεπλάκησαν σε περαιτέρω στρατιωτικά αδιέξοδα.

Η τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου συνέπεσε με τα γεγονότα του 1978, όταν το κοσμικό Λαϊκό Κόμμα (PDPA) πήρε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα στο Αφγανιστάν (η λεγόμενη Επανάσταση Σαούρ): το PDPA προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις που αποξένωσαν τους αναλφάβητους και υπερ-ευσεβείς χωρικούς και βοσκούς, ενώ, την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον άρχισε να εξοπλίζει τους αντεπαναστάτες μουτζαχεντίν τους οποίους οργάνωναν οι γαιοκτήμονες και το σκληροπυρηνικό μουσουλμανικό κατεστημένο. Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 1979 για να υπερασπιστούν την πολιορκημένη κυβέρνηση PDPA, η Ουάσιγκτον ενέτεινε την υποστήριξή της στους «αγωνιστές της ελευθερίας» (“freedom fighters” σύμφωνα με την οργουελική ορολογία του προέδρου Ρέιγκαν το 1985). Μεταξύ 1978 και 1992, οι ΗΠΑ διοχέτευσαν τουλάχιστον 6 δις δολάρια στις φατρίες των μουτζαχεντίν. Μέχρι το 1987, 65.000 τόνοι οπλισμού έφταναν από τις ΗΠΑ σε ετήσια βάση. Όσο για την σαουδαραβική μοναρχία - η οποία βρισκόταν, και εξακολουθεί να βρίσκεται, κοντά στον ισλαμιστικό εξτρεμισμό (της ποικιλίας του ουαχαμπισμού) – συναγωνιζόταν τις αμερικανικές εισφορές στους μουτζαχεντίν. Το σχέδιο των ΗΠΑ αγκάλιασε και ο Πακιστανός δικτάτορας Ζία ουλ Χακ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προωθούσε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό στη δική του χώρα.

Η Ουάσιγκτον έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στην πρόοδο του Πακιστάν στην κατεύθυνση της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων και, μαζί με τη Σαουδική Αραβία, διοχέτευε το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας προς τους μουτζαχεντίν μέσω της Διυπηρεσιακής Διεύθυνσης Πληροφοριών του Ζία (ISI). Οι πιο εξτρεμιστικές ομάδες μουτζαχεντίν πήραν τη μερίδα του λέοντος από τα όπλα και τους πόρους - με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον. Εν τω μεταξύ, η Σοβιετική Ένωση φαινόταν όλο και πιο αδύναμη: η παρουσία της στο Αφγανιστάν δεν βοηθούσε ούτε την οικονομία της, ούτε τη διεθνή εικόνα της.

Το 1986, η CIA συμφώνησε να συνεργαστεί με το Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία με σκοπό την επέκταση διεθνούς δικτύου για τη στρατολογία ξένων φανατικών μουσουλμάνων στους μουτζαχεντίν. Αυτές οι στρατολογίες έγιναν κατά κύριο λόγο από τις αραβικές χώρες και το Πακιστάν, αλλά και από την Κεντρική και τη Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική. Στο Πακιστάν, η ISI - μέσω της Μaktab al Khidamat (Γραφείο Υπηρεσιών) το οποίο διηύθυνε ο Μπιν Λάντεν αυτοπροσώπως - κατένειμε τους νεοσύλλεκτους και μοίραζε στους μουτζαχεντίν τα χρήματα της CIA και της Σαουδικής Αραβίας καθώς και όπλα αμερικανικής κατασκευής. Με τα χρήματα αυτά, η ISI έκτισε στρατόπεδα για «εκπαιδευόμενους» στο εσωτερικό του Αφγανιστάν, όπου Πακιστανοί και Σαουδάραβες θρησκευτικοί αγκιτάτορες τούς κατήρτιζαν ιδεολογικά, ενώ η CIA και η βρετανική SAS παρείχαν εκπαίδευση σε αντάρτικο πόλεων και ανταρτοπόλεμο. Ο στρατιωτικός ηγέτης του Πακιστάν, στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ, πέρασε επτά χρόνια στην Special Services Group (SSG) και συμμετείχε στη διαδικασία στρατολόγησης των αντι-PDPA Κόντρας. Σύμφωνα με την Washington Post, «αδιάκοπη ροή» ειδημόνων της CIA και του Πενταγώνου κατέφθαναν στην έδρα της ISI για να συντονίσουν την κατάρτιση και τις επιχειρήσεις των μουτζαχεντίν.

Έτσι, περίπου 100.000 αλλοδαποί ισλαμιστές μαχητές συνέρρευσαν στις συνοριακές ερήμους του Πακιστάν από το 1982 μέχρι το 1992. Σ’ αυτούς προσχώρησαν άλλες 120.000 Πακιστανοί μουσουλμάνοι αντικομμουνιστές και απελπισμένοι Αφγανοί πρόσφυγες που γράφτηκαν στα ισλαμικά σχολεία (madrassahs) τα οποία χρηματοδοτεί (ακόμα) η Σαουδική Αραβία και που ελέγχονται από τα ισλαμικά κόμματα του Πακιστάν (ακόμα). Σ’ αυτά τα σχολεία η κατήχηση εμπνεόταν από την ουαχαμπιτική αίρεση των Σαουδαράβων ηγεμόνων. Στη συνέχεια, 35.000 αλλοδαποί και δεκάδες χιλιάδες Πακιστανοί και Αφγανοί επιλέχθηκαν από τις madrassah για εκπαίδευση από τη CIA και την ISI προκειμένου να αγωνιστούν με τους μουτζαχεντίν. Έτσι, διαμορφώθηκαν οι πιο εξτρεμιστικές φατρίες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του μουλά Μοχάμεντ Ομάρ που αργότερα ανεδείχθη ηγέτης των Ταλιμπάν.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1989, έφυγαν από το Αφγανιστάν τα τελευταία σοβιετικά στρατεύματα. Η περιπέτεια του Αφγανιστάν ήταν η χαριστική βολή για την αυτοκρατορία που έτριζε. Ωστόσο, οι μουτζαχεντίν δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την κυβέρνηση του PDPA για άλλα τρία χρόνια: τελικά, κατέρρευσε τον Απρίλιο του 1992, όταν η Μόσχα σταμάτησε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας ως μέρος συμβιβασμού με την Ουάσινγκτον. Το σοβιετικό καθεστώς είχε ήδη τελειώσει μετά τις αποτυχίες της περεστρόικα και την πίεση της Δύσης.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανατροπή της κυβέρνησης PDPA, το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον στο Αφγανιστάν εξασθένισε. Οι βάναυσοι μουτζαχεντίν συμμορίτες είχαν υπηρετήσει τον σκοπό τους σε ό,τι αφορούσε τις ΗΠΑ. Η CIA άφησε τη διαχείρισή τους στην ISI. Ωστόσο, ενώ η υποστήριξη των ΗΠΑ στους μουτζαχεντίν έληξε επισήμως το 1992, οι πολιτοφυλακές διατηρούσαν τεράστια αποθέματα αμερικανικών όπλων και κεφαλαίων: από το 1979, οι ΗΠΑ είχαν κάνει την πάπια στο λαθρεμπόριο οπίου, το οποίο είχαν αναπτύξει οι Κόντρας σε συνεργασία με τον στρατό του Πακιστάν και της ISI.

Στο εσωτερικό στο Αφγανιστάν, αφού οι μουτζαχεντίν κατέλαβαν την Καμπούλ το 1992, οι πολέμαρχοι επιτέθηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Η χώρα τεμαχίστηκε σε αντιμαχόμενα φέουδα και η Καμπούλ κυβερνήθηκε από μια διαδοχή τρελών του θεού. Απογοητευμένος από το χάος, ο πακιστανικός στρατός απέσυρε την υποστήριξη από το καθεστώς των μουτζαχεντίν και το 1994 ίδρυσε τους Ταλιμπάν. (Υπενθυμίζω εδώ ότι το Πακιστάν θεωρείται σύμμαχος των ΗΠΑ). Αρχικά, πολλοί Αφγανοί καλωσόρισαν τους νέους μαχητές με τη μάταιη ελπίδα ότι θα απέρριπταν την κτηνωδία και τη διαφθορά των προκατόχων τους. Αλλά, πού τέτοια τύχη. Με τη βοήθεια του Ισλαμαμπάντ, οι Ταλιμπάν απέκτησαν γρήγορα στρατό 25.000 μαχητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πρόσφυγες που είχαν φοιτήσει στις πακιστανικές madrassahs, εξ ου και το όνομα «Ταλιμπάν» («σπουδαστές»).

Σύμφωνα με τον Ahmed Rashid, ανταποκριτή της Far Eastern Economic Review και συγγραφέα του Taliban: Islam, Oil and the New Great Game in Central Asia, μεταξύ 1994 και 1997 η Ουάσιγκτον «επέτρεψε αθόρυβα στο Πακιστάν και στη Σαουδική Αραβία να υποστηρίξουν τους Ταλιμπάν» και καλωσόρισαν τη νίκη τους στον Σεπτέμβριο τον 1996. Σε αυτό που Rashid περιγράφει ως «romancing the Taliban», για μια ακόμη φορά τα συμφέροντα των ΗΠΑ υπερίσχυσαν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ έκαναν μόκο για τη θεσμοθετημένη βαρβαρότητα των Ταλιμπάν - ιδίως σε βάρος των γυναικών – καθώς και για τις σφαγές εθνοτικών μειονοτήτων και Σιιτών. Και όπως ανέφεραν ήδη, έκαναν μόκο και για το εμπόριο ναρκωτικών των Ταλιμπάν. Οι ΗΠΑ φαίνονταν τυφλωμένες από το hangover του Ψυχρού Πολέμου.

Η αμερικανική κυβέρνηση ήλπιζε ότι θα μπορούσε να κατασκευάσει αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου, αξίας 4,5 δις, από το Τουρκμενιστάν προς την Αραβική Θάλασσα μέσω του Αφγανιστάν και του Πακιστάν – αν φυσικά οι Ταλιμπάν τερμάτιζαν τον εμφύλιο πόλεμο. Η αμερικανική εταιρεία πετρελαίου Unocal και η σαουδαραβική Delta Oil είχαν ήδη υπογράψει συμφωνία με τους Ταλιμπάν για ένα από τα έργα ύψους 2 δις. (Ωραίες συναναστροφές: η Unocal τελικά απεσύρθη.)

Η Ουάσιγκτον φάνηκε να πιστεύει (παραλόγως) ότι οι Ταλιμπάν ήταν μια ευκαιρία για σταθερότητα στην περιοχή. Ο Rashid προσθέτει ότι η Ουάσιγκτον τούς θεωρούσε βολικό εργαλείο για τη διαχείριση της ιρανικής επιρροής στην Κεντρική Ασία και προσδοκούσε (ξανά παραλόγως) ότι θα χαλιναγωγούσαν τους ισλαμιστές μαχητές που είχαν καταφύγει στο Αφγανιστάν - ιδιαίτερα εκείνους που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην ανατροπή καθεστώτων «φιλικών» προς τις ΗΠΑ – μολονότι, θα επιμείνω ότι, παρά τους ευσεβείς πόθους και τη δήθεν υψηλή διπλωματία, δεν υπάρχουν μουσουλμανικά καθεστώτα φιλικά προς τις ΗΠΑ.

Και ω του θαύματος, το 1998 η Ουάσιγκτον στράφηκε εναντίον των Ταλιμπάν – ένα είδος επιφοίτησης: οι ΗΠΑ απάντησαν με πυραύλους όταν οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, να αναχαιτίσουν τους φονταμενταλιστές εντός των συνόρων του Αφγανιστάν. Μεταξύ αυτών ο πιο διαβόητος ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Έτσι, ο Μπιν Λάντεν υποβιβάστηκε από «μαχητή της ελευθερίας» στη δεκαετία του 1980 σε «εγκέφαλο της τρομοκρατίας»: η Ουάσινγκτον είχε στα χέρια της, σαν τον Φρανκενστάιν, ένα τέρας - που απειλούσε τα αμερικανικά συμφέροντα και τις δυτικές αξίες.

Η «ενεργειακή ασφάλεια» έχει γίνει πασπαρτού, που σύμφωνα με τις χονδροειδείς μαρξίζουσες αναλύσεις, υποτίθεται ότι αποκαλύπτει όλα τα στρατηγικά μυστικά. Πράγματι, οι ανεπτυγμένες χώρες εξακολουθούν να εξαρτώνται από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής - ωστόσο, οι εξωφρενικές συμμαχίες και οι συνακόλουθες στρατιωτικές επεμβάσεις σχετίζονται λιγότερο με το πετρέλαιο και περισσότερο με μια ξεπερασμένη και ανόητη ιδέα περί κυριαρχίας. Εξάλλου, στο επίκεντρο της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή είναι το κράτος του Ισραήλ το οποίο δεν ανέχεται καμιά κριτική: όποιος διατηρεί τις επιφυλάξεις του, όχι μόνον για την πολιτική του αλλά για την ίδια του την ύπαρξη, θεωρείται αντισημίτης. Εν πάση περιπτώσει διατηρώ τις επιφυλάξεις μου μολονότι ο ιουδαϊσμός είναι, εν πολλοίς, πιο επιρρεπής δημοκρατικής θεσμοποίησης από ό,τι το Ισλάμ. Το Ισραήλ είναι πρόβλημα για τις ΗΠΑ – άλλο τόσο πρόβλημα είναι τα διπρόσωπα καθεστώτα στη Σαουδική Αραβία, στις χώρες του Κόλπου, στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία και, προπάντων, στην Τουρκία. Όσο για το Αφγανιστάν, αναγνωρίστηκε ως «κακοποιό κράτος», όταν δεν ακολούθησε τις διαταγές της Ουάσιγκτον να αναχαιτίσει την προέλαση των φανατικών, έναν τρομερό εχθρό που η CIA ευνόησε και που τώρα ολόκληρος ο δυτικός κόσμος προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Η σημερινή τρομοκρατική παρουσία του Ισλαμικού Κράτους είναι, για μια ακόμα φορά, εκτός από προϊόν της μιας προαιώνιας τοπικής κουλτούρας, αποτέλεσμα μιας αυτοκτονικής αμερικανικής πολιτικής.