Πολιτικη & Οικονομια

Το αίσθημα ανασφάλειας και η κρίση εμπιστοσύνης προς το κράτος

Τι λείπει; Η αξιοπιστία της κρατικής μηχανής. Η αξιοποίηση κάθε πιθανής δύναμης. Το σχέδιο πρόληψης, η συνέπεια και η ταχύτητα στην εφαρμογή

Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 885
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι αδυναμίες των δημόσιων υπηρεσιών, η πολιτική ευθύνη, το πολιτικό κόστος και η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος

Αν υπάρχει μια φράση για να χαρακτηρίσει την ψυχολογία των πολιτών αυτής της χώρας σήμερα, είναι το «αίσθημα ανασφάλειας». Η εξουσία, η κυβέρνηση, οι κρατικές δομές απέδειξαν ότι σε κάποια καίρια γεγονότα δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των πολιτών εντός της ελληνικής επικράτειας. Και αυτό ανατρέπει κάθε συνθήκη κανονικότητας. Τα πολιτικά και διοικητικά εργαλεία που είχαν μέχρι πρότινος οι κυβερνήσεις φαίνεται ότι δεν επαρκούν, γεγονός που πιθανόν συνεπάγεται μια νέα κρίση εμπιστοσύνης και φυσικά αντιπροσώπευσης. Η βασική αιτία μπορεί να είναι η κλιματική αλλαγή, αλλά δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την κάθε ήττα της κρατικής μηχανής. Διότι υπάρχουν και «στραβές» που δεν έχουν να κάνουν με αυτήν. To ερώτημα των επόμενων ημερών είναι αν θα κλονιστεί και η εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας προς τον πρωθυπουργό της χώρας, Κυριάκο Μητσοτάκη. Διότι αν συμβεί και αυτό, και με δεδομένη την απουσία σοβαρής εναλλακτικής, το αίσθημα της ανασφάλειας θα επιταθεί.

Μπορεί η μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη να ξεχάστηκε, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος ότι τα πράγματα γίνονται σωστά στο κάθε σταθμαρχείο του μικρού σιδηροδρομικού μας δικτύου. Διότι για την ασφάλεια των μεταφορών υπήρχαν ρητές διαβεβαιώσεις από υπεύθυνα χείλη και πριν από την «τράκα». Σάμπως είμαστε σίγουροι ότι όλοι οι σιδηροδρομικοί είναι σωστά εκπαιδευμένοι και αξιολογημένοι και βρίσκονται κάθε στιγμή στη θέση τους; Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά για το ότι οι μεταφορές είναι ασφαλείς; Υπάρχει αδέκαστος μηχανισμός που τις ελέγχει; Και παρεμπιπτόντως πότε θα μάθουμε επακριβώς τι παίχτηκε στα Τέμπη;

Και αν για τα τρένα οι αμφιβολίες είναι ανεπίκαιρες, τι γίνεται με τα καράβια; Δηλαδή, ο πολίτης που μπαίνει σ’ ένα ποστάλι για να πάει στα νησιά, πρέπει να κοιτάζει γύρω του να δει αν υπάρχει λιμενικός που εποπτεύει την επιβίβαση ή την αποβίβαση, όπως προβλέπεται από τον νόμο; Ή να παρατηρεί τον ύπαρχο να δει μήπως είναι κουρασμένος ή εκνευρισμένος και να παίρνει τα μέτρα του; Διότι ο Αντώνης χάθηκε επειδή ο λιμενικός δεν ήταν στη θέση του. Και χάθηκε σε ένα σημείο και σε μια φάση που κανείς μας, όλα αυτά τα χρόνια που ταξιδεύουμε, δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι κινδυνεύει. Δηλαδή, ούτε μέσα στο λιμάνι του Πειραιά είμαστε στοιχειωδώς ασφαλείς; Το βιντεάκι που είδαμε θα το θυμόμαστε για πάντα. Και θα μας στοιχειώνει. Για πάντα! Εσείς το είδατε;

Και αν τα προηγούμενα πρόσφατα γεγονότα φαίνονται και είναι ακραία, τι γίνεται με τις ετήσιες δασικές πυρκαγιές; Όλοι αυτοί που ζουν και εργάζονται σε περιοχές που γειτονεύουν με δάση θα αισθάνονται ασφαλείς το επόμενο καλοκαίρι; Και αν το σωτήριο «112» εξασφαλίζει ότι θα πάρουν το μήνυμα ώστε να απομακρυνθούν από τα επικίνδυνα σημεία, τι γίνεται με τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους; Με τα νοσοκομεία και τις δημόσιες υποδομές; Με τις καλλιέργειες, τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον; Διότι το φετινό καλοκαίρι απέδειξε ότι οι κρατικές υπηρεσίες σε μερικές δύσκολες περιπτώσεις αδυνατούν να σβήσουν άμεσα μια φωτιά πριν αυτή πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μπορεί να έσβησαν εκατοντάδες, μπορεί το προσωπικό τους να έδειξε ικανότητα και  αυταπάρνηση, μπορεί τα μέσα πυρόσβεσης να είναι επαρκή, αλλά και η νότια Ρόδος κάηκε, και το δάσος της Δαδιάς, και ένα μέρος της Πάρνηθας, και η φωτιά στη Νέα Αγχίαλο έφτασε μέχρι την αποθήκη των πυρομαχικών όπου έσκασαν βλήματα. Κάτι δεν έγινε σωστά. Θα το μάθουμε; Μήπως πρέπει να βλέπουμε τη φωτιά εγκαίρως; Μήπως δεν πρέπει να αφήνουμε το δάσος μόνο του τις δύσκολες ημέρες; Μήπως πρέπει να επανασχεδιαστεί όλο το σύστημα πρόληψης, εποπτείας  και πυρόσβεσης;

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε και ο κυκλώνας Daniel να πλημμυρίσει ένα μέρος του Θεσσαλικού κάμπου με τις καταστροφικές συνέπειες που ζούμε αυτές τις μέρες. Φυσικά και είναι ακραίο γεγονός, και σύμφωνα με όσα μας λέγουν οι ειδικοί καμιά αντιπλημμυρική φροντίδα και υποδομή δεν θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει επαρκώς. Αλλά ποιος είναι σίγουρος ότι σε μια επόμενη κακοκαιρία ηπιότερης μορφής, από αυτές που αναμένονται τα επόμενα χρόνια, οι υποδομές θα αντέξουν και δεν θα υπάρχουν ανάλογες συνέπειες έστω χαμηλότερου βαθμού; Ποιος κάτοικος των περιοχών που επλήγησαν, μπορεί πλέον να κοιμάται ήσυχος όταν πληροφορείται ότι θα βρέξει στα πέριξ;  Και ποιος θα επενδύσει, θα στήσει σπίτια και επιχειρήσεις στην περιοχή ελπίζοντας ότι δεν θα ξαναζήσει παρόμοιο γεγονός; Αυτό ακριβώς είναι ο ορισμός της ανασφάλειας. Δεν είναι κινδυνολογία, είναι πραγματικότητα. Και φυσικά η ιδιωτική ασφάλιση είναι απαραίτητη αλλά και πολιτικά ορθή μιας και αυτό επιτάσσει η ατομική ευθύνη του πολίτη.  Αλλά δεν είναι και πανάκεια.

Οι αιτίες όλων αυτών των γεγονότων, γνωστές ή άγνωστες, δεν ενδιαφέρουν τον πολίτη. Το αποτέλεσμα μετράει. Τρένα κυκλοφορούσαν και πριν την «τηλεδιοίκηση», καβγάδες στους καταπέλτες των πλοίων στήνονταν και πριν τον φόνο του Αντώνη, τα δάση της μεσογειακής πεύκης καίγονται εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι πλημμύρες είναι φυσικό φαινόμενο που θα επιταθεί.  Αλλά υποτίθεται ότι η χώρα προοδεύει, η οικονομική της κατάσταση είναι ανθηρή, η τεχνολογία παρέχει καταπληκτικά μέσα, τα συστήματα διαχείρισης κρίσεων έχουν εξελιχθεί. Η πληροφορία ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έχουν εντοπιστεί και αναλυθεί, οι προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας είναι σαφείς και αναλυτικές. Τι λείπει; Η αξιοπιστία της κρατικής μηχανής. Η αξιοποίηση κάθε πιθανής δύναμης. Το σχέδιο πρόληψης, η συνέπεια και η ταχύτητα στην εφαρμογή. Η σοβαρή περιφερειακή διοίκηση.  Χωρίς αυτά, στα δύσκολα, θα γράφουμε ήττες. Και τότε το αίσθημα της ανασφάλειας θα διογκώνεται, η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος θα διευρύνεται και κάποια στιγμή θα περάσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ανυπακοή λέγεται.

Μετά από κάθε κρίση, πόσο μάλλον μετά από πολλές και απανωτές, οι πολιτικοί θυμούνται τις μεταρρυθμίσεις στις κρατικές δομές. Συχνά όμως αυτές μένουν αδιευκρίνιστες και γι’ αυτό μετέωρες μέχρι να περάσουν στη λήθη. Ή πραγματοποιούνται προσχηματικά με αποτέλεσμα μετά από μια νέα κρίση να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Πρωτόκολλα υπάρχουν; Και αν ναι ποιοι και πώς τα εφαρμόζουν; Είναι αξιολογημένοι όλοι οι μηχανισμοί αλλά και οι δημόσιοι λειτουργοί που τους υπηρετούν, σε όλες τις θέσεις, ειδικά σε αυτές που σχετίζονται με την ασφάλεια των πολιτών;  Και ποιος αξιόπιστος μηχανισμός τούς αξιολόγησε; Πόσο στενή και εύρυθμη είναι η συνεργασία τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής διοίκησης κατά τη διαχείριση τέτοιων κρίσεων; Υπάρχουν εκθέσεις;

Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κάνει αληθινή εσωτερική αξιολόγηση και το έχει αποδείξει. Ο φίλος και ο κολλητός δεν μπορεί να σε αξιολογήσει, να μην αυταπατώμεθα. Ούτε είναι σίγουρο ότι ο αξιολογών γνωρίζει περισσότερα από τον αξιολογούμενο. Ή, ότι ο αξιολογών έχει τα επιστημονικά εργαλεία να κάνει σωστά τη δουλειά του ακόμα και όταν θέλει.  Η αξιολόγηση πρέπει να είναι εξωτερική, να γίνεται από ανεξάρτητες αρχές, δημόσιες ή ιδιωτικές,  πάνω σε συγκεκριμένους δείκτες που έχουν προκαθοριστεί και είναι εις γνώση όλων. Και φυσικά να έχει πραγματικές συνέπειες. Συνέπειες στον βαθμό και στο μισθολόγιο και φυσικά, αν χρειαστεί, να οδηγεί και στη μετάταξη ή στην απόλυση. Από τη στιγμή που η οργανικότητα και η μονιμότητα είναι δεδομένες, δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιολόγηση. Άρα ούτε για μεταρρύθμιση. Να τελειώνει αυτή η πλάκα με το Δημόσιο. Και αυτός είναι ο λόγος που συνεχώς κυνηγάμε την ουρά μας και εξαγγέλλουμε μεταρρυθμίσεις που αποδεικνύονται φιάσκο.

Επειδή ακριβώς η αξιολόγηση εργαλείων, δομών και προσωπικού είναι προσχηματική,  έχουμε «εκπαιδευτεί» να αναζητάμε χαρισματικούς πρωθυπουργούς, μάγους υπουργούς και οραματιστές πολιτικούς ώστε να μας θεραπεύσουν κάθε αδυναμία και να εξαλείψουν κάθε παθολογία. Μέχρι και από το Αμέρικα εισάγουμε. Λες και ένας άνθρωπος ή ένα συμβούλιο –έστω και αν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων– αρκούν για να σβήνουν όλες οι φωτιές στην ώρα τους, να γίνουν αποτελεσματικές οι δυνάμεις ασφαλείας, να ολοκληρώνονται εγκαίρως όλα τα αντιπλημμυρικά έργα. Και όταν γίνεται η «στραβή», η απομάκρυνση ενός υπουργού ή και η αλλαγή ολόκληρης κυβέρνησης αρκούν για να μεταμορφωθεί το κράτος και να νιώσουν οι πολίτες ασφαλείς. Αν αρκούσαν, με τόσες κυβερνήσεις που έχουν παρελάσει, το πρόβλημα θα είχε επιλυθεί.

Στη χώρα αυτή καταναλώνουμε περίσσεια πολιτικής ευθύνης και πολιτικού κόστους ακριβώς για να μη φαίνονται οι αδυναμίες των δημόσιων υπηρεσιών. Μόνο που ο πλανήτης μπαίνει πλέον σε μια νέα φάση και σταδιακά τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Μόνο που η τεχνολογία και η πρόοδος έχουν κάνει τα πράγματα περίπλοκα, οι κίνδυνοι είναι συχνά πρωτόγνωροι και οι επιφορτισμένοι για την ασφάλεια των πολιτών, όπως και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, χρειάζονται άλλες ικανότητες, άλλη εκπαίδευση και υψηλότατο αίσθημα ευθύνης. Το πρόβλημα δεν είναι στενά πολιτικό. Είναι πρόβλημα σχεδίασης, ελέγχου και κυρίως ικανοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Και γι’ αυτό άκουσα με χαρά τον πρωθυπουργό να λέει ότι: «Η συστηματική συνεργασία Πολιτικής Προστασίας με τις Ένοπλες Δυνάμεις είναι μονόδρομος με συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Σε μια χώρα η οποία δαπανά 3% του ΑΕΠ για τις Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να έχει τη δυνατότητα να τις αξιοποιεί όταν αντιμετωπίζει φυσικές καταστροφές και αυτό θα γίνεται στο εξής». Για να δούμε αν η πολιτική ηγεσία πήρε το μήνυμα. Και κυρίως αν έχει έμπρακτη απάντηση.