Πολιτικη & Οικονομια

Τη φωτιά και τον φανατισμό τα πιάνεις στην αρχή

«Ο Έβρος με πονάει»

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καταστροφική φωτιά στον Έβρο, οι αυτόκλητοι «σερίφηδες», τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή.

Μου στέλνουν μηνύματα. Μου τηλεφωνούν. Εδώ γεννήθηκες, εδώ μεγάλωσες, γράψε για τον Έβρο, γράψε για τις φωτιές. Και τι να γράψω για τις φωτιές που δεν έχει ειπωθεί.

Ο Έβρος με πονάει. Με πονάει η μοναξιά του. Τότε που ήμουν εκεί και τώρα που έφυγα. Είναι μόνος του ο Έβρος. Η μπότα στον χάρτη, σε μια χώρα καλοκαιρινή. Μια μπότα που σηκώνεται και στέκει ανάμεσα σε Τουρκία και Βουλγαρία. Οι στρατιωτικοί συνηθίζουν να λένε, ότι ακόμα και στον χάρτη, ο Έβρος είναι το μόνο μέρος που στέκεται όρθιο. 

Καίγεται ο Έβρος. Για 14η μέρα. Καίγονται τα βουνά του, καίγονται τα χωριά του, καίγεται η μοίρα του. Οι απέξω θρηνούν για τη Δαδιά. Για τις κορφές που φώλιαζαν τα πιο σπάνια πουλιά. Για κείνα τα δέντρα που ήταν σ’ εκείνα τα βουνά πάνω από εκατό χρόνια, πριν δηλαδή πέσουν οι υπογραφές στα Μουδανιά, πριν αρχίζουν τα κάρα να κουβαλάνε την προσφυγιά. Ήταν παλιά τα δέντρα αυτά. Θυμούνται Βούλγαρους και Τούρκους αφεντικά και Συνθήκες επί Συνθηκών.

Και στον αιώνα αυτό, πρόλαβαν να δουν τα ελληνικά χωριά που στήθηκαν και άκμασαν κάτω από τον ίσκιο τους, παρατημένα να ρημάζουν. Κρατήθηκαν ζωντανά τα χωριά αυτά, λιγότερο από τη ζωή ενός δέντρου. Είναι ο πιο αραιοκατοικημένος νομός της Ελλάδας ο Έβρος. Κι ο πιο παρατημένος. Μια γη τόσο εύφορη, που στο χώμα της φυτρώνει  μπαστούνι. Κι όμως όλοι φεύγουν. Δεν υπάρχουν δουλειές στον Έβρο. Κανείς δεν κάνει επενδύσεις εκεί. Με τη φοβέρα του Τούρκου από δίπλα κάθε τόσο. Με τους Τούρκους να μη μας αφήνουν σε ησυχία, τη μια με το ‘74, την άλλη με το «Σισμίκ», την τρίτη με το «Χόρα», τώρα με τους κατατρεγμένους, ανθρώπους-βόμβες που τις ρίχνουν κατά δω. Κι ανέλαβαν οι «πατριώτες» να κάνουν κουμάντο. Με την Αθήνα να σηκώνει τον φράχτη, και να πλένει τα χέρια της καλά. Στον Έβρο η δουλειά γίνεται. Δεν φτάνει ο φράχτης. Ούτε η Frontex. Ξέρουν πως υπάρχουν οι «πατριώτες». Αυτοί κυρίως.

Ο Έβρος ειδικεύεται σ’ αυτό. Παράγει «πατριώτες». Δεν είναι εύκολη παραγωγή. Χρειάζεται ειδικές συνθήκες. Δεν έχει επενδύσεις ο Έβρος. Οι επενδυτές φτάνουν το πολύ μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Πιο πάνω έχει μόνο χωράφια και στρατόπεδα. Έχει τη 16η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού με τη σημαία της να ανεμίζει έξω από τα στρατόπεδα και την επιγραφή πάνω σε αυτήν «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανώμεν». Έχουν τη σημασία τους αυτά. Το ότι το 1974 αφήσαμε τα σπίτια μας και πήγαμε πρόσφυγες στα χωριά δίπλα στη Βουλγαρία ελπίζοντας να ανοίξουν τα σύνορα μόλις αρχίσει ο πόλεμος, έχει τη σημασία του. Κανείς δεν πήγε στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι μακριά.

Ο Έβρος μέχρι το 1965 δεν είχε ηλεκτρικό, ούτε τρεχούμενο νερό. Είχε ακόμα τα σπίτια της προσφυγιάς, χτισμένα με άχυρο και λάσπη. Έχουν τη σημασία τους αυτά. Το ότι η χούντα έφτιαξε τους δρόμους. Έβγαλε τη ΜΟΜΑ και τα τάγματα ανεπιθύμητων να σκάβουν και να στρώνουν. Άμα θελήσουμε να είμαστε ειλικρινείς θα βρούμε χίλιους λόγους που η ακροδεξιά σαρώνει στον Έβρο.

Σε έναν τόπο που δεν έχεις τίποτε άλλο για να κρατηθείς, μόνο το σύνορο που είναι φοβέρα, και τον σωτήρα που είναι ο  στρατός, γίνεσαι πατριώτης. Ο πατριωτισμός σου δίνει ταυτότητα και περηφάνια. Μια περηφάνια που μόλις βρεθείς σε άλλους τόπους, θα πέσει και θα μαραθεί από την αχρησία. Το ξέρουν στην Αθήνα αυτό. Ξέρουν επίσης ότι και η «καλή ζωή», μαραίνει τον πατριωτισμό.

Ο Έβρος δεν κινδυνεύει απ’ την «καλή ζωή». Ζει μέσα στη φτώχια παρά τον πλούτο των νερών και της γης του. Τα χωράφια πουλιούνται για 300 ευρώ το στρέμμα. Κάμπος. Νέοι τα ξεφορτώνονται και φεύγουν. Κτηνοτροφικές μονάδες κλείνουν. Δεν συμφέρει ακούς στα καφενεία. Ούτε το χωράφι συμφέρει. Χρόνια τώρα. Απαξίωση της αγροτικής παραγωγής. Και το εργοστάσιο δεν έρχεται. Υπάρχουν λίγοι που αγοράζουν τα στρέμματα κατά εκατοντάδες. Μια μέρα θα ξυπνήσουμε και θα βρούμε στον Έβρο τσιφλικάδες.

Μέχρι τότε κάποια κορόιδα θα κυνηγάνε μετανάστες. Και κάποιοι θα τους ξεσκονίζουν τον γιακά. Πατ-πατ στον ώμο. Βλέπεις οι Βρυξέλλες και το Δουβλίνο πέφτουν μακριά. Εδώ όμως είναι τα σύνορά τους. Δεν είναι λίγο να σου το λένε αυτό. Να είσαι ο πορτιέρης της Ευρώπης.

Πάλι όμως δεν γράφω για τη φωτιά. Και τι να γράψω που δεν έχει ειπωθεί. Ποια φρίκη να περιγράφω που δεν την έχουμε δει. Ποια δάκρυα να καταχραστώ και ποιο θρήνο να σας δώσω. Είναι πολλοί. Είναι αβάσταχτοι.

Έχω όμως ένα τελευταίο να πω για τη φωτιά. Η φωτιά είναι κι αυτή σαν τον φανατισμό. Την πιάνεις στην αρχή της.