Πολιτικη & Οικονομια

Τα σκοτεινά μονοπάτια της ΜΑΒΗ και οι «σκελετοί» στην υπόθεση Μπελέρη

Πώς εξελίσσονται οι ελληνοαλβανικές σχέσεις από το 1994 ως και σήμερα

Νίκος Γεωργιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ΜΑΒΗ, η υπόθεση «Επισκοπή 1994», η φυλάκιση του Φρέντυ Μπελέρη και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις

Στις 19 Μαρτίου του 1995 μία επταμελής ομάδα ενόπλων γίνεται αντιληπτή από τους σκοπούς αλβανικού στρατοπέδου στο χωριό Λόγγος της Αλβανίας. Η ομάδα αναγκάζεται να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα απ’ όπου ξεκίνησε. Λίγο αργότερα συλλαμβάνονται και τα 7 μέλη της ένοπλης ομάδας κοντά στο Χάνι Δελβινακίου από την Ελληνική Αστυνομία. Επέβαιναν σε IX επιβατικό με αριθμό κυκλοφορίας ΥΙΒ ΙΧ, μάρκας SEAT, και σε ένα κλειστό φορτηγάκι μάρκας FORD με αριθμό κυκλοφορίας ΒΡ 63976.

Σε σήμα της αστυνομικών να σταματήσουν, το μεν φορτηγό το οποίο προπορευόταν με οδηγό τον πρώην αστυνομικό Απ. Καρβέλα και επιβάτες τους κατά δική τους δήλωση Βορειοηπειρώτες Γ. Χρήστου, Γ. Παππά και Χ. Παππά σταματάει. Το ΙΧ με οδηγό τον Γ. Αναστασούλη, έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, και επιβάτες τους επίσης Βορειοηπειρώτες Φρέντυ Μπελέρη και Μ. Κουτούλα, επιχειρεί να διαφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα και αναγκάζεται να διακόψει την πορεία διαφυγής του διακόσια μέτρα πιο κάτω όταν από το μπλόκο της αστυνομίας έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί.

Πριν από αυτό το συμβάν είχε προηγηθεί το αιματηρό επεισόδιο που από τότε έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στις σχέσεις Αθηνών - Τιράνων. Πρόκειται για την υπόθεση «Επισκοπή 1994».

Είναι 10 Απριλίου του 1994, στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, όταν μία ένοπλή ομάδα με στολές παραλλαγής του ελληνικού στρατού και μάσκες στο πρόσωπο επιτίθεται στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων του αλβανικού στρατού στο χωριό Άνω Επισκοπή (Πεσκοπή) Αργυρόκαστρου, σε βάθος 4 χιλιομέτρων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Οι ένοπλοι πυροβολούν και σκοτώνουν τον σκοπό Α. Γκίνη. Εισβάλλουν στον θάλαμο όπου κοιμούνται οι νεοσύλλεκτοι και σκοτώνουν τον διοικητή - λοχαγό Φ. Σέχου, τραυματίζουν βαριά τους στρατιώτες Α. Βελνίση, Φρ. Καλέμι και Γ. Ζέκα και ελαφρά αρκετούς άλλους. «Αυτά για τη Βόρειο Ήπειρο, μη νομίζετε ότι την ξεχάσαμε!» φωνάζουν οι ένοπλοί. Στη συνέχεια, κλειδώνουν τους 130 φαντάρους μέσα σε μία αίθουσα, αφαιρούν τμήμα του οπλισμού του στρατοπέδου (πολεμικά τυφέκια Καλάσνικοφ και πιστόλια τύπου Τοκάρεφ) και απομακρύνονται προς το ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα προς το φυλάκιο Αργυροχωρίου.

Επί τόπου βρίσκονται ένα σακίδιο και ένας φακός από αυτά που χρησιμοποιούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ από την τεχνική έρευνα που πραγματοποιεί η αλβανική εγκληματολογική υπηρεσία προκύπτει ότι τόσο τα φυσίγγια, όσο και οι βολές στα σώματα των θυμάτων προέρχονταν από όπλα  διαμετρήματος 12 χιλιοστών.

Η κυβέρνηση, η Βουλή και τα πολιτικά κόμματα της Αλβανίας καταγγέλλουν το φονικό επεισόδιο που δυναμιτίζει τις σχέσεις των δύο χωρών και καλούν την ελληνική κυβέρνηση να ανακαλύψει τους δράστες, οι οποίοι διέφυγαν στη χώρα μας και να τους τιμωρήσει.

Στη μεικτή συνάντηση της επιτροπής αστυνομικών εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιείται λίγες μέρες αργότερα στα Γιάννενα, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των δύο υπουργείων Εξωτερικών, η ελληνική πλευρά αμφισβητεί τα ενοχοποιητικά στοιχεία που προσκομίζουν οι Αλβανοί και επιχειρεί να επιρρίψει τις ευθύνες σε συμμορίες Αλβανών που μπαινοβγαίνουν στα σύνορα, κάνοντας μάλιστα λόγο «για το τεράστιο πρόβλημα της αλβανικής εγκληματικότητας στην Ελλάδα».

Την ίδια γραμμή ακολουθούν και τα ελληνικά ΜΜΕ, αποδίδοντας την ευθύνη σε Αλβανούς προβοκάτορες.

Η «ΜΑΒΗ» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου)

Στις 6 Οκτώβρη του 1994, η οργάνωση «ΜΑΒΗ» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) με προκήρυξή της στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία αναλαμβάνει την ευθύνη της φονικής επίθεσης στην Επισκοπή με αναλυτική περιγραφή της επιχείρησης, που ήταν, όπως διευκρινίζει, προειδοποιητική και ενισχυτική για το οπλοστάσιό της, συνοδεία σχετικής φωτογραφίας των κλαπέντων όπλων με φόντο την ελληνική σημαία. Μέσα σε 4 σελίδες, όπου καλεί σε ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της «Βορείου Ηπείρου», δίνει το ακροδεξιό, εθνικιστικό στίγμα της.

Αποκαλύπτεται ότι είχε ξαναστείλει προκήρυξη ανάληψης της ευθύνης στην ίδια εφημερίδα 6 ολόκληρους μήνες πριν, την επομένη δηλαδή της επίθεσης, η οποία όμως τότε αποσιωπήθηκε.

Με επίσημη δήλωσή της, η ελληνική κυβέρνηση χαρακτηρίζει την προκήρυξη ως πράξη προβοκάτσιας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε. Βενιζέλος δηλώνει κατηγορηματικά ότι αποκλείει πλήρως την ελληνική συμμετοχή, ενώ τα ΜΜΕ κάνουν λόγο για χονδροειδή προβοκάτσια ξένων μυστικών υπηρεσιών που εξυπηρετεί την πολιτική του Μπερίσα. Επισημαίνεται πως η ΜΑΒΗ συγκροτήθηκε το 1942 στα Τίρανα από τους Αθ. Κοκαβέση, Η. Κώνστα, Β. Σαχίνη και Γ. Τάσο. Διαλύθηκε όμως σχεδόν αμέσως πριν καν προλάβει να δραστηριοποιηθεί.

Επιστρέφουμε στην υπόθεση του 1995 και στη σύλληψη του Φρέντυ Μπελέρη και συνεργατών του στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Την ίδια μέρα που έπεσε στα χέρια της αστυνομίας η επταμελής ένοπλή ομάδα η οποία επιχείρησε να εισβάλει στην Αλβανία και να επιτεθεί σε αλβανικό στρατόπεδο,  συλλαμβάνεται στην Αθήνα ο Βορειοηπειρώτης Αγγ. Κοκαβέσης ύστερα από παρακολούθηση. Ο Κοκαβέσης πηγαίνει στην Παλλήνη Αττικής σε μονοκατοικία που ανήκει στον θείο του, γιατρό Ανδρ. Κοκαβέση, και εξέρχεται κρατώντας επιμελώς τυλιγμένο σάκο, τον οποίο κρύβει μέσα σε άλσος στην περιοχή Ανάκασα. Μέσα στον σάκο βρίσκονται μία στρατιωτική στολή παραλλαγής των ΛΟΚ και 3 στρατιωτικές κουκούλες. Ύστερα από έρευνα στο κτήμα του γιατρού στην Παλλήνη, βρίσκονται θαμμένα 6 πολεμικά όπλα τύπου «καλάσνικοφ».

Οι αριθμοί των όπλων που βρέθηκαν στην Παλλήνη και στο Δελβινάκι συγκρίνονται με τους αριθμούς των όπλων που έχει αποστείλει η αλβανική κυβέρνηση και αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τον οπλισμό που είχε κλαπεί στις 10 Απριλίου του 1994 από το στρατόπεδο της Επισκοπής. Άλλωστε 3 από τα κατασχεθέντα «καλάσνικοφ» αναγνωρίστηκαν και ως εικονιζόμενα στην έγχρωμη φωτογραφία που συνόδευε την προκήρυξη της ΜΑΒΗ.

Η σκοτεινή πλευρά αυτής της ιστορίας, η οποία επιμελώς «ξεχάστηκε» και ακόμη επιμελέστερα τα ελληνικά ΜΜΕ φρόντισαν να ενταφιαστεί στα μαύρα κατάστιχα της συλλογικής λήθης, έρχεται στην επιφάνεια με τη σύλληψη του Μπελέρη στη Χιμάρα και τη φυλάκισή του με την κατηγορία για  δωροδοκία ψηφοφόρων.

Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία για το παρελθόν του Φρέντυ Μπελέρη ανασύρει από το παρελθόν ο Δημήτρης Ψαρράς υπενθυμίζει μέσω της Εφημερίδας Των Συντακτών πως τα στοιχεία για την Επισκοπή, τη ΜΑΒΗ και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα τα έχει προ καιρού αποκαλύψει ο βραβευμένος δημοσιογράφος της Καθημερινής Σπύρος Τζίμας στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2010 και το οποίο προλόγισε ο διευθυντής της Καθημερινής Αλέξης Παπαχελάς. Επισημαίνεται λοιπόν:

«Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύτηκαν με εκτενείς περιγραφές στον Τύπο της εποχής. Παραπέμπω εδώ στο σημαντικό βιβλίο του γνωστού και βραβευμένου δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Σταύρου Τζίμα, το οποίο κυκλοφόρησε το 2010 με πρόλογο του Αλέξη Παπαχελά («Στον αστερισμό του εθνικισμού»).

»Όπως γράφει ο Τζίμας, μετά τη σύλληψη της ομάδας θεωρήθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος να επαναληφθεί αυτό που είχε γίνει τον Απρίλιο του 1994, με την επίθεση της οργάνωσης ΜΑΒΗ σε φυλάκιο στην Επισκοπή και τη δολοφονία δύο Αλβανών στρατιωτικών. Αυτή η επίθεση έγινε αφορμή για ένα πραγματικό πογκρόμ των αλβανικών αρχών εναντίον της ελληνικής μειονότητας, με ελέγχους, συλλήψεις και φυλακίσεις.

»Σύμφωνα με τον Τζίμα, «δεν υπήρξαν αμφιβολίες ότι οι συλληφθέντες [του 1995] σχεδίαζαν να επιτεθούν εναντίον στρατιωτικού στόχου, που ήταν το στρατόπεδο Λόγγου, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι ήταν η ίδια ομάδα περίπου, ή τουλάχιστον κάποια από τα μέλη της, που είχαν χτυπήσει στην Άνω Επισκοπή». Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είχε μιλήσει για μια «οργανωμένη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση που από εμάς δεν πρόκειται να κουκουλωθεί» (24.7.1995).

»Η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη συνέχεια της ιστορίας. Οι κατηγορίες κατά των επτά μετατράπηκαν από κακουργήματα σε πλημμελήματα, αποφασίστηκε η αποφυλάκισή τους και τελικά, «στην κατ’ έφεση δίκη που έγινε στον Κορυδαλλό, στις 19.5.1999, το Εφετείο Αθηνών στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού και κεκλεισμένων των θυρών για λόγους «εθνικής ασφάλειας» με την υπ. αριθμ. 752/99 απόφασή του μείωσε τις ποινές στους 18-20 μήνες και έτσι έκλεισε οριστικά η πολύκροτη υπόθεση».

Το συμπέρασμα του Τζίμα είναι ότι έμειναν ανοιχτά ερωτήματα: «Τι ήταν τελικά για την ελληνική Δικαιοσύνη αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν πράκτορες των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών; Αν ναι, γιατί αφέθηκαν ελεύθεροι; Ήταν υπερπατριώτες προβοκάτορες; Αν ναι, γιατί τους χαρίστηκε η ελληνική πολιτεία την οποία ζημίωσαν; Για την κυβέρνηση Παπανδρέου, σε κάθε περίπτωση, ο στόχος της διάλυσης του παρακρατικού μηχανισμού, που είχε στηθεί για να “απελευθερώσει” τη Βόρειο Ήπειρο, είχε εν μέρει επιτευχθεί και προφανώς δεν είχε πλέον νόημα η περαιτέρω “ταλαιπωρία” των μελών της ΜΑΒΗ».

Στον Αστερισμό των Δυτικών Βαλκανίων

Αυτά τα ερωτήματα εξακολουθούν βεβαίως και παραμένουν αναπάντητα και όλα δείχνουν πως ποτέ δεν πρόκειται να απαντηθούν.

Το επόμενο βήμα, ωστόσο, σε αυτή την υπόθεση είναι το πώς εξελίσσονται οι ελληνοαλβανικές σχέσεις. Πώς από την προ μηνών φιλικότατη υποδοχή του πρωθυπουργού Έντι Ράμα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την διοργάνωση στην Αθήνα έκθεσης ζωγραφικής για τα καλλιτεχνήματα του πρωθυπουργού της Αλβανίας, φθάσαμε στο να αποκλείεται ο πρωθυπουργός της Αλβανίας από την συνάντηση των Αθηνών και το δείπνο των ηγετών των Δυτικών Βαλκανίων στο «Κλεινόν Άστυ». Οι διμερείς σχέσεις άλλωστε όδευαν από το κακό στο χειρότερο και χωρίς τη «συνδρομή» της υπόθεσης Μπελέρη. Πρώτον με την εμμονή των Τιράνων να μην νομιμοποιούν τη διμερή  συμφωνία για τις ΑΟΖ και την ως εκ τούτου  αναπόφευκτη προοπτική της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αλλά και την σταδιακή επιδείνωση του τρόπου αντιμετώπισης της ελληνικής μειονότητας από τους χειρισμούς της κυβέρνησης Ράμα.

Δεν πάει πολύς καιρός που σε διάφορες ιστοσελίδες που επιμελούνται γνωστοί παράγοντες που αναπαράγουν και αναμοχλεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού εθνικισμού και που ως παράγοντες ανήκουν στην υπερσυντηρητική δεξιά και όχι αναγκαστικά στην ακροδεξιά του Κυρίου, κατηγορούσαν την Υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, εκλεκτή συνεργάτη και προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, πως υπονομεύει την υπόθεση Μπελέρη.

Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου δεν είναι μία οποιαδήποτε Υφυπουργός: Πρώτον διαχειρίζεται στην ουσία όλο το Υπουργείο Εξωτερικών και τους μηχανισμούς του ελέω Μαξίμου. Δεύτερον διαχειρίζεται τους βασικούς φακέλους του Υπουργείου: Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό. Ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Το «αλβανικό» είναι μία λεπτομέρεια η οποία και αυτή εξελίσσεται υπό την επίβλεψή της.

Σε γνωστή λοιπόν ιστοσελίδα στην οποία υπογράφει γνωστότατος πανελίστας, ειδικός επί εθνικών θεμάτων, επισημαίνεται: «Η κυρία Παπαδόπουλου θεωρεί ότι ο Μπελέρης είναι ένα “πρόσωπο με σκιές”, για το οποίο δεν αξίζει να χαλάσουμε τις σχέσεις μας με την Αλβανία» και παρακάτω: «Προκαλεί τεράστια ερωτήματα η απαξίωση του προσώπου του προφυλακισμένου βορειοηπειρώτη δημάρχου από την στενότερη συνεργάτιδά του Κυριάκου Μητσοτάκη, την κυρία Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου».

Όσα γνωρίζει το ΥΠΕΞ δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος

Είναι προφανές πvς ο Έντι Ράμα στην κόντρα του με τον Σαλί Μπερίσα αλλά και άλλους καθεστωτικούς πυρήνες της αλβανικής μαφίας, αποφάσισε να «κεφαλαιοποιήσει» πολιτικά την υπόθεση Μπελέρη παίζοντας το χαρτί της ακροδεξιάς προβοκάτσιας, αυτός, ένας σοσιαλδημοκράτης ο οποίος πολεμά για τις αξίες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Σε μία Αλβανία όπου οι λέξεις και οι αξίες δεν έχουν καμία απολύτως σημασία (όχι ότι έχουν στην Ελλάδα), η εσωτερική πολιτική διαμάχη μεταξύ των διεφθαρμένων πόλων εξουσίας διεξάγεται με όρους Cosa Nostra. Το ελληνικό ΥΠΕΞ γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια το τι συμβαίνει στα Τίρανα και τι ακριβώς διακυβεύεται με την υπόθεση Μπελέρη ως προς το ιδιαίτερα προσοδοφόρο Real Estate της Χιμάρας. Πρόκειται για την ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή της χώρας και ο νοών νοήτω.