Πολιτικη & Οικονομια

Δεν μας αξίζει να είμαστε μόνοι

«Να σπάσουν για πρώτη φορά τα στεγανά όλου αυτού του κυψελωτού πράγματος που παραπέμπει σε μαφία και λυμαίνεται και το ποδόσφαιρο και τις ζωές μας»

Zastro
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή από χούλιγκαν, η απουσία του κράτους, οι μαφίες του ποδοσφαίρου και η τυφλή βία

Η βία είναι τυφλή γιατί δρα στο σκότος και γεμίζει τις κοιλάδες με δάκρυα. Το ποδόσφαιρο δίνει φωνή σε προσδοκίες, μεταμορφώνει ηθικές αξίες σε ανήθικες, είναι μια τελετουργία, μια έκφραση ορατή, σταθερή, επίσημη, προβλέψιμη πια. Μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε, εξακολουθούμε να το αγαπάμε αλλά αποστασιοποιημένα. Για να επιστρέψει η φλόγα αρκεί να ανατρέξουμε στο καρουζέλ των αναμνήσεων, να βουτήξουμε στη δεξαμενή της αθωότητας. Μέχρι το πρώτο σοκ, μέχρι την πρώτη σκιά που χάλασε το παραμύθι, την πρώτη φορά που είδαμε το «Τέρας» χωρίς να το περιμένουμε.

Ένα καραβάνι Κροατών δολοφόνων που αυτοπροσδιορίζονται ως σκληροπυρηνικοί οπαδοί της Ντίναμο Ζάγκρεμπ, όταν η ομάδα τους κληρώθηκε με την ΑΕΚ κατέστρωσε το απλούστερο των σχεδίων. Έκαναν 1.500 χιλιόμετρα με τα αυτοκίνητά τους, τα πάρκαραν, πήραν το τραίνο και σαν αγέλη άγριων θηρίων αναζήτησαν τα θηράματά τους. Διέσχισαν τη χώρα ανενόχλητοι με σκοπό να κάνουν αυτό ακριβώς που έκαναν.

Με απλούς ανθρώπους να τους καταγράφουν με τις κάμερες των κινητών τους, με τις Αρχές να γνωρίζουν, με το Εθνικό Γραφείο Πληροφοριών της Κροατίας να προειδοποιεί ότι αναμένεται να ταξιδέψουν προς τη χώρα μας περί τους 150 χουλιγκάνους, με την Αστυνομία του Μοντενέγκρο να έχει ενημερώσει λεπτομερώς τη δική μας ακόμη και με αριθμούς πινακίδων κυκλοφορίας, με την ίδια την ΕΛ.ΑΣ. να έχει αποστείλει το ειδικό σήμα και τη σχετική διαταγή από την προηγούμενη μέρα.

Κι όμως, η Ελληνική Αστυνομία «παρακολουθούσε διακριτικά». Όπως ομολόγησε και ο αρμόδιος Υπουργός, μιλάμε για «πρωτοφανή επιχειρησιακά σφάλματα» και για «κραυγαλέα, τραγική αποτυχία».

Έτσι είναι. Δύσκολος μήνας ο Αύγουστος. Επί της ουσίας για Δημοσίους Υπαλλήλους μιλάμε, οι μισοί έλειπαν σε άδειες, οι «υπηρεσίες» έβγαιναν μετά δυσκολίας. Ίσως γι’ αυτό να «εκκαθαρίσθηκαν» τελικά οι 7 Αξιωματικοί, επειδή ήταν οι μόνοι που δεν ήξεραν. Το ήξεραν οι Κροάτες φασίστες των ΒΒΒ, κι αν όχι, σίγουρα το έμαθαν όταν τους υποδέχτηκαν τα «αδέρφια» τους οι Παναθηναϊκοί που τους έδειξαν τα κατατόπια για να κάνουν την επιδρομή στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Ξημερώματα Δευτέρας, μεταξύ 03.00 και 06.00 πέρασαν τα σύνορα στην Ποντγκόριτσα, από το συνοριακό σταθμό του Μπόζαι και κατευθύνθηκαν προς Αλβανία. Στη μία το μεσημέρι ήταν στην Κακαβιά και επτά ώρες μετά έφτασαν στην Πάτρα. Μια στάση στο Κιάτο κι ένα μέρος συνέχισε προς Ελευσίνα, οι υπόλοιποι άφησαν τα αυτοκίνητά τους και χρησιμοποίησαν τον Προαστιακό. Φτάνοντας στην Αττική οδό, τα οχήματα διασκορπίστηκαν, προφανώς διότι συνάντησαν τους ντόπιους «συνδέσμους» τους. Λίγο πριν τις 11 το βράδυ, από το σταθμό «Ειρήνη» μέχρι τα «Πευκάκια» και μετά ποδαρόδρομος προς Δεκελείας, στο γήπεδο της ΑΕΚ. Στις 23.05 της Δευτέρας 7 Αυγούστου είχαν ήδη ξεκινήσει τα επεισόδια.

Μια κοινή Αυγουστιάτικη αθηναϊκή νύχτα, σε αστική πυκνοκατοικημένη περιοχή, με εκατοντάδες κόσμου να τρώει, να πίνει το ποτό του, να συζητάει, να φλερτάρει, να ρεμβάζει στα μπαλκόνια, να αδημονεί για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Είχε και οπαδούς της ΑΕΚ στη Φιλαδέλφεια λίγο νωρίτερα από την επιδρομή. Κι αυτοί ήξεραν. Κι ήταν ακόμη περισσότεροι απ’ όσους βρέθηκαν τελικά στο απίστευτο σκηνικό με τα επεισόδια που κόστισαν τη ζωή σε ένα ακόμη νέο παιδί, τον 29χρονο Μιχάλη Κατσουρή. Δέκα χρόνια μετά από έναν άλλο Μιχάλη, τον Φιλόπουλο, λίγες μέρες μετά την απόφαση για τους δολοφόνους του Άλκη Καμπανού. Καθεμιά ξεχωριστή περίπτωση, όλες παιδιά από την ίδια μήτρα.

Των «ραντεβού», των «σκηνικών», των εισαγόμενων δολοφόνων από τα Βαλκάνια με σκριν από εγχώριους. Χαλασμένα μυαλά, φασίστες, antifa, acab, πιτσιρίκια που δεν έχουν ιδέα τι εύχονται, τι ποστάρουν, τι (νομίζουν ότι) εκπροσωπούν στο υποτιθέμενο «οπαδικό κίνημα». Η Αστυνομία διακριτικά απούσα. Σε βαθμό να αναρωτιέσαι αν πρόκειται για ανικανότητα, για παντελή έλλειψη επιχειρησιακού σχεδίου ή για πολιτική. Στη Λαυρίου η Αστυνομία δεν έδρασε ποτέ έγκαιρα. Απεναντίας συνόδευσε τις πομπές με τα μηχανάκια κι έπειτα χάθηκε στο σιδηρούν παραπέτασμα. Στον Άλκη δεν υπήρχε λόγος να αστυνομεύει τα σκαλιά μιας εισόδου πολυκατοικίας. Στη Νέα Φιλαδέλφεια, όταν επιτέλους ξύπνησε, η ΕΛ.ΑΣ. έδρασε. Και οι προσαγωγές έγιναν και οι φασίστες δεν επέστρεψαν ανενόχλητοι από εκεί που ήρθαν και τα βανάκια ακινητοποιήθηκαν στους Ευζώνους και το όλον ξετύλιγμα στο κουβάρι μοιάζει μόλις να έχει ξεκινήσει. Άρα;

Όλοι ξέραμε. Για μια ακόμη φορά. Όλοι. Δεν αλλάζουν τίποτα η στιγμιαία θλίψη, η αυτονόητη καταδίκη, η οργή. Δεν έχει νόημα πλέον να κρυβόμαστε, δεν είναι διακριτό αν έχει και σημασία πια. Ποτέ δεν είχε, αλλά λάμβανε έναν άτυπο χαρακτήρα μηχανισμού άμυνας, ήταν μια επιδερμική αντιμετώπιση του προβλήματος ο παράγοντας έκπληξη για να μην έχουμε τύψεις πριν κλείσουμε τη νύχτα το φως στο πορτατίφ. Συνειδητά και ασυνείδητα έχουμε αποδεχτεί τον ζόφο, την παραβατικότητα, τη μη εφαρμογή των νόμων, την τυχαιότητα. Μάλλον από φόβο, κάποιοι ίσως επειδή έχουμε την ανάγκη να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τον απόπατο. Όλοι όμως επειδή ξέρουμε.

Ότι είμαστε μόνοι μας. Ολομόναχοι. Το τελευταίο αποκούμπι μαζί με τους ανθρώπους που μας αγαπούν και τους αγαπάμε είναι αυτός ο αντανακλαστικός μηχανισμός αυτοπροστασίας, η παραδοχή ότι στην οποιαδήποτε στραβή μένουμε μόνοι μας. Εμείς, το μυαλό μας και η αίσθηση αυτοσυντήρησης. Δεν είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης, είναι παραδοχή ότι ζούμε, υπάρχουμε, ξυπνάμε το επόμενο πρωί από τύχη. Είναι τόσο ξεχαρβαλωμένα όλα, τόσο ξένα τα πάντα τριγύρω, που λειτουργούμε μηχανικά και ξεφουσκώνουμε από ανακούφιση κάθε που επιστρέφουμε σπίτι σώοι και αβλαβείς.

Στην κρίση μόνοι, στην πανδημία μόνοι, στα ζόρια μόνοι, στη δουλειά μόνοι, στον Έβρο μόνοι, στις πυρκαγιές μόνοι, στο Μάτι μόνοι, στα Τέμπη μόνοι, στη «στραβή» μόνοι, στις επιδρομές των χουλιγκάνων μόνοι. Οτιδήποτε δεν περνά και από το δικό μας χέρι μοιάζει άρρωστο, το λιγότερο δυσνόητο, ζέχνει. Άνθρωποι τριγύρω που δεν έχουν καμία σχέση μαζί μας, ζουν τη δική τους παράλληλη πραγματικότητα σαν πρωταγωνιστές επεισοδίου του «Black Mirror».

Παραλογισμός, θεσμική κατάπτωση, παντελής έλλειψη στοιχειώδους λογικής σε οτιδήποτε. Το όζον και χαλκευμένο περιβάλλον έχει φέρει στον αφρό μια κοινωνία βίας, ανέχειας, ψέματος, αναξιοκρατίας που έμαθε να επιπλέει και στο τέλος να επιβάλλεται. Που ηδονίζεται να αναδεικνύει την ανομία, να επιχαίρει, να επιδοκιμάζει και να επικροτεί τον παραβατικό όταν εξυπηρετεί ίδια συμφέροντα και να καταδικάζει όταν οι όροι αντιστρέφονται.

Ξέρουμε ακόμα και στην κυβέρνηση που ψηφίζουμε, ποιος κάνει και ποιος δεν κάνει για τη δουλειά, ποιος εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα, ποιος φέρει αξίωμα επειδή έφερε σταυρούς, ποιος αναπνέει τον αέρα που του επιτρέπει ο επιχειρηματίας που τον προστατεύει

Κάποτε φωνάζαμε στο κράτος να μας ακούσει. Τώρα δεν υπάρχει κράτος, είμαστε μόνοι μας. Ξέρουμε ακόμα και στην κυβέρνηση που ψηφίζουμε, ποιος κάνει και ποιος δεν κάνει για τη δουλειά, ποιος εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα, ποιος φέρει αξίωμα επειδή έφερε σταυρούς, ποιος αναπνέει τον αέρα που του επιτρέπει ο επιχειρηματίας που τον προστατεύει. Ξέρουμε. Κι ας μην αντιδρούσαμε μέχρι πρότινος. Τώρα όμως δεν πάει άλλο. Μαζεύτηκαν πολλά, περισσότερα απ’ όσα αντέχουμε μετά από τόσα χρόνια ψυχολογικής και σωματικής πίεσης. Ειδάλλως θα λιώσουμε, θα αποσυνδεθούμε πλήρως όλοι και θα παραδοθούμε στον ζόφο.

Δυο ημέρες τώρα περνούν μπροστά από τα μάτια μου ακατανόητα status, tweets ποτισμένα με μίσος, σχόλια και stories υπανθρώπων. Ο καθένας την ατζέντα του, ο καθένας την ανάγνωση που βολεύει το άρρωστο μυαλό του ή το αφήγημά του. Μην τυχόν θιγεί η ομάδα τους, το κόμμα τους, η ψευτο-ιδεολογία τους, το σενάριο συνομωσίας τους. Ζουν ανάμεσά μας, συνυπάρχουμε, στέλνουμε στα ίδια σχολεία τα παιδιά μας, αγαπάμε την ίδια ομάδα, καθόμαστε δίπλα στο γήπεδο. Μια άνευ προηγουμένου διαδικτυακή μόλυνση που πλέον σέρνεται στις παρυφές της ίδιας της κανονικής ζωής μας, διότι το κινητό και οι οθόνες είναι προέκταση του χεριού, των ματιών, στο τέλος του εαυτού μας.

Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μετατραπεί σε αρένες, είναι το σύγχρονο Κολοσσαίο της λεκτικής βίας, το άντρο της ατιμωρησίας, το meta όπιο του λαού. Κάποτε ήταν η χρήση τοξικών ουσιών, οι μικροκλοπές (κασκόλ και μπουφάν συνήθως) και ο εξευτελισμός αντίπαλων οπαδών, οι βανδαλισμοί εντός και εκτός γηπέδων. Μετά περάσαμε στη διακίνηση ναρκωτικών, στις κανονικές ληστείες με αφορμή την ομάδα, ακόμη και του συνοπαδού. Φτάσαμε να διαφημίζουμε τη σωματική βία που γινόταν ολοένα και πιο σκληρή. Από το ξύλο με γυμνά χέρια, στα μαχαίρια, στα «κέρατα», στις «πεταλούδες», ακόμα και στα περίστροφα.

Πλέον δεν είναι σαφές καν τι ισχύει, από τη στιγμή που μερίδες οπαδών ή ινστρουχτόρων της εκάστοτε «Θύρας» δηλώνουν ό,τι προαιρούνται. Υπάρχουν οι «no politica», οι «antifa», οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αναρχοαυτόνομοι, εκείνοι που πρέπει να αποδείξουν ότι δεν είναι «φλώροι», τα «αφεντικά της πόλης», τα «εθνίκια». Επαίρονται για «σκηνικά», κρεμάνε πανό ανάποδα σαν λάφυρα, επιτίθενται στον δρόμο σε ανυποψίαστα μικρά παιδιά, δέρνουν ακόμα και τυχαίους τύπους που απλώς συναντούν στον διάβα τους.

Με χιλιάδες ακόμα πιο χαλασμένα μυαλά να πανηγυρίζουν πίσω από ένα πληκτρολόγιο, όλα τους παιδιά της διπλανής πόρτας, με ευμετάβλητο χαρακτήρα και εύθραυστη ψυχολογία, με παντελή άγνοια του αγαθού της ζωής. Χαμένα παιδιά, «αριθμοί», ικανά να διαπρέψουν μόνο στις εσωτερικές κυψέλες της εγκληματικής τους νιρβάνας για να «ψηλώνουν» κάνοντας άλλους χιλιάδες νέους να σκρολάρουν στο κινητό αποθεώνοντας τη θηριωδία, σπάζοντας πλάκα με την καφρίλα, επιχαίροντας με το σεξισμό, το ρατσισμό, την ωμή βία, ακόμα και με το θάνατο. Μην έχετε καμία αμφιβολία, εάν δεν έπεφτε νεκρός ο Μιχάλης στη Φιλαδέλφεια, στα κοινωνικά δίκτυα θα κυκλοφορούσαν κραυγές «νίκης», ιαχές επιβολής, κομπορρημοσύνες «κυριαρχίας», πανηγυρισμοί «ισοπέδωσης» των αντιπάλων.

«Σας τρέξαμε», «σας πήραμε», «σας ξεφτιλίσαμε στο σπιτάκι σας», θα ήταν τα πιο ήπια. Αυτό συμβαίνει κάθε που γίνεται ένα σκηνικό. Ανεβαίνουν αποσπάσματα στα ειδικά sites και σε συγκεκριμένους λογαριασμούς και ορδές βαρβάρων έρχονται σε οργασμό ζώντας την ονείρωξή τους. Δεν απλώνεται ποτέ η πληροφορία και δεν σοκάρεται το πανελλήνιο, απλούστατα διότι δεν θρηνούμε κάθε φορά νεκρό.

Μια φορά κι έναν καιρό αναλύαμε ψυχολογικά προφίλ, κάναμε λόγο για συμπεριφορές που εκπορεύονταν από ψυχολογικές πιέσεις, για τάσεις, για ταραχοποιά στοιχεία και «κοινωνικό φαινόμενο». Οι εισαγόμενοι Κροάτες φασίστες, οι Μαρσεϊγέζοι, οι Λιβορνέζοι, οι Ρώσοι, οι Γεωργιανοί, τα πρωτοπαλίκαρα της μαφίας που θα «καθαρίσουν» στο επόμενο σκηνικό, στην επόμενη Φιλαδέλφεια, τι είναι;

Κάποτε οι αποξενωμένοι και οι περιθωριακοί ήταν αυτοί, σήμερα η απομόνωση και η αποξένωση είναι η απάντηση της συντεταγμένης κοινωνίας, η ένταξη στο περιθώριο των εναπομεινάντων λογικών ανθρώπων από συνειδητή επιλογή. Γιατί είμαστε μόνοι μας και θεωρούμε την πολιτική προστασία ανέκδοτο.

Στο απρόοπτο, στο ασυνήθιστο, στο «εκτός πλαισίου», η Αστυνομία είναι απούσα

Με μια Ελληνική Αστυνομία να δρα μονάχα στο comfort zone της, μόνο στα «καθιερωμένα». Στα «μπάχαλα» στις πορείες, στις ψευτομαγκιές στα Εξάρχεια, στα «επί προσωπικού» στιλ Νέας Σμύρνης. Στο απρόοπτο, στο ασυνήθιστο, στο «εκτός πλαισίου», η Αστυνομία είναι απούσα. Γιατί διοικείται και στελεχώνεται από όλους αυτούς που παρατηρούμε γύρω μας και δεν καταλαβαίνουμε. Καθένας με την ατζέντα του, καθένας με τον απώτερο σκοπό του, διεφθαρμένος στον μικρόκοσμό του, βασιλιάς στο κουκούλι της ψευτοεξουσίας του.

Όλοι γνωρίζουμε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Όλοι είμαστε μέλη αυτής της άτυπης συνθηκολόγησης με φαινόμενα, τα όποια έγιναν δεύτερη φύση και παραδεχόμαστε ότι «επικρατούν». Μόνο που πλέον έχουμε υπερβεί τα όρια και εν προκειμένω έχουμε χάσει το μέτρο. Και κάποιοι στην κυβέρνηση ξέρουν. Και κάποιοι στην Αστυνομία ξέρουν. Και κάποιοι στις ΠΑΕ ξέρουν. Και εννοείται και στους συνδέσμους οπαδών ξέρουν. Οι τελευταίοι είναι και εκείνοι που μπορούν να μας διαβεβαιώσουν ότι δεν έχουμε τελειώσει, δεν έχουμε πιάσει πάτο.

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να σταματήσει όλο αυτό – και δεν είναι ευχολόγιο. Να σπάσουν για πρώτη φορά τα στεγανά όλου αυτού του κυψελωτού πράγματος που παραπέμπει σε μαφία και λυμαίνεται και το ποδόσφαιρο και τις ζωές μας. Θέλει τόλμη, θέλει τεράστια αντοχή και πολύ γερό στομάχι, διότι είναι βέβαιο ότι θα ανοίξουν στόματα για να διαπραγματευτούν, για να εκφοβίσουν, για να απειλήσουν, για να εκβιάσουν. Και αυτά που θα πουν πιθανόν να εμπλέκουν και πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας ή και ανθρώπους που αισθάνονται ανέγγιχτοι.

Εν ανάγκη ας ζητηθεί η συνδρομή της Europol, ας μετατεθούν αρμοδιότητες, ας αναλάβει η αντιτρομοκρατική εάν δεν είναι σε θέση ή είναι τόσο διεφθαρμένη η Ελληνική Αστυνομία. Τρόποι υπάρχουν. Κι αυτούς τους ξέρουν εκείνοι που πρέπει. Ναι, θα είναι τεράστιο το πολιτικό κόστος, πιθανόν όλα να μείνουν σε θεωρητικό πλαίσιο, να μην μπορεί να αλλάξει τίποτα, πολύ απλά γιατί δεν γίνεται. Αλλά να προσπαθήσουμε, ειδάλλως δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί είναι το μόνο πράγμα που τελικά δεν ξέρουμε. Η χώρα, οι πολίτες της, η ψυχή της, δεν αντέχουν άλλο. Δεν μας αξίζει να είμαστε μόνοι.