Πολιτικη & Οικονομια

Εκσυγχρονιστής ή παλαιοκομματικός;

Η δύναμη του πρωθυπουργού και ο δρόμος που έχει να διανύσει

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής γράφει για την εικόνα, τη διακυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και τα κρίσιμα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει

Αν ξαφνικά μας επισκεπτόταν ένας κάτοικος του Άρη και προσπαθούσε να καταλάβει τι σόι πολιτικός είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σίγουρα θα δυσκολευόταν. Αν για παράδειγμα διάβαζε την Αυγή ή την Εφημερίδα των Συντακτών, θα είχε την εντύπωση ότι πρόκειται περίπου, για τον αρχηγό μιας οικογενειακής μαφίας που λεηλατεί την Ελλάδα και υπονομεύει τη Δημοκρατία. Από φιλικά του μέσα αντιθέτως θα αποκόμιζε την εικόνα ενός ευρωπαίου πολιτικού με ικανότητες και μόρφωση, ο οποίος έχει βάλει στόχο να κάνει γενναίες μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπίσει χρόνιες παθογένειες της χώρας.

Και ο μεν κάτοικος του Άρη ουδόλως μας ενδιαφέρει, σίγουρα ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει πολλές αφορμές για να αναρωτηθούμε ποιος πραγματικά είναι και τι πιστεύει. Ομολογώ προσωπικά η απορία μου γεννήθηκε διαβάζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις. Προφανώς σε ένα κείμενο καλών προθέσεων δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Ήταν φανερό ωστόσο ότι για τον πρωθυπουργό ήταν και ένα είδος ιδεολογικού μανιφέστου για τον «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό». Εύκολα θα μπορούσε να το προσυπογράψει και ένας εκσυγχρονιστής του ΠΑΣΟΚ. Ήταν καταρχάς οι ρητές αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου και στον Κώστα Σημίτη, αλλά και η καθόλου τυχαία παράλειψη του Κώστα Καραμανλή. Και ήταν βέβαια και τα όσα είπε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον διάλογο, ο οποίος ουσιαστικά είχε τελματώσει από την εποχή πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή. Η παγερή υποδοχή τους από τους βουλευτές του κόμματός του, δίνει ένα μέτρο της σημασίας τους.

Πιο δυνατό άνοιγμα στον μεσαίο χώρο δεν θα μπορούσα να φανταστώ. Χρειάστηκε όμως να περάσουν λίγες μόνο ημέρες για να πληροφορηθούμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακάλεσε τη διαγραφή του Δημάρχου Άργους Δημήτρη Καμπόσου. Ναι, του στελέχους που είχε επικροτήσει τον προπηλακισμό του Γιάννη Μπουτάρη, του «αρεστού των Εβραίων» όπως τον είχε χαρακτηρίσει, λέγοντας ότι αυτή είναι η «μοίρα των προδοτών» για τη στήριξή του στη συμφωνία των Πρεσπών. Τότε ο ίδιος ο Κυριάκος είχε πει ότι στη ΝΔ δεν έχουν θέση διχαστικά και ρατσιστικά σχόλια. Τελικώς έχουν; Πώς μια τέτοια ακροδεξιά πιρουέτα συμβαδίζει με το κεντρώο προφίλ; Και το πιο σημαντικό: υπάρχουν κόκκινες γραμμές;

Προφανώς δεν είναι μόνο αυτό. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Τότε είχε διώξει τον ανιψιό του, τα ερωτήματα ωστόσο για το αν και σε ποιον βαθμό γνώριζε τις δραστηριότητές του, παραμένουν. Η συμπεριφορά άλλωστε της κυβέρνησης σε όλη αυτή την ιστορία είναι απολύτως ενοχική. Για την αντιπολίτευση οι παρακολουθήσεις ήταν η απόδειξη της ύπαρξης της κλίκας του Μαξίμου η οποία παρακολουθεί φίλους και αντιπάλους, στοχεύοντας όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο οικονομικό συμφέρον. Για τους φίλους της κυβέρνησης πάλι, αρκούσε η δικαιολογία ότι παρακολουθήσεις γίνονταν πάντα. Ο λεκές πάντως δύσκολα θα φύγει.

Εξ ίσου ενοχική είναι και η συμπεριφορά στο ζήτημα των επαναπροωθήσεων, ενώ γενικότερα στο θέμα του μεταναστευτικού ακολουθεί μια σκληρή, δεξιά πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση των ΜΚΟ. Κάποιες σίγουρα είναι υπόλογες για κακοδιαχείριση. Οι διώξεις ωστόσο εναντίον ακτιβιστών για κατασκοπεία είναι ίδιον αυταρχικού κράτους. Ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, όπως της κολυμβήτριας από τη Συρία, έχουν προκαλέσει διεθνή κατακραυγή.

Όμως και στις μεταρρυθμίσεις οι επιδόσεις της (προηγούμενης) κυβέρνησης είναι αμφισβητούμενες. Προφανώς στην ψηφιοποίηση του κράτους υπήρξε σημαντική πρόοδος. Μικρότερη πρόοδος έγινε στη μείωση της γραφειοκρατίας. Σε κάποιες περιπτώσεις μεταμορφώθηκε απλώς σε ψηφιακή. Μεταρρυθμίσεις, ορισμένες σημαντικές, έγιναν και στην παιδεία, έστω και αν κάποιες έμειναν ανολοκλήρωτες. Στα φιλελεύθερα ανοίγματα θα προσμετρηθεί και η πρόθεση νομιμοποίησης του γάμου των ομοφύλων. Στην υγεία τέλος το ΕΣΥ έχει υποχωρήσει δραματικά, πέρασε ωστόσο με σχετική επιτυχία το τεστ της πανδημίας που δοκίμασε τις αντοχές του συστήματος. Ειδικότερα η εκστρατεία για τον εμβολιασμό ήταν μια από τις πιο καλές στιγμές του κυβερνητικού επιτελείου. 

Από εκεί και πέρα η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει πολλά. Σε ορισμένους τομείς μάλιστα δεν υπήρχε ούτε σχέδιο ούτε κατανόηση της σημασίας τους. Ξεχωρίζουν η δικαιοσύνη και φυσικά οι συγκοινωνίες με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Ακόμα και στην Πολιτική Προστασία χρειάστηκε η μεγάλη καταστροφή στην Εύβοια για να υπάρξει κινητοποίηση. Όσο για το επιτελικό κράτος, φαντάζομαι κανείς δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Σε κάθε περίπτωση δεν απέτρεψε τον διορισμό πολιτευτών σε θέσεις ευθύνης. Χρειάστηκε να περάσει μία τετραετία για να επανέλθει η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη, ως διακήρυξη επί του παρόντος, για την επιλογή των επικεφαλής φορέων του δημοσίου, με διαγωνισμό. Όσο για τις απευθείας αναθέσεις που γνώρισαν άνθηση την τελευταία τετραετία, η κρίση μας θα πρέπει να περιμένει. Οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας και η απίστευτη γραφειοκρατία των δημόσιων διαγωνισμών, ενδεχομένως δικαιολογούν ένα μέρος τουλάχιστον από αυτές. Και εδώ, όπως και στο ζήτημα των προσλήψεων, η κυβέρνηση υπόσχεται αλλαγές.

Eίναι φανερό ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών και η προοπτική των πόρων του ταμείου ανάκαμψης συνέβαλαν καθοριστικά στους ρυθμούς ανάπτυξης και στη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας

Θετικός είναι, τέλος, ο απολογισμός στην οικονομία. Μετά τις περιπέτειες επί Σύριζα, υπήρχε η αίσθηση σοβαρότητας και επιστροφής σε μια κάποια κανονικότητα. Αυτό είχε ανάγκη η χώρα. Την ίδια στιγμή ωστόσο είναι φανερό ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών και η προοπτική των πόρων του ταμείου ανάκαμψης συνέβαλαν καθοριστικά στους ρυθμούς ανάπτυξης και στη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας. Χάρη σε αυτά μάλλον και όχι τόσο στη συνετή διαχείριση, μπόρεσε και μοίρασε ενισχύσεις και επιδόματα πέρα από κάθε προσδοκία. Και βέβαια τα δομικά προβλήματα παραμένουν, με κορυφαία, το έλλειμμα επενδύσεων και την αύξηση και πάλι του εξωτερικού ελλείμματος.

H αντιφατικότητα αντιμετωπίζεται από ένα τμήμα τουλάχιστον των ψηφοφόρων και ως έλλειψη συνέπειας, ως συμβιβασμός με τις πιο συντηρητικές δυνάμεις του κόμματος ή ακόμα χειρότερα και ως υποκρισία

Ορισμένοι επικοινωνιολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η αντιφατικότητα, το ότι έχει δηλαδή κάτι για όλους, αποτελεί τη δύναμη του πρωθυπουργού. Δεξιά πολιτική στα ζητήματα ασφάλειας, π.χ. φράχτης στον Έβρο, φιλελευθερισμός, π.χ. δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ, αλλά και παροχολογία για τους πιο αδύναμους, π.χ. market pass. Σίγουρα μέτρησαν και αυτά. Χωρίς τις παροχές, δύσκολα θα μπορούσε να εξηγηθεί η μεγάλη ενίσχυση της ΝΔ σε οικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές. Την ίδια στιγμή όμως η αντιφατικότητα αντιμετωπίζεται από ένα τμήμα τουλάχιστον των ψηφοφόρων και ως έλλειψη συνέπειας, ως συμβιβασμός με τις πιο συντηρητικές δυνάμεις του κόμματος ή ακόμα χειρότερα και ως υποκρισία. Είναι οι ψηφοφόροι που δεν στήριξαν τον Μητσοτάκη για τις επί μέρους πολιτικές του, αλλά για το συνολικό του προφίλ ως υπεύθυνου μετριοπαθούς εκσυγχρονιστή πολιτικού. Είναι οι ψηφοφόροι που εκφράζουν την ιδεολογική και πολιτική μεταστροφή που έχει επιφέρει το τραύμα της δεκαετούς κρίσης. Και αυτό ακριβώς το προφίλ πλήττουν επιλογές που μοιάζει να ανήκουν σε παλαιοκομματικές λογικές. Ασφαλώς αυτοί οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν την ανάγκη να τηρούνται κάποιες ισορροπίες. Την ίδια στιγμή όμως περιμένουν η εκλογική νίκη και η συντριβή του Τσίπρα να μεταφραστούν σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Άλλωστε αυτά μετράνε. Κανείς δεν γνωρίζει αν ήταν «ειλικρινείς» ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου ή ο Κώστας Σημίτης. Και αυτοί είχαν αντιφατικές πλευρές. Αν τους μνημονεύουμε σήμερα είναι για το έργο που άφησαν, το πέρασμα από τη Χούντα στη Δημοκρατία, την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, το ΕΣΥ, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου και την κατάργηση κατάλοιπων του εμφυλίου ή το Ευρώ, τα μεγάλα έργα και τους Ολυμπιακούς. Με αυτή την έννοια η κρίση μας για τον σημερινό πρωθυπουργό θα πρέπει να περιμένει. Δεν θα κριθεί για την ειλικρίνειά του, που δεν γνωρίζουμε, ούτε όμως και για τις διακηρύξεις του, αλλά για το αν και σε ποιον βαθμό θα τις κάνει πράξη. Κι ακόμα έχει κάμποσο δρόμο να διανύσει.