Πολιτικη & Οικονομια

Τα δίκτυα του αντισυστημισμού

Παραμένει άξιο μελέτης το πώς κόμματα ανύπαρκτα μέχρι πρότινος πετυχαίνουν σημαντική εκλογική επιτυχία σε πολιτικό χρόνο μηδέν

Βασίλης Βαμβακάς
ΤΕΥΧΟΣ 879
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα κόμματα Σπαρτιάτες και Νίκη, ο αντισυστημισμός και η προσέλκυση ψηφοφόρων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Η επιτυχία του κόμματος των Σπαρτιατών ξάφνιασε. Το ποσοστό που κατάφερε να αποσπάσει μέσα σε λίγες βδομάδες προεκλογικής εκστρατείας ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Όμως η έκπληξη μειώνεται εάν συνυπολογιστεί ότι ουσιαστικά αποτέλεσε το κόμμα καμουφλάζ του Ηλία Κασιδιάρη που όλα έδειχναν ότι είχε σημαντική απήχηση πριν τις εκλογές και γι’ αυτό έγιναν, με τελικά περιορισμένο αποτέλεσμα, όλες οι νομικές προσπάθειες αναχαίτισής του. Εντούτοις παραμένει άξιο μελέτης το πώς ένα κόμμα ανύπαρκτο μέχρι πρότινος πετυχαίνει σημαντική εκλογική επιτυχία σε πολιτικό χρόνο μηδέν με ελάχιστους εμφανείς πόρους επικοινωνίας και οργάνωσης.

Η εξήγηση είναι σχετικά απλή. Το διαδίκτυο. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Ας θυμηθούμε ότι το 2012 γεννήθηκε το πρώτο διαδικτυακό κόμμα στην Ελλάδα, το πρώτο κόμμα του Facebook. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου. Ένα κόμμα που επίσης σε μικρό χρονικό διάστημα (από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο) κατάφερε να πιάσει το 10% στις εκλογές του 2012, κεφαλαιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τη ριζοσπαστικοποίηση δεξιών ψηφοφόρων που δεν ακολούθησαν τη μεταστροφή του τότε αρχηγού της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά στο «μνημονιακό» στρατόπεδο. Ουσιαστικά εξέφρασε την πάνω (ακροδεξιά) πλατεία των Αγανακτισμένων (μαζί με τη Χρυσή Αυγή) και στη συνέχεια το 2015 συγκρότησε την αντιμνημονιακή κυβέρνηση ως συμπλήρωμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό που συνέβη με το κόμμα των Σπαρτιατών συνέβη άλλωστε και με το κόμμα Νίκη στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση του 2023, αν και εκεί το εκκλησιαστικό κύκλωμα δείχνει πιο σημαντικό από το διαδικτυακό. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως έχουμε να κάνουμε με σχετικά αφανή δίκτυα άσκησης πειθούς, με διαύλους επικοινωνίας και οργάνωσης που βρίσκονται μακριά από τους κεντρικούς πυλώνες ενημέρωσης, με μια καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια μιας από τα κάτω υποστήριξης και διάδοσης του μηνύματος αυτών των κομμάτων. Αν κρατήσουμε τον συμβατικό ορισμό αυτών των πολιτικών σχηματισμών ως ακροδεξιών, είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι καταφέρνουν να λειτουργήσουν «κάτω από το ραντάρ» των κυρίαρχων μίντια και να εκμεταλλευτούν ταυτόχρονα παραδοσιακά και υπερμοντέρνα δίκτυα επικοινωνίας.

Υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που ανεξάρτητα από το εάν έχει κάποιο αριστερό ή δεξιό ιδεολογικό πρόσημο, πάνω από όλα αυτοπροσδιορίζεται ως ενάντια στο «σύστημα» της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας και κυρίως αντλεί και διακινεί πληροφορίες μέσα από τα περίπλοκα μονοπάτια των social media. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο βασικός παράγοντας πολιτικοποίησης του αντισυστημικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας από το 2010 και ύστερα δεν είναι κάποιο πρόσωπο ή κόμμα αλλά το ίδιο το μέσο που χρησιμοποιεί, η νέα τεχνολογία που του δίνει ταυτόχρονα φωνή, δομή και τελικά ρευστή πολιτική υπόσταση. Ο εκδημοκρατισμός της επικοινωνίας είναι ο τέλειος υποστηριχτής, το βασικό εργαλείο ριζοσπαστικών ακόμη και εξτρεμιστικών δυνάμεων. Το γνωρίζουμε πολύ καλά και στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο. Η άνοδος των ακραίων μισαλλόδοξων φωνών (ανάμεσά τους και των φασιστικών) είναι το τίμημα αυτού του εκδημοκρατισμού.

Θα ήταν άλλωστε τουλάχιστον οξύμωρο στις πρόσφατες εκλογές να μη φανεί πολιτικά με κάποιον τρόπο εκείνο το τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης που τα χρόνια της πανδημίας με σθένος υποστήριξε κάθε αντιεπιστημονική προσέγγιση, είτε αυτή αφορούσε τις μάσκες είτε τον κοινωνικό συγχρωτισμό είτε τα εμβόλια. Θα ήταν επίσης περίεργο να μην αποτυπωθεί με κάποιον τρόπο πολιτικά εμφανή η σημαντική στη χώρα μας φιλορωσική διάθεση που είτε εκφράστηκε ανοιχτά μετά την εισβολή της Ρωσίας της Ουκρανίας είτε κεκαλυμμένα μέσα από μια υποτιθέμενη ειρηνοφιλία.

Μπορεί η αντιευρωπαϊκή και αντιπαγκοσμιοποιητική διάθεση που εξέφρασε το αντιμνημονιακό μέτωπο της δεκαετίας του 2010 σήμερα να έχει ηττηθεί απόλυτα, όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φλόγες αντισυστημισμού που μένουν άσβεστες είτε στο ακροδεξιό είτε στο ακροαριστερό ιδεολογικό πεδίο, που συχνά άλλωστε είναι συγκοινωνούντα δοχεία (βλ. το κόμμα Πλεύση Ελευθερίας). Μπορεί οι απόψεις αυτού του τμήματος της ελληνικής κοινωνίας να φαίνονται απαρχαιωμένες, αντιδραστικές ακόμη και ολοκληρωτικές, δεν παύουν όμως να διαμεσολαβούνται από σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Instagram, Tik-Tok κ.ά.) και διαπνέονται όχι μόνο από θρησκοληψία αλλά και από περίπλοκα σενάρια επιστημονικής φαντασίας-συνωμοσιολογίας. Γι’ αυτό δεν απευθύνονται μόνο σε ηλικίες που αναπολούν το παρελθόν κλειστών παραδοσιακών κοινωνιών αλλά και σε νεότερες, εκείνες που έχουν βρει στην ψηφιακή εποχή τη δυνατότητα ανασύστασης σκληρών κοινοτισμών και ιδεοληπτικών παρωπίδων.

Η παράλληλη Ελλάδα, η Ελλάδα που αναπολεί έναν χαμένο κόσμο και φοβάται τον πραγματικό, που εχθρεύεται το παρόν, μπορεί να είναι κάπως αόρατη, μπορεί να είναι οπισθοδρομική ή έτοιμη για νέες μορφές εκφασισμού, είναι όμως δημιούργημα και μέτοχος της νέας πραγματικότητας, έτοιμη να αξιοποιήσει κάθε τεχνολογική ή μεταμοντέρνα δυνατότητα για να ακουστεί η συνήθως άναρθρη κραυγή της. Αν και απέχει μόνο μερικά κλικ από την υπόλοιπη Ελλάδα της δημοκρατικής «κανονικότητας» και τους εκσυγχρονισμού, τα τείχη που υψώνει είναι όλα και μεγαλύτερα, τα κοινωνικά της δίκτυα την αυτοπαγιδεύουν σε όλο και μεγαλύτερη απομόνωση.