Πολιτικη & Οικονομια

Μιλώντας πολιτικά για την παραίτηση Τσίπρα

Το σκληρό πολιτικό παιχνίδι και ο σεβασμός των κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το μέλλον της Αριστεράς και οι δηλώσεις από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια πράξη πολιτική και σαν τέτοια παρουσιάστηκε και από τον ίδιο. Οι λίγες προσωπικές και συναισθηματικές αναφορές, αναπόφευκτες σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν διατάραξαν το πολιτικό σκεπτικό και τους λόγους της απόφασής του να κάνει «μερικά βήματα πίσω για να περάσει το νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ». Άλλωστε, το ίδιο είχε κάνει και ο προκάτοχός του Αλέκος Αλαβάνος τον οποίο κατάπιε στη συνέχεια το «νέο κύμα» εκείνης της εποχής που είχε φέρει τον Τσίπρα στην ηγεσία της Αριστεράς. Ακόμα και τη στιγμή της αποχώρησής του, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, να επιμείνει στις απόψεις του και να υπερασπιστεί τις αποφάσεις που πήρε στη διάρκεια της 15χρονης παραμονής του στην αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι παραιτήσεις στην πολιτική δεν είναι όλες οι ίδιες, όπως άλλωστε και οι λόγοι που οδηγούν σε αυτές. Ο Χαρίλαος Φλωράκης που και αυτός συμβουλευόταν το μαξιλάρι του, παραιτήθηκε πριν «να είναι ανήμπορος να εμποδίσει τις κότες να του τρώνε τα ψίχουλα από τη χούφτα του». Η Μαρία Δαμανάκη παραιτήθηκε το ίδιο βράδυ που ο Συνασπισμός έμεινε εκτός Βουλής, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ όταν θεώρησε ότι με τον τρόπο αυτό μπορούσε να συμβάλλει στη συνέχιση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, ενώ ο Κώστας Καραμανλής το έβαλε ουσιαστικά στα πόδια όταν συνειδητοποίησε ότι με την πολιτική του είχε ανοίξει οριστικά την πόρτα του ΔΝΤ και των μνημονίων για τη χώρα. Όλες αυτές οι παραιτήσεις, όπως και αυτές που ακολούθησαν έγιναν αντικείμενο σκληρής πολιτικής κριτικής από αντίπαλες και «φίλιες» κομματικές δυνάμεις.

Την ίδια κριτική αντιμετώπιση είχε και πρέπει να έχει η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή αφορά σε έναν πολιτικό που κάθε άλλο παρά «κρέμασε τα παπούτσια του», πράγμα που διευκρίνισε απολύτως και ο ίδιος στην ομιλία με την οποία συνόδευσε την παραίτησή του: «Είμαι και θα είμαι παρών στους κοινούς μας αγώνες». Επρόκειτο για έναν αποχαιρετισμό-πλατφόρμα για το μέλλον της Αριστεράς στον οποίο δεν παρέλειψε να πει για τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι υπήρξαν συμπαραστάτες ξένων συμφερόντων («ισχυρές δυνάμεις έξω από την χώρα (που) έβρισκαν ισχυρούς συμπαραστάτες μέσα σε αυτήν»), επαναφέροντας με πιο κομψό τρόπο τον χαρακτηρισμό τους ως «γερμανοτσολιάδων».

Συνηθίζεται σε μια τέτοια κορυφαία για την προσωπική διαδρομή ενός πολιτικού να υπάρχει και μια πλευρά αυτοκριτικής στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του. Στην περίπτωση Τσίπρα τέτοια αυτοκριτική διάθεση δεν υπήρξε ούτε απέναντι στην παράταξή του που είδε την εκλογική της δύναμη να υποδιπλασιάζεται, ούτε απέναντι στη χώρα για μερικές έστω από τις δραματικές του αυταπάτες που λίγο έλειψε να τερματίσουν την ευρωπαϊκή της πορεία και να την οδηγήσουν στην πτώχευση. Δεν βρήκε καν μια λέξη να πει για τον προσβλητικό και απαξιωτικό για την Αριστερά εναγκαλισμό του με τον ακροδεξιό «Ματρόζο». Όλες οι ευθύνες έπεσαν, για μια ακόμη φορά, στις άλλες προοδευτικές δυνάμεις που δεν έπιασαν το νόημα της απλής αναλογικής και στον λαό που «δικαιούται να σφάλλει».

Η συζήτηση γύρω από την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα διανθίστηκε και με μια ορολογία χαρακτηρισμών όπως «αξιοπρέπεια», «γενναιότητα», «στενοκαρδία», «αστική ευγένεια» κλπ. Είναι όροι που ξεφεύγουν από το αυστηρά πολιτικό πλαίσιο αλλά που, στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκαν για καθαρά πολιτικούς λόγους. Η δήλωση του πρωθυπουργού δεν έγινε λόγω έλλειψης αστικής ευγένειας αλλά επειδή επέλεξε να κρίνει πολιτικά την παραίτηση ενός πολιτικού του αντιπάλου που μπορεί να ξαναβρεί στο δρόμο του. Ούτε φυσικά ο Νίκος Ανδρουλάκης ή ο Δημήτρης Κουτσούμπας σιώπησαν από στενοκαρδία για τον αποχωρούντα από τη θέση του Τσίπρα. Όλοι τους θα κριθούν για την πολιτική τους στάση.

Ομοίως και οι δηλώσεις στελεχών διαφόρων κομμάτων που υπαγορεύτηκαν κυρίως από την ανάγκη να προωθήσουν τις πολιτικές θέσεις που έχουν ήδη διατυπώσει αλλά και τις βλέψεις τους για την επόμενη μέρα αναβιώνοντας τα σενάρια της «προοδευτικής συνεργασίας» με τον ΣΥΡΙΖΑ. Έστω και αν η σκοπιμότητα αυτή απαιτούσε την αξιοποίηση μιας παραίτησης στην οποία υποκλίθηκαν. Όλα αυτά μπορούν ίσως να γίνουν κατανοητά στο πλαίσιο ενός σκληρού πολιτικού παιχνιδιού που θα συνεχιστεί με την ίδια αμείωτη ένταση. Προϋπόθεση ωστόσο είναι η ειλικρίνεια των απόψεων και ο σεβασμός των κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης.