Πολιτικη & Οικονομια

Η λαίδη Μάκβεθ με το μπιτόνι

Λίγες σκέψεις με αφορμή έναν εμπρησμό

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν οι άνθρωποι ανακαλύψουν τη φωτιά, η ζωή τους ήταν ένα σκέτο βάσανο. Κρύο, σκοτάδι, ωμό κρέας… Έπειτα, τα πάντα άλλαξαν. Η ζωή έγινε πολύ πιο απλή, πολύ πιο ευχάριστη. Μπορούσες να κάθεσαι στη σπηλιά σου φορώντας μια ελαφριά προβιά, να τσιμπολογάς καλοψημένα παϊδάκια από μαμούθ, να φλερτάρεις στο φως της φλόγας την τριχωτή γειτόνισσα…

Ακόμα και τότε όμως η φωτιά δεν ήταν κάτι το δεδομένο. Οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να την ανάψουν και ακόμα περισσότερο να τη συντηρήσουν. Έτρεφαν λοιπόν μεγάλο σεβασμό προς αυτό το θαύμα της φύσης. Είναι ενδεικτικό πως σε όλους σχεδόν τους αρχαίους πολιτισμούς η φωτιά ήταν κάτι το ιερό. Υπήρχαν τελετές, συμβολικές πράξεις και άτομα επιφορτισμένα να την προσέχουν. Πολλές από αυτές τις τελετουργίες έχουν περάσει και στις μέρες μας (πχ τα εκνευριστικά καντηλάκια που σου κοτσάρουν στο τραπέζι σε κάποια εστιατόρια).

Όμως, ως γνωστόν, ο άνθρωπος έχει ορισμένα θεματάκια με τη διαχείριση του μίσους. Έτσι, καθώς οι αιώνες περνούσαν, κάποιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τη φωτιά ενάντια σε άλλους. Η ιστορία και οι λαϊκές παραδόσεις είναι γεμάτες από τέτοιες πράξεις. Από πυρπολήσεις πόλεων, από καψίματα έργων τέχνης, από εμπρησμούς βιβλιοθηκών, από κλειδώματα σε φλεγόμενα κτίρια, από επίσημες εκτελέσεις στην πυρά …

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι κανείς εμπρησμός δεν κατάφερε να περάσει στην ιστορία με θετικό πρόσημο. Ακόμα και οι πυρπολήσεις που έγιναν από την πλευρά με την οποία ταυτιζόμαστε, φέρουν πάνω τους κάτι το αρνητικό. Σαν να ντρεπόμαστε για αυτές. Σαν να είναι κάτι που θα προτιμούσαμε να προσπεράσουμε. Όσο για τους αυτουργούς, εκείνοι συνήθως παριστάνουν τους ανήξερους. Ο Νέρωνας δεν παραδέχτηκε ποτέ πως έβαλε την φωτιά στη Ρώμη. Ο Μιχαλολιάκος έχει κάνει γαργάρα τους εμπρησμούς στην εφημερίδα Αυγή και στο περιοδικό Αντί. Ακόμα και όσοι αναλαμβάνουν, ανώνυμα, την ευθύνη για έναν εμπρησμό, σπανίως παραδέχονται επωνύμως ότι εκείνοι άναψαν το σπίρτο ή έδωσαν την εντολή.

Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε γιατί μια πυρκαγιά έχει πάντα αρνητικό πρόσημο. Όποιος έχει βρεθεί έστω και μια φορά σε έναν χώρο που έχει καταστραφεί από φωτιά, όποιος έχει αντικρίσει τους κατάμαυρους τοίχους και τα κουφάρια των αντικειμένων που κάποτε χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους, όποιος έχει εισπνεύσει τη μυρωδιά που μένει για μήνες εγκλωβισμένη στα κτίρια, ξέρει πως ένας εμπρησμός –ο οποιοδήποτε εμπρησμός- δεν μπορεί να είναι καλό πράγμα. Δεν χρειάζεται να υπάρξει νεκρός για να το αντιληφθούμε -αν και δυστυχώς το έχουμε ζήσει και αυτό.

Εκτός από ύπουλη και θρασύδειλη, η πράξη αυτή τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται και άσκοπη. Ειδικά όταν στρέφεται ενάντια σε ιδέες. Μια εφημερίδα δεν ταυτίζεται φυσικά με τα γραφεία, τις καρέκλες και τους υπολογιστές της. Έτσι, μπορεί ο εμπρησμός να κάνει για ένα διάστημα τη ζωή των εργαζόμενων δύσκολη, όμως δεν μπορεί να επηρεάσει τις ιδέες τους, τις λέξεις τους ή την αισθητική τους. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω είναι να επιστρατευτούν άλλες ιδέες, άλλες λέξεις και άλλη αισθητική.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είναι τυχαίο που ο εμπρηστής αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντα με περιφρόνηση. Ιδιαίτερα όταν επιχειρεί να εμπλέξει και άλλους στην πράξη του. Όταν προσπαθεί να κατασκευάσει συνενόχους. Όταν ισχυρίζεται ότι δρα στο όνομα του «λαϊκού κινήματος». Με τον τρόπο αυτό, το μόνο που καταφέρνει είναι να συκοφαντήσει αγώνες, προσπάθειες και ιδέες. Στην πραγματικότητα είναι μόνος του. Και η πράξη του θα τον χαρακτηρίζει για πάντα. Η λαίδη Μάκβεθ αδυνατούσε να καθαρίσει τις –αόρατες- κηλίδες του αίματος από τα χέρια της. Ούτε όμως οι κηλίδες της βενζίνης βγαίνουν και πολύ εύκολα.