Πολιτικη & Οικονομια

Ο άνθρωπος που θα γερνούσε πρωθυπουργός

Η απόλυτη δικαίωση του Κυριάκου Μητσοτάκη και η προφητεία του Αλέξη Τσίπρα από το 2015

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η διαχρονική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη και η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων.

Ας πάμε μερικά χρόνια πίσω, στο φθινόπωρο του 2015. Μέχρι το τρίτο τρίμηνο της κρισιμότερης –και πολιτικά πιο ταραχώδους– χρονιάς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο Αλέξης Τσίπρας είχε ήδη καταγράψει τρεις θριάμβους. Τον Ιανουάριο του 2015 έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας, τον Ιούλιο κέρδισε το –αμίμητο– δημοψήφισμα αψηφώντας τις δημοσκοπήσεις, ενώ η ιστορική του πλέον «κωλοτούμπα» δεν στάθηκε αρκετή ώστε να του στερήσει ακόμα μία νίκη στις εκλογές του 2015. Με τη Νέα Δημοκρατία να περνάει τη δυσκολότερη φάση της ιστορίας της, και το ΠΑΣΟΚ να έχει μετατραπεί σε μη υπολογίσιμο παράγοντα ήδη από το 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα έμοιαζε ανίκητος.

Σπάνια ένας άνθρωπος και κυρίως ένας πολιτικός έχει σταθεί τόσο τυχερός και ταυτοχρόνως τόσο ανίκανος να εκμεταλλευτεί αυτή του την τύχη. Αναλύσεις επί αναλύσεων έχουν γραφτεί για τον ίδιο, για το θράσος του αλλά και για τις αδιαμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες, κυρίως σε ό,τι αφορά το κομμάτι της πολιτικής επικοινωνίας και της ρητορικής δεινότητας. Όμως, ο Τσίπρας πάντα ήξερε πως η παντοδυναμία του θα απειλούνταν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Το κρίσιμο σημείο της εκλογής Μητσοτάκη

Το πρώτο εξάμηνο του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ γενικότερα, είχαν μαζί τους σημαντική μερίδα του Τύπου. Συγκεκριμένα, η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ερμηνεύτηκε από πολλούς ως μια καθοριστική τομή στην ελληνική πολιτική ιστορία, με τον Αλέξη Τσίπρα να αποκαλείται ως «ο άνθρωπος που θα γεράσει πρωθυπουργός». Τόση ήταν η βεβαιότητα αρκετών για το ότι κανείς και ποτέ στο άμεσο μέλλον δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πολιτική του κυριαρχία. Αντίστοιχα, κανείς δεν πίστεψε πως η εκλογή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ως προσωρινού προέδρου της ΝΔ μετά τη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 θα ήταν αρκετή ώστε μέσα σε λίγους μήνες –και παρά το κάζο της  διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς»– ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσει ξανά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν ιδανικός αντίπαλος για τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς προσέφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την επανεκλογή του με βάση τον ίδιο άξονα: το καινούργιο εναντίον του παλιού.

Ο ίδιος ο Τσίπρας το ήξερε αυτό καλύτερο από όλους, καθώς τον Οκτώβριο του 2015 –με τον Μεϊμαράκη να διεκδικεί την αρχηγία της ΝΔ απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη– ο τότε πρωθυπουργός είχε εκφραστεί δημοσίως στη Βουλή υπέρ της υποψηφιότητας του πρώτου, λέγοντας πως ελπίζει να τον έχει απέναντί του και στο μέλλον. Ο λόγος φυσικά ήταν πως τον Μεϊμαράκη μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Με τον Μητσοτάκη τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς παρά τη γεμάτη αυτοπεποίθηση ρητορική του ο Τσίπρας γνώριζε καλά πως ως πρόεδρος της ΝΔ και επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα τον δυσκόλευε. Ο Μητσοτάκης είχε ήδη δώσει το στίγμα μιας στροφής προς το κέντρο και μιας μεταρρυθμιστικής λογικής την οποία ήθελε να μεταφέρει στο κόμμα του. Άλλωστε, οι προθέσεις του ήταν ολοφάνερες όταν επέλεξε να μην ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η αδυναμία αντιμετώπισης του Μητσοτάκη

Η εκλογή του Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ήταν το σημείο που γύρισε την τύχη του Αλέξη Τσίπρα. Ήδη από τους πρώτους μήνες ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάφερε να κάνει rebrand σε ένα κόμμα το οποίο είχε βγει από την προηγούμενη πενταετία κουρασμένο και πληγωμένο. Δεν ήταν τυχαίο πως από τον Ιανουάριο του 2016 η ΝΔ πέρασε μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, με τα μετέπειτα εκλογικά αποτελέσματα γνωστά σε όλους. Όμως, πώς κατάφερε ο μετριοπαθής και μαζεμένος Μητσοτάκης να εξαϋλώσει το πολιτικό κεφάλαιο του Τσίπρα, ο οποίος νωρίτερα είχε κερδίσει μόνος του τα δύο κόμματα που είχαν καθορίσει τη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας; Σε αντίθεση με τον Τσίπρα, ο πρόεδρος της ΝΔ πρότεινε μετρημένες και ρεαλιστικές λύσεις, οι οποίες απέπνεαν τη σταθερότητα στην οποία οι Έλληνες πολίτες ήθελαν να επιστρέψουν. Κρίσιμα, αντί να προχωρήσει σε λαϊκίστικες υποσχέσεις στις οποίες ο Τσίπρας θα μπορούσε να επενδύσει για μία ακόμη φορά στον άξονα «παλιό εναντίον νέου», ο Μητσοτάκης πρότεινε ένα μετρημένο μείγμα πολιτικής, υποσχόμενος ελάχιστα. Σε αυτή την πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα μπορούσαν ποτέ να απαντήσουν – κυρίως γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να την καταλάβουν.

Δεν είναι τυχαίο πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ανέκαθεν πρόβλημα να αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη σε προσωπικό επίπεδο, υποτιμώντας την απήχηση του μετριοπαθούς μηνύματός του. Από το 2016 μέχρι και το 2019 ο τότε πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκαλούνταν υποτιμητικά «Κούλης», ενώ σημαντική μερίδα του Τύπου αλλά και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν –ή ήθελαν να πιστεύουν– πως ο Μητσοτάκης ήταν πολύ μαλθακός για να κερδίσει έναν χαρισματικό και «μπαλκονάτο» πολιτικό σαν τον Τσίπρα. Μετά τη νίκη της ΝΔ το 2019, το αφήγημα του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε πλήρως: Ο Κούλης εξαφανίστηκε. Τη θέση του πήρε ένας ακροδεξιός και νεοφιλελεύθερος power-hungry άρχων, με τον Τσίπρα να αποδίδει στον εαυτό του τον ρόλο του προστάτη της κοινωνίας ως απάντηση. Αυτό ήταν, άλλωστε, και το αφήγημα του Τσίπρα στο διάστημα μεταξύ των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου: η αποτροπή ενός πανίσχυρου, αντιδημοκράτη Μητσοτάκη. Η αδυναμία του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ευρύτερα να προβάλουν έναν πραγματικά πολιτικό λόγο απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη δική του Νέα Δημοκρατία, τόσο όταν εκείνος ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά κυρίως όσο ήταν υπεύθυνος της διακυβέρνησης της χώρας, συνοψίζεται από το ανεκδιήγητο αλλά συνοπτικό μήνυμα «Μητσοτάκη γ…..σαι». Το οποίο εμφανίστηκε και στο φεστιβάλ νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και ο Μητσοτάκης γ….αν στο μυαλό των φίλων της αντιπολίτευσης επειδή οι ίδιοι δεν περίμεναν ποτέ πως το μήνυμά του θα λαμβάνονταν ξεκάθαρα υπόψη από την ελληνική κοινωνία.

Η σύγκρουση δύο κόσμων

Η σύγκρουση Τσίπρα - Μητσοτάκη ήταν σύγκρουση δύο κόσμων. Ο Τσίπρας ανέκαθεν εκπροσωπούσε την ημιμάθεια και την υπερβολή, ενώ ο Μητσοτάκης τη μελέτη και τη μετριοπάθεια. Πολλές φορές ο Τσίπρας προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον πολιτικό του αντίπαλο αναφερόμενος στο προβάδισμα που είχε στη ζωή του, νομίζοντας πως θα πείσει μια κρίσιμη μερίδα του εκλογικού σώματος ότι ο ίδιος αποτελεί τον αυθεντικό εκφραστή της, παρά το γεγονός ότι ούτε εκείνος είχε πραγματικά λαϊκές καταβολές. Φυσικά, το προβάδισμα του Μητσοτάκη ήταν ασύγκριτο. Όμως το ίδιο –και μεγαλύτερο– προβάδισμα είχε και ο Κώστας Καραμανλής, αλλά και ο Γιώργος Παπανδρέου, από τους οποίους ο νυν πρωθυπουργός έχει ήδη κυβερνήσει πολύ καλύτερα. Η εστίαση του Τσίπρα στο κομμάτι αυτό ήταν λανθασμένη και καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς το εκλογικό σώμα απόδειξε πως δεν έχει κανένα πρόβλημα να ψηφίσει απογόνους μεγάλων πολιτικών αρχηγών. Δεν είναι τυχαίο πως οι Καραμανλής και Παπανδρέου υποσχέθηκαν ασύλληπτα πράγματα στο ελληνικό εκλογικό σώμα για αυτό και τιμωρήθηκαν – κάτι που ο Μητσοτάκης δεν έκανε ποτέ γι’ αυτό και επανεξελέγη.

Ωστόσο, και ο ίδιος ο Μητσοτάκης δεν θα έφτανε ποτέ εκεί που είναι σήμερα χωρίς τον Τσίπρα. Η μεγαλύτερη συμβολή του Αλέξη Τσίπρα στην ελληνική ιστορία είναι πως ο μύθος της μεταπολιτευτικής αριστεράς, καθώς και η αλόγιστη παροχή υποσχέσεων στο εκλογικό σώμα, πλέον δεν συγκινούν τους Έλληνες πολίτες. Χωρίς το παρανοϊκό πρώτο εξάμηνο του 2015, το μετριοπαθές πολιτικό αποτύπωμα του Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε ούτε να επικρατήσει εσωκομματικά ούτε να σταθεί πολιτικά – όπως δεν θα έκανε ποτέ και στις δεκαετίες της υπερβολής από το 1981 μέχρι και τα τέλη του 2000. Κατά κάποιον τρόπο ο Μητσοτάκης είναι τυχερότερος από τον έτερο μεταπολιτευτικό μεταρρυθμιστή, τον Κώστα Σημίτη, αφού ο τελευταίος είχε να αντιμετωπίσει την παροχολογία του Καραμανλή, η οποία σε πάρα πολλά σημεία ταυτιζόταν –πολιτικά και πολιτισμικά– με εκείνη του Τσίπρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Σημίτης δεν κατάφερε ποτέ να γίνει φύσει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, και που ο Μητσοτάκης αντίστοιχα έχει καταφέρει ακριβώς αυτό στη δική του ΝΔ. Ο Τσίπρας ανάγκασε –άθελά του– ένα κρίσιμο τμήμα του εκλογικού σώματος να ωριμάσει (εκείνο το τμήμα που έδωσε στον Μητσοτάκη δύο αυτοδυναμίες στη σειρά), χωρίς να έχει ψηφίσει ποτέ ξανά ΝΔ και χωρίς να νοιάζεται για τη νεολιθική ρητορική της μεταπολίτευσης, από την οποία ο Τσίπρας –παρότι οξυδερκής– δεν τόλμησε ποτέ να ξεφύγει.

Ίσως αν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε επικρατήσει στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας, ο Αλέξης Τσίπρας να γερνούσε όντως πρωθυπουργός. Σήμερα, αυτό έχει  περισσότερες πιθανότητες να συμβεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη.