Πολιτικη & Οικονομια

Χρυσάφης Ιορδάνογλου: Γιατί οι Τράπεζες δεν μπορούν να είναι κρατικές;

Μια συνέντευξη του ιστορικού της οικονομίας Χρυσάφη Ιορδάνογλου στον Αντώνη Παγκράτη για το πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα και για τις δυσλειτουργίες του

antonis-pagkratis.jpg
Αντώνης Παγκράτης
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μια συνέντευξη του ιστορικού της οικονομίας Χρυσάφη Ιορδάνογλου στον Αντώνη Παγκράτη για το πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα και για τις δυσλειτουργίες του

Πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα: Ο καθηγητής και ιστορικός της Οικονομίας Χρυσάφης Ιορδάνογλου απαντά για τον τρόπο σύνδεσης του κράτους, των τραπεζών και της αγοράς.

Στις 9 Μαρτίου 2023, ημέρα Πέμπτη, ένα πλήθος ανθρώπων έβγαλαν τα χρήματά τους από τη Silicon Valley Bank των Ηνωμένων Πολιτειών. Η SVB, όπως είναι γνωστή, ήταν μια τράπεζα που δάνειζε χρήματα και παρείχε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τόσο σε νεοφυείς επιχειρήσεις όσο και σε εδραιωμένες εταιρείες τεχνολογίας. Η τράπεζα δεν είχε αρκετά μετρητά για να πληρώσει όλους τους ανθρώπους που ζητούσαν τα χρήματά τους, οπότε κατέρρευσε. Το συνολικό ενεργητικό της ξεπερνούσε τα 300 δις δολάρια: ήταν μια τράπεζα μεσαίας δυναμικότητας για τα αμερικανικά δεδομένα. Παρεμπιπτόντως, το ελληνικό ΑΕΠ υπολογίζεται στα 220 δις δολάρια. Η FDIC (Federal Deposit Insurance Corporation), η κυβερνητική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την πρόληψη και την εξυγίανση των χρεοκοπιών των τραπεζών, έθεσε την τράπεζα υπό αναγκαστική διαχείριση.

Μια συνέντευξη του ιστορικού της οικονομίας Χρυσάφη Ιορδάνογλου στον Αντώνη Παγκράτη για το πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα και για τις δυσλειτουργίες του
© Andrea Ronchini/NurPhoto via Getty Images

Τι σημαίνει αυτό; Η κυβέρνηση έπρεπε να καταβάλει μετρητά σε όποιον είχε 250.000 δολάρια ή λιγότερα σε λογαριασμό της SVB. Το πρόβλημα εδώ ήταν ότι οι περισσότερες καταθέσεις στην SVB, το 93% σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές, υπερέβαιναν το όριο των 250.000 δολαρίων. Οι πελάτες της είχα μια κάποια οικονομική επιφάνεια. Αυτές οι καταθέσεις θα έπρεπε να εξοφληθούν εν μέρει από την FDIC, η οποία υποχρεούται να πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της SVB και να καταβάλει στους κατόχους καταθέσεων ένα «προκαταβολικό μέρισμα» εντός μιας εβδομάδας. Τελικώς, για τα υπόλοιπα φρόντισε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος λίγο αργότερα εξασφάλισε όλες τις καταθέσεις για να αποφύγει ντόμινο καταρρεύσεων λόγω γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.

Η απορία ενός αμαθούς είναι εύλογη και άμεση: Αφού επανειλημμένα το κράτος φαίνεται να σώζει τις τράπεζες από τη χρεοκοπία γιατί πρέπει να υπάρχουν ιδιωτικές τράπεζες ή πιό σωστά γιατί να μην υπάρχουν μόνο κρατικές τράπεζες; Στο ερώτημα απαντά ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου αφυπηρετήσας επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και Οικονομικά στο London School of Economics και στο Queen Mary College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Τα τρέχοντα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στη μελέτη της μεταπολεμικής οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας. Μοιραία, υπό μίαν έννοια, η συζήτηση επεκτάθηκε στις συνθήκες και τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της προσφοράς χρήματος. Όπως θα φανεί παρακάτω ένας από τους λόγους της χρεοκοπίας ήταν η συνεχής άνοδος των επιτοκίων δανεισμού που επέβαλε η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (Fed: Federal Reserve System) ως απάντηση στην άνοδο του πληθωρισμού. Κάτι που βρήκε απροετοίμαστη την εν λόγω τράπεζα. Ο τρόπος της συνδέσεως κράτους, τραπεζών και αγοράς είναι πολύπλοκος και πολύπλευρος. Χρειάζεται τεταμένη προσοχή στην εκτύλιξη των συλλογισμών.

Μια συνέντευξη του ιστορικού της οικονομίας Χρυσάφη Ιορδάνογλου στον Αντώνη Παγκράτη για το πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα και για τις δυσλειτουργίες του

Προτού προχωρήσουμε ας προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα συνοπτικό ορισμό για το λόγο υπάρξεως μιας τράπεζας και τους κινδύνους αυτής.

Βασικά, μια τράπεζα είναι μια εταιρεία που δανείζεται βραχυπρόθεσμα και δανείζει μακροπρόθεσμα. Οι λογαριασμοί checking («τρεχούμενοι»), για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν χρήματα που μια τράπεζα δανείζεται από τους καταθέτες. Η τράπεζα πρέπει να επιστρέψει αυτά τα χρήματα στους καταθέτες όποτε αυτοί τα θέλουν. Εάν πάτε σε ένα ΑΤΜ ή σε ένα τραπεζικό γκισέ και κάνετε ανάληψη των χρημάτων σας, τα παίρνετε αμέσως. Οι τράπεζες δεν πληρώνουν υψηλούς τόκους για τους λογαριασμούς τρεχούμενων λογαριασμών ή τις άλλες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Εν τω μεταξύ, η τράπεζα επενδύει σε μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία, υποθήκες —για παράδειγμα— ή εταιρικά δάνεια που αποφέρουν υψηλή απόδοση, τα οποία όμως δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν γρήγορα (ή τουλάχιστον όχι στην πλήρη αξία τους).

Η διαφορά μεταξύ της υψηλής απόδοσης των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων τους και του χαμηλού κόστους των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους ονομάζεται διαφορά επιτοκίου και είναι ο σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες πραγματοποιούν τα κέρδη τους. Πρόκειται όμως για μια επικίνδυνη επιχείρηση. Επειδή τα περιουσιακά στοιχεία είναι μη ρευστοποιήσιμα μακροπρόθεσμα δεν μπορούν να πωληθούν γρήγορα στην πλήρη αξία τους. Έτσι, αν όλοι οι άνθρωποι που δανείζουν χρήματα στην τράπεζα (οι καταθέτες) έρθουν να ζητήσουν τα χρήματά τους πίσω όλοι μαζί, η τράπεζα δεν θα μπορέσει να τους πληρώσει όλους. Αυτός ο κίνδυνος ονομάζεται αναντιστοιχία ληκτότητας (maturity mismatch). Και όταν οι δανειστές ζητούν όλοι μαζί τα χρήματά τους πίσω, αυτό ονομάζεται χρεοκοπία (bank run).

Ποια είναι η δουλειά των τραπεζών;

Μεταφέρουν πόρους, χρήματα, από αυτούς που δεν τα χρειάζονται άμεσα, δηλαδή τους αποταμιευτές, σε εκείνους που τα χρειάζονται άμεσα (επιχειρήσεις ή νοικοκυριά). Κάνοντάς το αυτό κερδίζουν από τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού.

Τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών αποτελούνται από ομόλογα διαφορετικής διάρκειας, μετοχές, ακίνητα κλπ. Ορισμένα από αυτά μπορούν να τα ρευστοποιήσουν εύκολα και χωρίς χασούρα αν χρειαστεί. Ορισμένα άλλα, αν παραστεί ανάγκη να ρευστοποιηθούν βιαστικά, θα οδηγήσουν σε χασούρα. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των περιουσιακών τους στοιχείων όμως είναι τα δάνεια που έχουν χορηγήσει. Από τα δάνεια οι τράπεζες περιμένουν να πάρουν τους τόκους και το αρχικό κεφάλαιο όταν έρθει η ώρα. Αυτό το χαρακτηριστικό δημιουργεί ένα εγγενές πρόβλημα σε όλες τις τράπεζες: δανείζονται από τους καταθέτες τους short (βραχυπρόθεσμα) αλλά δανείζουν στους δανειολήπτες τους long (μακροπρόθεσμα). Οι καταθέτες τους μπορούν να αποσύρουν τα χρήματά τους ανά πάσα στιγμή. Οι τράπεζες όμως δεν μπορούν να ρευστοποιήσουν τα δάνεια που έχουν δώσει ανά πάσα στιγμή, πρέπει να περιμένουν να έρθει η ώρα. Αν τα εκχωρήσουν σε κάποιον άλλο θα έχουν μεγάλες ζημίες. Χρειάζονται πίστωση χρόνου για να ρευστοποιήσουν ομαλά τα περιουσιακά τους στοιχεία. Το πρόβλημα αυτό εκθέτει τις τράπεζες στον κίνδυνο του bank run. Αν για κάποιο λόγο οι καταθέτες χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε μια τράπεζα και πάνε να αποσύρουν όλοι μαζί τα λεφτά τους, ακόμη και μια αξιόχρεη τράπεζα δεν θα μπορεί να βρει το ρευστό για να τους πληρώσει όλους.

Είναι ψυχολογικό;

Σαφώς, αλλά συνήθως έχει αντικειμενική βάση. Μπορεί μια τράπεζα να είναι πράγματι μη αξιόχρεη. Μπορεί να έχει καταγράψει απρόσμενες μεγάλες ζημίες ή να έχει πολλούς οφειλέτες που δεν αποπληρώνουν τα δάνειά τους. Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν πανικό. Το σημαντικό σημείο είναι ότι στην περίπτωση του bank run ακόμη και μια αξιόχρεη τράπεζα θα καταρρεύσει γιατί δεν μπορεί (χωρίς έξωθεν βοήθεια) να βρει ρευστό εγκαίρως.

Τι σημαίνει αξιόχρεος;

Σημαίνει ότι το ενεργητικό της τράπεζας (ρευστοποιούμενο με άνεση χρόνου) συν το εταιρικό της κεφάλαιο αρκεί για να πληρώσει όλους τους καταθέτες και τις άλλες υποχρεώσεις της.

Υπάρχει τέτοια τράπεζα;

Βεβαίως. Όλες οι αξιόχρεες. Το πρόβλημα είναι το περιθώριο χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους για να ρευστοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να αποδώσουν τις καταθέσεις.

Αυτή η κατάρρευση της πίστης πώς μπορεί να επανέλθει; Πώς μπορώ να πείσω ότι είμαι αξιόπιστος; Υπάρχει θεσμικός παράγοντας που μπορεί να επαναφέρει την πίστη;

Οι τράπεζες βασίζονται σε ένα «τρικ» εμπιστοσύνης (confidence trick). Ότι δεν θα πάνε δηλαδή όλοι οι καταθέτες μαζί να πάρουν τα λεφτά τους. Εάν δώσεις τον κατάλληλο χρόνο σε μία τράπεζα να μαζέψει τα χρήματα που απαιτούνται, τότε πιθανώς θα μπορέσει να ανταπεξέλθει. Όμως δεν μπορείς να πείσεις έναν καταθέτη να μην πάρει τα λεφτά του, από τη στιγμή που θα αισθανθεί ανασφαλής. Την ανασφάλεια των καταθετών την μετριάζουμε με δύο βασικά μέσα.

Το ένα μέσο είναι οι Κεντρικές Τράπεζες. Ένας από τους βασικούς λόγους ύπαρξης των κεντρικών τραπεζών είναι να λειτουργούν ως lender of last resort (ο δανειστής της τελευταίας καταφυγής). Σε ώρες κρίσης παρέχουν άφθονη και φθηνή ρευστότητα στις αξιόχρεες (solvent) τράπεζες. Στο βαθμό που οι καταθέτες βλέπουν ότι δεν έχουν πρόβλημα να ρευστοποιήσουν τις καταθέσεις τους καθησυχάζονται. Οι αξιόχρεες τράπεζες αποκτούν έτσι το περιθώριο χρόνου που χρειάζονται για να ρευστοποιήσουν με άνεση τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία και να επιστρέψουν το δάνειο που πήραν από την Κεντρική τράπεζα.

Το άλλο μέσο είναι η εγγύηση των καταθέσεων. Θεσμοθετήθηκε στην Αμερική κατά τη θητεία του Ρούσβελτ, από το 1933, και σήμερα υπάρχει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και αλλού. Οι θεσμοί της εγγύησης καταθέσεων είναι ταμεία που εγγυώνται ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας καταθέσεις μέχρις ενός ποσού θα πληρωθούν από το ταμείο και οι καταθέτες δεν θα χάσουν τα λεφτά τους. Τα ταμεία αυτά είναι υπό την εποπτεία του κράτους και αυτό είναι ο ύστατος εγγυητής ότι οι καταθέτες θα πληρωθούν.

Ποιος εξασφαλίζει την αξιοπιστία του εθνικού κράτους;

Στην Ευρώπη έχουμε όλοι εγγύηση καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ. Πάνω από αυτό το ποσόν, ο καταθέτης διακινδυνεύει να χάσει, εν όλω ή εν μέρει, τα υπόλοιπα. Το κρίσιμο θέμα είναι ότι στην ευρωζώνη ο εγγυητής των καταθέσεων είναι το κάθε εθνικό κράτος. Εάν το ίδιο το κράτος βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η εγγύηση καταθέσεων που παρέχει δεν είναι αξιόπιστη και, συνεπώς, δεν κάνει τη δουλειά που θέλουμε να κάνει. Γι’ αυτό, πολλοί ζητούν να υπάρχει πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων: ο εγγυητής να είναι η ευρωζώνη ως σύνολο. Σε αυτό αντιδρούν οι πλουσιότερες βόρειες χώρες διότι φοβούνται ότι σε περίπτωση κρίσης θα φορτωθούν τον όποιο λογαριασμό.

Για τη Silicon Valley η εγγύηση καταθέσεων ήταν 250.000 δολάρια. Κάτι που δεν απέτρεψε την χρεοκοπία.

Η εγγύηση περιορίζει την πιθανότητα πανικού. Δεν μπορεί να διασώζει τράπεζες που είναι χρεοκοπημένες και που όσο χρόνο και να τους δώσεις τα περιουσιακά τους στοιχεία δεν αρκούν για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Και η Κεντρική Τράπεζα δανείζει τράπεζες που έχουν πρόβλημα ρευστού, όχι πρόβλημα solvency. Η Silicon Valley Bank ήταν μάλλον χρεοκοπημένη και γι’ αυτό αφέθηκε να πέσει. Το θέμα που προέκυψε στις ΗΠΑ είναι ότι η εγγύηση για τα πρώτα 250 χιλιάδες δολάρια δεν καθησύχασε το κοινό. Ο Μπάιντεν για να αποφύγει τη διάδοση του κακού σε άλλες τράπεζες, και κατά παράβαση των κανόνων, ανακοίνωσε ότι όλες οι καταθέσεις της Silicon Valley είναι εγγυημένες. Αλλά γενικευμένη εγγύηση καταθέσεων ανεξαρτήτως ποσού κοστίζει πολύ.

Πώς διακρίνονται οι αξιόχρεες από τις μη αξιόχρεες τράπεζες;

Τα όρια ανάμεσα στην αξιόχρεη και τη χρεοκοπημένη τράπεζα δεν είναι πάντα σαφή ούτε στατικά. Η διαφορά ανάμεσα στο solvent και το illiquid μπορεί να αντιστραφεί γρήγορα. Μια υγιής τράπεζα με επάρκεια κεφαλαίων μπορεί αύριο να πάψει να είναι. Παράδειγμα οι τράπεζες της Ιρλανδίας το 2010. Είχαν δανείσει τεράστια ποσά υπό τη μορφή στεγαστικών δανείων. Όλα πήγαιναν θαυμάσια όσο ανέβαιναν οι τιμές των ακινήτων. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει αιωνίως. Ξαφνικά οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν.

Πώς έγινε αυτό;

Οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν τόσο που δεν υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον από κάποια στιγμή και μετά. Αυτά τα πράγματα είναι αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Εάν οι περισσότεροι πιστέψουν ότι οι τιμές δεν θα πάνε πιο πάνω, οι τιμές πέφτουν. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα και στις συνθήκες της κρίσης πολλοί δανειολήπτες δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Οι τράπεζες με τη σειρά τους είχαν υπέρογκα στεγαστικά δάνεια. Εγγύηση για το κάθε δάνειο ήταν η ονομαστική αξία του ίδιου του σπιτιού. Ακόμα και αν η τράπεζα έκανε κατάσχεση και πουλούσε το σπίτι του δανειολήπτη θα εισέπραττε πολύ λιγότερα από την αξία του στεγαστικού δανείου λόγω της πτώσης των τιμών. Αλλά τα στεγαστικά δάνεια που είχε χορηγήσει ήταν η περιουσία της και η αξία της είχε καταρρεύσει. Οι Ιρλανδικές τράπεζες είχαν πάψει να είναι αξιόχρεες. Όσο χρόνο και να τους έδινες δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Τα δάνεια είναι η βασική περιουσία της τράπεζας. Τα ομόλογα και οι μετοχές που αγοράζει κατά καιρούς;

Τα ομόλογα είναι σημαντική δικλείδα ασφαλείας και πηγή αποδόσεων. Η βασική περιουσία όμως της Τράπεζας είναι τα δάνεια. Αυτή είναι η βασική δουλειά της. Τα δάνεια είναι κομμάτι του ενεργητικού των τραπεζών και οι καταθέσεις κομμάτι του παθητικού της. Δεν μπορεί να ζητήσει από τον δανειολήπτη τα χρήματά της νωρίτερα από το συμφωνημένο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη άμεσα.

Η προσφορά του χρήματος είναι άνευ ορίου; Η κεντρική Τράπεζα μπορεί να «τυπώσει» όσα χρήματα θέλει;

Φυσικά όχι. Αν το έκανε, αργά ή γρήγορα θα προκαλούσε υψηλό πληθωρισμό.

Πώς σχετίζεται η προσφορά χρήματος με τον πληθωρισμό;

Η παλαιά ποσοτική θεωρία του χρήματος λέει: Όταν υπάρχει όλο και περισσότερο χρήμα που κυνηγάει τον ίδιο όγκο αγαθών, οι τιμές θα ανέβουν. Θα έχουμε πληθωρισμό. Μία αύξηση της προσφοράς του χρήματος -εάν υποθέσουμε ότι ο όγκος του ΑΕΠ μένει σταθερός- θα οδηγήσει σε ισόποση αύξηση των τιμών. Βραχυχρόνια, η θεωρία δεν επιβεβαιώνεται. Σε βάθος χρόνου όμως, δεκαετία με δεκαετία, φαίνεται ότι η υπέρμετρη προσφορά χρήματος συνδέεται με τον πληθωρισμό.

Τι κακό έχει ο πληθωρισμός;

Πληθωρισμός της τάξης του 10% ας πούμε είναι πρόβλημα. Ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων. Πλήττει ιδιαίτερα εκείνους που δεν μπορούν να προσαρμόσουν τα εισοδήματά τους ανάλογα με την άνοδο των τιμών (δηλαδή τους συνταξιούχους και τους χαμηλόμισθους) και συνεπώς οξύνει τις ανισότητες. Δημιουργεί αναστάτωση στο μηχανισμό των τιμών και στα σχέδια των επιχειρήσεων. Αποθαρρύνει τις μακροχρόνιες επενδύσεις και αποσαθρώνει την οικονομία. Αντίθετα ένας πληθωρισμός της τάξης του 2-3% μπορεί να είναι επιθυμητός και να λειτουργεί ως λιπαντικό της οικονομικής δραστηριότητας.

Στη δεκαετία του 1990, όταν τα επιτόκια καταθέσεων ήταν 20% (και πάνω), λόγω του αντιστοίχου πληθωρισμού οι καταθέτες ήταν ευχαριστημένοι.

Ήταν ευχαριστημένοι γιατί έβλεπαν την άνοδο των χρηματικών τους εισοδημάτων και όχι την άνοδο των τιμών που τα ροκάνιζαν. Ήταν αυτό που αποκαλούμε money illusion (ψευδαίσθηση του χρήματος). Σημειώνω ότι τα επιτόκια ανέβηκαν τόσο ψηλά ακριβώς για να πέσει ο πληθωρισμός.

Έχουν μειωθεί ποτέ οι τιμές;

Στην Ελλάδα μειώθηκαν μεταξύ 2013 και 2016 λόγω της κρίσης. Σε κανονικές συνθήκες οι τιμές γενικά δεν μειώνονται. Ακόμα και οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος μικρός πληθωρισμός. Εκείνο που θέλουν να αποφύγουν είναι ο αρνητικός πληθωρισμός, η γενικευμένη πτώση των τιμών. Πτώση τιμών σημαίνει σοβαρές δυσλειτουργίες και πολλούς επιχειρηματίες που αναγκάζονται να πωλούν κάτω από το κόστος.

Πώς μειώνεται ο πληθωρισμός;

Ανεβάζοντας τα επιτόκια για να κάνουμε ακριβότερο το κόστος του χρήματος έτσι ώστε να διστάζει κάποιος να δανειστεί και συγχρόνως να αναβάλει τις όποιες επενδύσεις θέλει να κάνει.

Άρα, η κεντρική Τράπεζα στέλνει ένα μήνυμα με αυτόν τον τρόπο.

Στέλνει το μήνυμα ότι είμαστε αποφασισμένοι να ρίξουμε τον πληθωρισμό. Δημιουργώντας συνθήκες τεχνητής δυσπραγίας αναγκάζουν τους επιχειρηματίες να ρίξουν τις τιμές τους ή τουλάχιστον να μην τις ανεβάσουν.

Δεν είναι όμως πάντοτε ίδιος ο λόγος της ανόδου του πληθωρισμού. Στην Αμερική συμβαίνει λόγω της μεγάλης ζήτησης ενώ στην Ευρώπη λόγω του ακριβότερου κόστους παραγωγής εξαιτίας της ανόδου καυσίμων και μεταφορικών.

Χοντρικά έτσι είναι. Στη διάρκεια της πανδημίας η κεντρική Τράπεζα και η αμερικανική κυβέρνηση (τόσο επί Τραμπ όσο και επί Μπάιντεν) έριξαν στην αγορά λεφτά με τη σέσουλα. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε υπερβάλλουσα ζήτηση στις ΗΠΑ και πληθωρισμό. Στην Ευρώπη οι συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης ήταν ηπιότερες αλλά υπήρξε εντονότερος πληθωρισμός κόστους.

Μήπως όμως η ανησυχία της Κεντρικής Αμερικανικής Τράπεζας ήταν υπερβολική;

Πολλοί συνάδελφοί μου ισχυρίζονται ότι, αντιθέτως, άργησε να αντιδράσει στη μεγάλη αύξηση της προσφοράς χρήματος.

Μπορεί να καταλάγιαζε αυτή η εξέλιξη από μόνη της μετά από δύο χρόνια;

Μια Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί μείνει αδρανής μπροστά σε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού. Ο λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός μπορεί να γίνει αυτοτροφοδοτούμενος μέσα από ένα «σπιράλ» αυξήσεων τιμών και μισθών όπου εργασία και κεφάλαιο προσπαθούν να ρίξουν το βάρος ο ένας στον άλλο. Για να το αποτρέψουν αυτό οι Κεντρικές Τράπεζες επιχειρούν να προκαλέσουν επιβράδυνση της οικονομίας ή και ελεγχόμενη ύφεση μέσω της ανόδου των επιτοκίων που ελέγχουν. Καθώς η ζήτηση αποκλιμακώνεται, οι επιχειρηματίες ωθούνται στο να συγκρατήσουν τις τιμές τους. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι βρίσκονται μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και ωθούνται στο να περιορίσουν τις μισθολογικές τους απαιτήσεις. Η πολιτική αυτή χρειάζεται κάποιο χρόνο ώστε να επιδράσει πλήρως αλλά τελικά έχει αποτελέσματα. Ας σημειώσω ότι οι περισσότερες μεταπολεμικές υφέσεις ήταν τεχνητές: ήταν αποτέλεσμα προσπαθειών ελέγχου της υπερβάλλουσας ζήτησης και του πληθωρισμού (πχ. η ύφεση του 1979/82 στις ΗΠΑ). Η εξαίρεση ήταν η ύφεση του 1974-75 που οφειλόταν πρωτίστως στην αύξηση του κόστους του πετρελαίου.

Πάντως στην Αμερική σήμερα δεν υπάρχει ανεργία…

Το πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ είναι ακριβώς ένδειξη υπερβάλλουσας ζήτησης. Στην Ευρώπη το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι πιο σύνθετο: έχει συμβάλει και το κόστος της ενέργειας, τα μπλοκαρίσματα στις μεταφορές, το γεγονός ότι μετά την πανδημία οι εργαζόμενοι άργησαν κάπως να επιστρέψουν στη δουλειά και άλλα.

Εδώ, στην Ελλάδα, δεν έχουμε εργατικά χέρια για την οικοδομή.

Και για τα ροδάκινα και τις ελιές. Η δε οικοδομή εμφανίζει χρόνιο πρόβλημα. Σε χώρες όπως η Αγγλία όμως, το πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών είναι χειρότερο. Εκεί, λόγω του Brexit, έδιωξαν τους Πολωνούς φορτηγατζήδες, τις Ρουμάνες καθαρίστριες και τις Τσέχες νοσοκόμες.

Άρα οι χρεοκοπίες των δύο αμερικανικών τραπεζών είναι η μικρότερη απώλεια.

Υπό τον όρο ότι προλαβαίνεις το ντόμινο των χρεοκοπιών και τη γενικευμένη αστάθεια, οι χρεοκοπίες δυο-τριών τραπεζών είναι δευτερεύουσας σημασίας, παράπλευρες απώλειες σε σύγκριση με τον κίνδυνο της ύφεσης ή του υψηλού πληθωρισμού.

Πότε πήγε να συμβεί τέτοιο ντόμινο;

Το 2008 με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers. Τότε κόντεψε να παγώσει η πίστωση τελείως. Κανείς δεν δάνειζε σε κανέναν.

Τη Silicon δεν ήθελε κανείς να την δανείσει.

Δεν ήταν κανείς τόσο ανόητος, για να τη δανείσει. Η ευθύνη που τα προβλήματα της Silicon δεν εντοπίστηκαν έγκαιρα πέφτει στην Fed του San Francisco και όχι στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Η Silicon δεν ήταν τόσο μεγάλη για να επιτηρείται κεντρικά.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η τοπική Fed δεν επιτήρησε σωστά.

Την κατηγορούν ότι επέδειξε αμέλεια. Όμως, πρέπει να πούμε ότι ενώ η νομοθεσία του Ομπάμα άπλωνε τα δίχτυα της εποπτείας της κεντρικής Fed σε μεγαλύτερο αριθμό τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Silicon Valley, ο Τράμπ το 2017-18 έβγαλε απ’ έξω αρκετές από αυτές. Η εποπτεία αυτών των τραπεζών περνούσε σε υποκαταστήματα της fed.

Πάντως, μια στην Ιρλανδία μια στην Αμερική, διακρίνουμε ίσως κάποια αμέλεια.

Διακρίνουμε πολλές περιπτώσεις αμέλειας. Το αμερικανικό εποπτικό σύστημα δεν πρόλαβε την κρίση του 2008. Όταν όμως η κρίση ξέσπασε, αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από τους Ευρωπαίους. Στην αρχή της κρίσης κανείς δεν δάνειζε σε κανέναν γιατί δεν ήξερε σε τι κατάσταση είναι ο διπλανός του. Η απάντηση του Αμερικανικού κράτους ήταν επιτυχής και χωρίς αυτήν θα είχαμε κρίση σαν του 1929. Η απάντηση ήταν, όπως είπε ο τότε υπουργός Οικονομικών: «ένα τσουνάμι από λεφτά». Έπρεπε όλοι να καθησυχαστούν ότι υπήρχε προστατευτικό δίχτυ. Στην πορεία, το δημόσιο αγόρασε, επιδότησε, στήριξε τις τιμές μιας πληθώρας υποβαθμισμένων περιουσιακών στοιχείων. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος συνήλθε και το αμερικανικό δημόσιο επαναπώλησε με κάποιο κέρδος τα περιουσιακά στοιχεία που είχε στηρίξει.

Γιατί λοιπόν να υπάρχουν οι ιδιωτικές τράπεζες ή, όπως το θέσατε καλύτερα όταν σας τηλεφώνησα για να μιλήσουμε, γιατί να μην είναι κρατικές οι τράπεζες, αφού έτσι κι αλλιώς στο πρόβλημα επεμβαίνει το δημόσιο, τελικά;

Πρώτα από όλα η κρίση εμπιστοσύνης μπορεί να πλήξει είτε τις ιδιωτικές είτε τις κρατικές τράπεζες. Η γενέθλιος συνθήκη της τράπεζας είναι τέτοια που μπορεί υπό προϋποθέσεις να δημιουργήσει bank run (το είδαμε το 2015). Ο καταθέτης της παλιάς κρατικής Εθνικής θα αποσύρει τα χρήματά του εάν θεωρήσει ότι κινδυνεύει.

Επίσης, υπάρχει και ένα άλλο σοβαρό θέμα. Η κρατική τράπεζα είναι υποχρεωμένη να υπακούει στα πολιτικά αφεντικά της, δηλαδή στο κράτος. Συχνά εξαναγκάζεται να δώσει δάνεια που δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έχει πικρές εμπειρίες από τέτοια φαινόμενα. Τα «θαλασσοδάνεια» που έδιναν οι κρατικές τράπεζες ήταν ενίοτε μικρής κλίμακας και οφείλονταν σε τοπικά μικροκομματικά ρουσφέτια. Συχνά όμως ήταν πολύ μεγάλης κλίμακας όπως τα δάνεια στις προβληματικές επιχειρήσεις ή σε μονίμως ελλειμματικά ασφαλιστικά ταμεία. Τα δάνεια αυτά ήταν συνήθως σπατάλη πόρων που θα μπορούσαν να διατεθούν αποδοτικότερα κάπου αλλού. Επιπροσθέτως, δημιουργούσαν επισφάλειες, εξέθεταν τις κρατικές τράπεζες στον κίνδυνο απώλειας μεγάλων ποσών και υποβάθμιζαν την ποιότητα του χαρτοφυλακίου τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εθνική Τράπεζα στη δεκαετία του 1980 είχε ποσοστό κέρδους επί των ιδίων κεφαλαίων της περί το 1%. Στην ίδια δεκαετία ο μέσος πληθωρισμός ήταν περί το 18%. Το συμπέρασμα είναι ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών σε μόνιμη βάση δεν είναι καλή ιδέα.

Κρατικοποίηση σε μη μόνιμη βάση μπορεί να είναι χρήσιμη στην περίπτωση που μια ιδιωτική τράπεζα χρεοκοπεί και απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας. Τότε η κρατικοποίησή της μπορεί να είναι λύση. Ο σκοπός της κρατικοποίησης όμως δεν είναι η επ’ αόριστον κρατική κατοχή της τράπεζας αλλά η εξυγίανσή της και η πώλησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό έκαναν το 1992 οι Σουηδοί και το 2008 οι Άγγλοι.

Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες δεν ετίθεντο ζητήματα πληθωρισμού ή τραπεζών.

Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες οι τιμές καθορίζονταν από την υπηρεσία κεντρικού σχεδιασμού, εν πολλοίς, ανεξάρτητα από τις συνθήκες κόστους και ζήτησης. Άρα, δεν υπήρχε ζήτημα εμφανούς πληθωρισμού. Υπήρχε όμως πελώριο ζήτημα συμπιεσμένου πληθωρισμού. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι Ρώσοι επιχείρησαν να αποκαταστήσουν τη λειτουργία του μηχανισμού των τιμών ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σαν συμπιεσμένο ελατήριο.

Το κεντρικά διευθυνόμενο σοβιετικό σύστημα κολλούσε όλο και περισσότερο στην άμμο. Οι αποδοτικότεροι κλάδοι επιδοτούσαν τους παθητικούς κλάδους και υπήρχαν μόνιμες δυσαρμονίες ανάμεσα στο τι προσφέρονταν και τι ζητούνταν. Αυτό ήταν, πρώτον, μια πελώρια σπατάλη πόρων. Δεύτερον ήταν κάτι που κατέστρεφε το μηχανισμό των κινήτρων: οι αποδοτικοί κλάδοι δεν απολάμβαναν τα καλά τους αποτελέσματα και οι μη αποδοτικοί δεν υφίσταντο τις συνέπειες των κακών τους επιδόσεων. Το σύστημα πετύχαινε μία φαινομενική σταθερότητα με αντίτιμο συστηματικά μειούμενο ρυθμό ανάπτυξης και πλήρως στάσιμη παραγωγικότητα. Χωρίς άνοδο της παραγωγικότητας δεν μπορείς να επιτύχεις αύξηση του βιοτικού επιπέδου σε κανένα μέρος του κόσμου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.