Πολιτικη & Οικονομια

Δάνεισέ με να σε εξαγοράσω

Ο Βαγγέλης Κορωνάκης για την σχεδόν πανηγυρική υποδοχή της πρότασης Σάλλα από τα περισσότερα ΜΜΕ

Βαγγέλης Κορωνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 311
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρόταση της τράπεζας Πειραιώς να εξαγοράσει τη συμμετοχή του δημοσίου σε ΑΤΕ και ΤΤ έτυχε σχεδόν πανηγυρικής υποδοχής από τα περισσότερα ΜΜΕ, που σε γενικές γραμμές μίλησαν για ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Τι άλλο θα μπορούσαν να πουν όταν έχουν δανειοδοτηθεί πλουσιοπάροχα ή ψάχνουν απεγνωσμένα για δάνεια με κριτήρια μάλλον όχι αυστηρά τραπεζικά (σχέση κινδύνου-απόδοσης κ.λπ.) και μάλιστα σε μια εποχή που οι κάνουλες του δανεισμού έχουν κλείσει για τα καλά, ακόμα και για λιγότερο προβληματικές επιχειρήσεις. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό την άφθονη τραπεζική διαφήμιση που παίρνουν σε καιρούς χαλεπούς για τον κλάδο και τα δώρα-ταξίδια στο μουντιάλ με τα έξοδα πληρωμένα για πρωτοκλασάτους συντάκτες, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε γιατί η πρόταση δεν έτυχε μιας περισσότερο κριτικής υποδοχής.

Η Νέα Δημοκρατία, αφού αντιπολιτεύθηκε ανεύθυνα και με πάθος τον αδιαπραγμάτευτο μονόδρομο του μνημονίου, έσπευσε από την πρώτη στιγμή, με μια παραδειγματικά επιφανειακή προσέγγιση, να πάρει θετική θέση για την πρόταση εξαγοράς. «Αφού πρόκειται για ιδιωτικοποίηση» σκέφτηκαν, «εμείς πρέπει να είμαστε υπέρ». Έτσι απλά. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά (μαζί με τα στελέχη του «παλιού ΠΑΣΟΚ») έβαλε τη φθαρμένη κασέτα του «ξεπουλήματος της κρατικής περιουσίας» χωρίς καμιά επιμέρους αναφορά στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης πρότασης. Ακόμα κι αν το έκαναν όμως, λίγοι θα τους άκουγαν αφού ο ρόλος που έχουν επιλέξει τα τελευταία χρόνια είναι να φωνάζουν «λύκος στα πρόβατα». Είτε τα πρόβατα κινδυνεύουν είτε όχι.

Οι συνδικαλιστές και οι εργαζόμενοι (όπως σε οποιαδήποτε άλλη παρόμοια περίπτωση) αντέδρασαν άμεσα, όχι βέβαια γιατί θεωρούν ότι η πρόταση μπορεί να μην είναι συμφέρουσα για το δημόσιο, αλλά γιατί δεν είναι συμφέρουσα για τους ίδιους. Από δημόσιος υπάλληλος να βρεθείς ξαφνικά να δουλεύεις σε συνθήκες ανταγωνισμού πέφτει λίγο βαρύ.

Αν η συγκεκριμένη πρόταση είχε σκοπό να ταράξει τα βαλτωμένα νερά της οικονομίας και τίποτα περισσότερο, τότε καλώς κατατέθηκε. Στην πράξη όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή για πολλούς και σύνθετους λόγους, που ελάχιστα προσεγγίστηκαν έως τώρα.

Ο πρώτος είναι ότι η ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας δεν μπορεί να γίνει απλά με μια προσφορά από κάποιον ενδιαφερόμενο για το κομμάτι ή το συνδυασμό κομματιών που του ταιριάζουν, εν είδει μπουτίκ ρούχων, και την αποδοχή της από την κυβέρνηση χωρίς συγκεκριμένες διαδικασίες ανοιχτού διαγωνισμού. Η σωστή προσέγγιση, αντιθέτως, είναι η κυβέρνηση να αποφασίσει τι θέλει να ιδιωτικοποιήσει, να θέσει τους όρους και κατόπιν να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους οι αγοραστές. Δεύτερον, μια τράπεζα δεν είναι οποιαδήποτε ΔΕΚΟ. Αγοράζοντας μια τράπεζα, μεταξύ άλλων αγοράζεις καταθέσεις, δηλαδή κεφάλαια που δεν ανήκουν στην επιχείρηση, τα οποία είναι πολλαπλάσια των ιδίων κεφαλαίων της και ειδικά σε περιόδους κρίσης και μηδενικής ρευστότητας, έχουν ανυπολόγιστη αξία που δεν καταγράφεται σε καμία αποτίμηση με κλασικούς τρόπους.

Τρίτο και κυριότερο, πως δικαιολογείται μια τράπεζα που (όπως οι περισσότερες) είχε ανάγκη να χρηματοδοτηθεί από τα κρατικά ταμεία για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην κρίση, να εμφανίζεται να διαθέτει ρευστό για εξαγορά άλλων τραπεζών και μάλιστα από το ίδιο το δημόσιο! Πώς μπορεί να σταθεί το οξύμωρο σχήμα «δάνεισέ με για να σε εξαγοράσω και να σωθώ με τα λεφτά σου»; Τέλος, αν τα κεφάλαια αυτά πράγματι υπάρχουν γιατί δεν κατευθύνονται προς την ενίσχυση και την εξυγίανση της ίδιας της τράπεζας και σε δεύτερη φάση της οικονομίας, αντί για εξαγορές που θα έχουν σαν αποτέλεσμα ένα γιγαντισμό πάνω σε σαθρά θεμέλια;

Οι περιπτώσεις ΑΤΕ και ΤΤ είναι βέβαια διαφορετικές. Η ΑΤΕ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αφού λόγω της κρατικής κακοδιαχείρισης (ή κατ’άλλους της κοινωνικής πολιτικής που ασκεί επί δεκαετίες) έχει τεράστιες επισφάλειες και χρειάζεται άμεση κεφαλαιακή ενίσχυση. Το απολύτως λογικό σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης θα ήταν να αποκτηθεί από μια τράπεζα με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια (που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή), ώστε να ενισχυθεί. Σε αντίθετη περίπτωση το πρόβλημα μεγεθύνεται και γίνεται επικίνδυνο. Πέρα όμως από αυτό, η ΑΤΕ με τα 500 καταστήματα, εκτός της τεράστιας ακίνητης περιουσίας, έχει πρόσβαση σε πελατειακή βάση που καμία άλλη ελληνική τράπεζα δεν έχει και, το κυριότερο, κατέχει υποθήκες αγροτικής γης ανυπολόγιστου μεγέθους. Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δεν αποτυπώνονται βέβαια στη χρηματιστηριακή της αξία, σε μια εποχή γενικής απαξίωσης της αγοράς. Η προσφορά, παρ’ όλα αυτά, είναι στο 50% της χρηματιστηριακής αξίας που είχε την προηγουμένη της πρότασης και στο 30% της μέσης αξίας της του τελευταίου εξαμήνου! Είναι αυτή μια συμφέρουσα προσφορά για το δημόσιο;

Το ΤΤ αντιθέτα, λόγω του παραδοσιακού αποταμιευτικού του ρόλου, διαθέτει τεράστια ρευστότητα και έχει τον υγιέστερο ισολογισμό μεταξύ όλων των ελληνικών τραπεζών. Είναι συμφέρον για το δημόσιο και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα να χρησιμοποιηθεί το ΤΤ σαν μέσο διάσωσης οποιασδήποτε ιδιωτικής τράπεζας, αντί το ίδιο να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο στο σύστημα εξαγοράζοντας κάποια ή κάποιες προβληματικές τράπεζες σε πρώτη φάση και να ιδιωτικοποιηθεί όταν οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες; Και αν, εν πάσει περιπτώσει, η ιδιωτικοποίηση είναι αυτοσκοπός, ποιο θα πρέπει να είναι το τίμημα για την πώλησή του; Η τρέχουσα χρηματιστηριακή του αξία σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης;

Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι αναπόφευκτες, όχι για να μαζέψουν τα κρατικά ταμεία ψίχουλα σε σχέση με το έλλειμμα και το χρέος, αλλά γιατί το ελληνικό κράτος απέδειξε διαχρονικά ότι δεν μπορεί να είναι και επιχειρηματίας. Όμως οι τράπεζες δεν είναι ο κλάδος από τον οποίο πρέπει να αρχίσουν. Στην τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της χώρας, η κυβέρνηση χρειάζεται έναν ισχυρό τραπεζικό μοχλό παρέμβασης στη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση της αγοράς. Δεν μπορεί απλά να αρκεστεί στο να ενθαρρύνει (ή πιο σωστά, να παρακαλάει) τις ιδιωτικές τράπεζες να βάλουν πλάτη.

Ο ανταγωνισμός φάνηκε ότι δεν λειτουργεί σε συνθήκες κρίσης, μια και ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει σταματήσει από όλες ανεξαιρέτως τις τράπεζες οι οποίες δεν έχουν εδώ και καιρό πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά για τη δική τους χρηματοδότηση. Μια συγχώνευση όλων των δημοσίων πιστωτικών ιδρυμάτων (όπως λέγεται ότι προτείνει ο διοικητής της ΑΤΕ) θα ήταν η σωστότερη κίνηση στις παρούσες συνθήκες της οικονομίας. Το νέο τραπεζικό ίδρυμα θα είχε και ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση (λόγω ΤΤ) και μεγάλο δίκτυο με πρόσβαση σε εκατομμύρια πελάτες (λόγω ΑΤΕ) και το ειδικό βάρος να ασκήσει την αναπτυξιακή πολιτική χωρίς την οποία η χώρα οδεύει προς τον γκρεμό.

Όταν κάποτε οι συνθήκες ομαλοποιηθούν, μπορεί να συζητηθεί η ιδιωτικοποίησή του με όρους που πραγματικά θα συμφέρουν το δημόσιο και όχι έκτακτης ανάγκης. Όσο για τις υπόλοιπες τράπεζες, εξυπακούεται ότι πρέπει να βρουν τα σχήματα συνεργασίας με τα οποία θα μπορέσουν να σταθούν στη νέα οικονομική κατάσταση. Κι αν κάποιες απ’αυτές δεν θελήσουν ή δεν μπορέσουν να το το κάνουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβιώσουν, ας κρατικοποιηθούν μέχρι νεωτέρας. Σε συνθήκες κρίσης κρατικοποιήθηκαν τράπεζες-κολοσσοί σε χώρες φρούρια του καπιταλισμού. Εμείς θα κάνουμε πάλι το αντίθετο;

vkoron@gmail.com