- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Από τον Καμμένο στον Κασιδιάρη δύο τσιγάρα δρόμος
Είναι περίεργη και πρωτοφανής αυτή η εκλογική αναμέτρηση
Εκλογές 2023: Η συζήτηση για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, τα ερωτήματα για το ποιος και πώς θα κυβερνήσει.
Σε λίγες ώρες θα ανοίξουν οι κάλπες σε μία περίεργη ίσως και πρωτοφανή στα Μεταπολιτευτικά χρονικά εκλογική αναμέτρηση. Είναι περίεργη και πρωτοφανής αυτή η εκλογική αναμέτρηση για τους εξής κυρίως λόγους:
- Ένα κόμμα το οποίο θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι σε θέση να δηλώσει τι θα κάνει αμέσως μετά. Θα κάνει κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας, όπως επιμένει ο Α. Τσίπρας; Αλλά πώς θα γίνει κυβέρνηση συνεργασίας όταν αρνούνται κατηγορηματικά να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ όλοι ανεξαιρέτως οι «προοδευτικοί συνεργάτες»; Θα κάνει κυβέρνηση ειδικού σκοπού με στόχο να στείλει στο Ειδικό Δικαστήριο τις υποθέσεις των υποκλοπών και των Τεμπών, με επικεφαλής τον Κ. Μητσοτάκη; Αλλά και αυτή η εκδοχή του Α. Τσίπρα συναντά την απόλυτη άρνηση των «προοδευτικών» αποδεκτών της. Θα κάνει κυβέρνηση στηριζόμενη στη ψήφο ανοχής των «προοδευτικών δυνάμεων»; Αλλά κατηγορηματικά και ενίοτε με βδελυγμία αρνούνται να δώσουν ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση Τσίπρα οι άλλοι «προοδευτικοί». Τι θα κάνει λοιπόν ο Τσίπρας μετά τις εκλογές; Είναι φανερό πως ούτε ο ίδιος ξέρει ούτε μπορεί να δώσει μία λογική και πειστική απάντηση, καθώς καταρρίπτονται τα σενάριά του, το ένα μετά το άλλο. Θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο, που όταν ξεκίνησε δεν ήξερε πού πάει και όταν έφτασε δεν ήξερε πού βρίσκεται. Και επειδή το κεντρικό ερώτημα κάθε εκλογικής αναμέτρησης δεν είναι να μετρηθούμε ποιοι και πόσοι είμαστε αλλά ποιος και πώς θα κυβερνήσει την επόμενη μέρα, γίνεται σαφές ότι όλα αυτά οδηγούν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα και το συνακόλουθο χάος. Φαινόμενο περίεργο και πρωτοφανές στα Μεταπολιτευτικά χρονικά, κόμμα που θεωρεί ότι πιθανώς διεκδικεί την εξουσία, να μη ξέρει και να μην μπορεί να πει πώς και τι θα την κάνει.
- Από το 1974 και σε όλες τις εκλογές που έχουν διενεργηθεί αυτά τα 50 χρόνια ουδείς διανοήθηκε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Το κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοινώνοντας ότι έχει δημιουργήσει δικό του μηχανισμό παράλληλης συγκέντρωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων, υπονοώντας ευθέως ότι δεν εμπιστεύεται τη διαδικασία καταμέτρησης και καταχώρησης των ψήφων του υπουργείου Εσωτερικών. Και όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ευθέως ο κ. Φίλης το κάνουν αυτό διότι «δεν εμπιστευόμαστε τη κυβέρνηση», η οποία «είναι αδίστακτη και μπορεί να κάνει πολλά πράγματα». Με άλλους λόγους υπονοείται σαφώς ενδεχόμενο νοθείας στις εκλογές και δημιουργείται μία υποδομή, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος αν δεν τους αρέσει, σύμφωνα με το τραμπικό προηγούμενο. Αποτελεί τούτο - αν ενεργοποιηθεί - παράγοντα ανωμαλίας και ευθεία βολή εναντίον του δημοκρατικού πολιτεύματος, των θεσμών και των διαδικασιών του. Είναι και αυτό φαινόμενο περίεργο και πρωτοφανές στα Μεταπολιτευτικά χρονικά.
- Όλα τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου έχουν αυτονόητα και ρητά αποκλείσει κάθε συνάφεια με τη καταδικασμένη ως εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή και τα έγκλειστα στη φυλακή ηγετικά στελέχη της. Όχι ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο κ. Τσίπρας, που έχουν ακολουθήσει άλλο δρόμο: Όχι μόνον αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τις διατάξεις που έθεταν τη Χρυσή Αυγή εκτός εκλογικής διαδικασίας, όπως έπραξαν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνον δεν κατέθεσαν υπόμνημα στον Άρειο Πάγο για την υποστήριξη του αποκλεισμού της, όπως έπραξαν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Αλλά προχώρησαν ακόμη περισσότερο: Ο Α. Τσίπρας και ηγετικά στελέχη του κόμματός του απεύθυναν προσκλητήριο στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, βαπτίζοντάς τους «ανθρώπους που κάποια στιγμή παρασύρθηκαν και ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή». Τον κ. Τσίπρα σιγοντάρισε μέσα από τις φυλακές ο ίδιος ο Κασιδιάρης, ο οποίος έδωσε γραμμή στους ψηφοφόρους του να μη ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία ή άλλα μικρά κόμματα, αφήνοντάς τους όμως ελεύθερους -άρα υποδεικνύοντάς τους- να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Δίκαιη ανταπόδοση στην ευγενική στάση του Τσίπρα έναντί του.
Την καλύτερη απάντηση στις αθλιότητες αυτές έδωσε ασφαλώς ο γραμματέας του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας: «Είναι ντροπή και αίσχος το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνθηκε στους φασίστες ψάχνοντας για ψηφαλάκια με τον ισχυρισμό ότι είναι παρασυρμένοι». Και υπενθύμισε ο κ. Κουτσούμπας τη δολοφονία Φύσσα, τις δολοφονικές επιθέσεις σε συνδικαλιστές και μετανάστες εργάτες, που οδήγησαν στη καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, καταλήγοντας πως όσοι πλέον έχουν απομείνει στη Χρυσή Αυγή και στον Κασιδιάρη είναι «πατενταρισμένοι φασίστες».
Εξ όσων γνωρίζω είναι και αυτό φαινόμενο περίεργο και πρωτοφανές στα Μεταπολιτευτικά χρονικά, καθώς ουδέποτε έως τώρα δημοκρατικό κόμμα έχει δημοσίως και επισήμως τολμήσει να απευθύνει κάλεσμα συστράτευσης σε ψηφοφόρους αυτού του φυράματος. Ίσως όμως να ήταν αυτό ένα αναμενόμενο επόμενο βήμα -δυο τσιγάρα δρόμος- μετά τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς του Καμμένου, που πάντως δεν ταυτίζεται με τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, ως κυβερνητικού εταίρου το 2015.
Με αυτά τα δεδομένα ανοίγουν οι κάλπες και το ερώτημα είναι ποιος και πώς θα κυβερνήσει. Και εδώ ο καθένας κρίνεται από τα πεπραγμένα του και όχι από όσα λέει: Στα θετικά της Νέας Δημοκρατίας, παρά υπάρχουσες και αρνητικές πτυχές αλλά εν τέλει συν πλην, περιλαμβάνονται κυρίως η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, των ελληνοτουρκικών σχέσεων, των εξοπλισμών των ενόπλων δυνάμεων, των διεθνών σχέσεων, του μεταναστευτικού, του πολέμου της Ουκρανίας, της ανόρθωσης της οικονομίας. Στα αρνητικά εύκολα κανείς θα κατατάξει την υπόθεση των υποκλοπών και την εν συνεχεία διαχείρισή της καθώς και την ακραία ανικανότητα της κυβέρνησης στην έγκαιρη δημιουργία των συνθηκών, που θα απέτρεπαν το δυστύχημα των Τεμπών.
Εις ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ η εικόνα είναι διαφορετική. Από το κυβερνητικό του παρελθόν μπορεί εύκολα κανείς να ανασύρει, μεταξύ πολλών άλλων, το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του, με το κλείσιμο των τραπεζών. Το ανεκδιήγητο δημοψήφισμα και την εν συνεχεία κωλοτούμπα. Τον Λαφαζάνη και την Κωνσταντοπούλου. Το φιάσκο με τις τηλεοπτικές άδειες, που οδήγησε στην ομόφωνη καταδίκη του Παππά από το Ειδικό Δικαστήριο. Τις ωμές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, για τις οποίες καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο ο Παπαγγελόπουλος. Το μη αναγκαίο επιπλέον μνημόνιο. Τα 80 έως 100 δισεκατομμύρια, που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς Ελλήνων και ξένων ειδικών, στοίχισαν στην εθνική οικονομία οι πειραματισμοί του Τσίπρα και των συνεργατών του. Την πολιτική και κυβερνητική νομιμοποίηση της άκρας δεξιάς στη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου. Στα θετικά της διακυβέρνησης Τσίπρα λίγα πράγματα μπορεί κανείς να καταχωρήσει πέρα από την εξαιρετικά σημαντική συμφωνία των Πρεσπών, που επιτέλους απέμπλεξε την Ελλάδα από μία χρόνια Βαλκανική εμπλοκή, καθιστώντας την πλέον παράγοντα των λύσεων και όχι των προβλημάτων της περιοχής.
Θα μπορούσε να έχει ξεχαστεί το κακό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και του Α. Τσίπρα αν στα τέσσερα χρόνια που βρέθηκαν στην αντιπολίτευση είχαν δει και αναγνωρίσει τα λάθη τους, είχαν αναμορφώσει, αναδιατάξει και εκσυγχρονίσει το κόμμα τους, το είχαν ανοίξει σε νέους ανθρώπους και νέες ιδέες, είχαν διαβάσει καλύτερα τα δεδομένα της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, των νέων διεθνοπολιτικών δεδομένων, των σημερινών αμυντικών προβλημάτων. Αν με δύο λόγια είχαν εναρμονιστεί με έναν κόσμο που έχει αλλάξει με ραγδαίους ρυθμούς στα τέσσερα χρόνια που βρέθηκαν στην αντιπολίτευση και αν είχαν προσαρμοστεί καλύτερα στις νέες συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας, ώστε να αποτελούν μία αξιόπιστη και αναγκαία για το τόπο εναλλακτική κεντροαριστερή πολιτική πρόταση. Τίποτε από αυτά όμως δεν συνέβη. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας του 2023 είναι ακριβώς οι ίδιοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα του 2015. Είναι το ίδιο μείγμα ημιμάθειας, αφελούς ερασιτεχνισμού, αλαζονείας, κουτοπονηριάς, συνωμοσιολογίας, ιδεοληψίας, ανορθολογισμού, συγκρουσιακής επιθετικότητας, λαϊκισμού και αδυναμίας νοητικής σύλληψης και επεξεργασίας των πραγματικών δεδομένων. Μείγμα που δεν στάθηκε απαγορευτικό να υπερψηφιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, στην καρδιά της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, σε μία εποχή όμως ακραίας έκρηξης άλογων δυνάμεων, σε ένα αποσταθεροποιημένο εκλογικό σώμα που είχε οδηγηθεί σε παράκρουση, αισθανόμενο φόβο, αδυναμία, πικρία, οργή, ανασφάλεια, αγανάκτηση ακόμη και φθόνο για όσους κατόρθωναν να επιβιώνουν μέσα στην καταστροφή.
Σε αυτό το κοινό και μέσα στις δεδομένες συνθήκες έκλεινε το μάτι με νόημα, επιτυχέστερα από όλους ο Τσίπρας στα χρόνια της κρίσης, μιλώντας του στη γλώσσα που μπορούσε και ήθελε να ακούσει. Και το μεγάλο ερώτημα είναι αν σήμερα, που δεν υπάρχουν πια οι ίδιες συνθήκες, που η κρίση έχει παρέλθει, υπάρχει το ίδιο κοινό για τον ίδιο Τσίπρα και τον ίδιο ΣΥΡΙΖΑ. Σύντομα θα ξέρουμε.