Πολιτικη & Οικονομια

Βενιζέλος: «Η κρίση είναι κρίση και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα»

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απηύθυνε χαιρετισμό στο Συνέδριο της Capital + Vision

Newsroom
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, απηύθυνε στο Ζάππειο Μέγαρο, την εναρκτήρια ομιλία στο συνέδριο Capital + Vision «Καινοτομία και Επιχειρηματικότητα: Το επόμενο βήμα», που συνδιοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο:

«Κύριε Πρόεδρε του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, κυρίες και κύριοι, ευχαριστώ τους οργανωτές αυτής της συνάντησης που με κάλεσαν και φέτος και μου δίνουν την ωραία ευκαιρία να απευθυνθώ σε ένα υψηλού επιπέδου ακροατήριο, που έχει άμεση σχέση με τον αγώνα και την αγωνία της ελληνικής πραγματικής οικονομίας, να βγει από την κρίση και να ξανακερδίσει την ανταγωνιστική της θέση μέσα στην Ευρώπη και μέσα στο παγκόσμιο καταμερισμό.

Κυρίες και κύριοι, η κρίση που βιώνει τα τελευταία πέντε χρόνια η χώρα μας, μια κρίση που άρχισε πολύ νωρίτερα, είναι όπως όλοι ξέρουμε και όπως όλοι έχουμε ζήσει, μια κρίση δημοσιονομική βεβαίως, χρηματοπιστωτική, αλλά και μια κρίση ανταγωνιστικότητας, μια κρίση του ίδιου του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί πολλές δεκαετίες, θα έλεγα σχηματικά μέχρι το 2010.

Η κρίση όμως είναι και μια κρίση κράτους, του πολιτικού συστήματος, αλλά και της κοινωνικής μας νοοτροπίας. Αυτό που δεν έχουμε πει με όση έμφαση απαιτείται είναι πως η κρίση αφορά όχι μόνο τη διάρθρωση και τη λειτουργία του κράτους και του δημόσιου τομέα, αλλά και τη διάρθρωση και τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.

Η αγορά, άλλωστε, στην οποία εκδηλώνονται οι επιπτώσεις της κρίσης, είναι το πεδίο συνάντησης του δημόσιου και του ιδιωτικού στοιχείου. Το ιδιωτικό επιχειρεί, δρα, ανταγωνίζεται, διεκδικεί, πετυχαίνει ή αποτυγχάνει και το δημόσιο ασκεί το ρυθμιστικό ρόλο, όχι με τις υπερβολές που επισήμανε ο κ. Πρέσβης προηγουμένως ως ευρωπαϊκή νοοτροπία, αλλά γιατί χωρίς ένα ρυθμιστικό πλαίσιο δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει η αγορά υπό συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού.

Η κρίση είναι κρίση και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η μεγάλη και ομολογημένη ευθύνη του πολιτικού συστήματος για αποφάσεις που ελήφθησαν τις προηγούμενες 10ετίες και ψηφίστηκαν και επικυρώθηκαν δημοκρατικά από τον ελληνικό λαό, δεν αναιρεί την ευθύνη ούτε της ίδιας της κοινωνίας, ούτε των παραγωγικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού κόσμου, του τραπεζικού συστήματος, αλλά ούτε και την ευθύνη μη πολιτικών θεσμών. Γιατί δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι και αυτοί οι θεσμοί που δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένοι, αλλά επιτελούν άλλους όρους πολύ χρήσιμους σε ένα κράτος δικαίου, είναι πολύ σημαντικοί. Αναφέρομαι στη δικαιοσύνη, στις ανεξάρτητες αρχές, στο επικοινωνιακό σύστημα, σε όλους τους πυρήνες εξουσίας που υπάρχουν σε ένα δημοκρατικό, πολυφωνικό, ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.

Λέω συχνά το αυτονόητο, που δυστυχώς δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο θα έπρεπε, ότι η κρίση που είχε επωαστεί επί 10ετίες είναι αυτή που έφερε το Μνημόνιο και δεν είναι το Μνημόνιο αυτό που έφερε την κρίση. Χωρίς το επώδυνο πρόγραμμα στήριξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, δεν θα υπήρχε κρίση, αλλά καταστροφή. Η διαφορά ανάμεσα σε μια βαριά κρίση με επιπτώσεις οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές για την ασύντακτη καταστροφή, είναι πάρα πολύ μεγάλη.

Δυστυχώς αυτό που βιώνουμε είναι η κρίση. Ο ελληνικός λαός προστατεύτηκε από την απόλυτη καταστροφή και είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκρίνεις την πραγματική εμπειρία της κρίσης με την αποφευχθείσα εμπειρία της καταστροφής, η οποία παρουσιάζεται θεωρητικά, αλλά δεν έχει γίνει αντικείμενο βιωματικής εμπειρίας για τον ελληνικό λαό.

Το πρόγραμμα στήριξης και προσαρμογής τώρα που φτάνει στο τέλος του και μετά από βελτιώσεις που πετύχαμε με πάρα πολύ σκληρή διαπραγμάτευση και εν μέσω μεγάλων δυσκολιών, το πρόγραμμα στήριξης και προσαρμογής προφανώς και θα μπορούσε, εάν το ήθελαν οι εταίροι μας, να είναι πιο ήπιο, πιο αργό, πιο γενναιόδωρο. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν χρειαζόταν να γίνει σε τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να γίνει σε δέκα, αλλά αυτό σήμαινε άλλο πλαίσιο χρηματοδοτικής υποστήριξης των αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, υπάρχουν στην Ευρώπη και στον κόσμο κυρίαρχες αντιλήψεις και πρακτικές που δεν είναι μόνο της αγοράς, είναι και των κυβερνήσεων. Και δεν είναι μόνο των κυβερνήσεων, είναι των κοινοβουλίων και τελικά είναι των εκλογικών σωμάτων που αναδεικνύουν σε διάφορες χώρες αυτά τα Κοινοβούλια και στηρίζουν αυτές τις κυβερνήσεις.

Ας δούμε πώς εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ορισμένες πολύ μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι μεταξύ των τριών ισχυρότερων οικονομιών της ευρωζώνης. Ας δούμε πώς εξελίσσεται εν τοις πράγμασι η διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Γερμανία από τη μια μεριά και τη Γαλλία και την Ιταλία από την άλλη μεριά. Θα δούμε ότι ο τελικός συμβιβασμός σέβεται αυτό το πλαίσιο το οποίο είναι σκληρό, είναι δύσκολο, είναι όμως δεδομένο και εν πάση περιπτώσει με βάση τους υπάρχοντες συσχετισμούς, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο, εφικτό, ρεαλιστικό και ασφαλές. Δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει το περιβόητο σχέδιο Β. Κι αυτό το κατανοούν, τόσο οι χώρες που αναγκάστηκαν να υπαχθούν σε ολοκληρωμένα προγράμματα στήριξης, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, όσο και χώρες που υπήρξαν εν μέρει σε προγράμματα, όπως η Ισπανία, ή αναγκάστηκαν να αποδεχθούν περιορισμούς χωρίς πρόγραμμα στήριξης και χωρίς χρηματοδοτική στήριξη, όπως συνέβη για παράδειγμα με την Ιταλία.

Αντιλαμβάνεστε, πιστεύω, πόσο δύσκολο είναι αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια, να επιδιώκεις παράλληλα και τη δημοσιονομική και τη διαρθρωτική προσαρμογή και την εξυγίανση των δημοσιονομικών σου στοιχείων και τη διάσωσή σου τη δημοσιονομική και τη χρηματοπιστωτική, αλλά και τη ριζική και ριζοσπαστική αλλαγή των δομών της οικονομίας σου. Γιατί τα δύσκολα δημοσιονομικά μέτρα οδηγούν σε απώλειες βαθμών κοινωνικής συναίνεσης σε σχέση με τη στήριξη των διαρθρωτικών αλλαγών, όταν κάποιος αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης για το σπίτι του, ή για την επιχείρησή του, κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του, ή την έχει χάσει και απελπισμένα ζητεί μια άλλη ευκαιρία απασχόλησης, δεν είναι διατεθειμένος να στηρίξει φιλόδοξες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, τη λειτουργία της αγοράς.

Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά μεγάλο και πολλών επιπέδων το επίτευγμα που έχει συντελεστεί, γιατί καταφέραμε μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια, να πετύχουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή με εντυπωσιακά αποτελέσματα, χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού, και επιπλέον πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν αλλάξει την εικόνα στη λειτουργία της αγοράς και έχουν αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία από πλευράς ανταγωνιστικότητας με βάση τουλάχιστον τα κλασσικά κριτήρια που ισχύουν στις διεθνείς κατατάξεις από την άποψη αυτή.

Περιττεύει να θυμίσουμε πού βρισκόμασταν και πού βρισκόμαστε τώρα, καθώς έχουμε φτάσει λίγα μόλις βήματα πριν από την οριστική και, θέλω να ελπίζω, ασφαλή έξοδο από την κρίση και το Μνημόνιο, ώστε να περάσει η Ελλάδα σε μια άλλη φάση, να αλλάξει σελίδα, να επανέλθει στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, που είναι ουσιαστικά ισότιμη μεταξύ των εταίρων της, που αξιοποιεί τους υφιστάμενους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης και προστασίας, αλλά που δεν είναι αποσυνάγωγος, δεν είναι παρίας.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει αυτή τη στιγμή να έχει όχι απλώς πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο είναι πολύ κάτω από το όριο του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ άλλες χώρες αγωνίζονται να τηρήσουν το 3%, είναι πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει διαρθρωτικό πλεόνασμα, δηλαδή κυκλικά προσαρμοσμένο πλεόνασμα αφαιρουμένων των εφάπαξ μέτρων, που είναι το καλύτερο στον κόσμο καλύτερο και από αυτό της Σιγκαπούρης, σημαίνει πάρα πολλά. Το γεγονός ότι τα πλέον αρμόδια χείλη, όπως αυτά του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι η Ελλάδα έχει ένα χρέος το οποίο είναι ασφαλές, εξυπηρετήσιμο, βιώσιμο για τα επόμενα 10 έτη, επειδή το 2012 δεν πετύχαμε απλά και μόνο το κούρεμα της ονομαστικής του τιμής, αλλά πετύχαμε και μια ριζική αναδιάρθρωση που ενσωματώνει ένα μηχανισμό περαιτέρω κουρέματος μέσω παραμετρικών αλλαγών σε σχέση με τη διάρκεια και τα επιτόκια, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό.

Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες, οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες που ανήκουν στην ομάδα των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών διήλθαν από τα περιβόητα stress test από αυτές τις δοκιμασίες αντοχής, υπό συνθήκες έντασης με επιτυχία, σημαίνει πάρα πολλά. Σημαίνει πάρα πολλά και για το σχήμα εξόδου από την κρίση και για τους εγγυητικούς μηχανισμούς που μπορεί να λειτουργήσουν χωρίς Μνημόνιο, χωρίς τρόικα, χωρίς να έχουμε τους συμβολισμούς και τις προσβολές που έχουμε ζήσει τα προηγούμενα 4 - 5 χρόνια.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία, επίσης, ότι αυτά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα είναι που μας επιτρέπουν να οργανώνουμε τώρα πολύ πιο γενναία μέτρα προστασίας των ευπαθών ομάδων, όπως είναι το εγγυημένο κοινωνικό εισόδημα, να θεσπίζουμε μέτρα υπέρβασης της κρίσης σε επίπεδο επιχειρήσεων μέσα από τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων και την αναδιάρθρωση των εταιρικών χρεών. Τώρα μπορούμε να δώσουμε λύση σε σχέση με τις πολλές δόσεις για την εξυπηρέτηση των οφειλών των επιχειρήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία και το ελληνικό δημόσιο. Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για μια ουσιαστική αναδιάρθρωση των οντοτήτων του ιδιωτικού τομέα, γιατί τώρα έχουμε τις δυνατότητες να το κάνουμε, να το διαπραγματευτούμε, να το επιβάλουμε και να το μετατρέψουμε σε πράξη.

Είναι τώρα πολύ πιο καθαρές οι προϋποθέσεις για τη στροφή στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στην απασχόληση. Γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, πρόβλημα κοινωνικής συνοχής είναι τα βάρβαρα ποσοστά ανεργίας. Δεν μπορεί να αντέξει μια κοινωνία υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να αντέξει ένα ασφαλιστικό σύστημα υπό αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορεί να αντέξει το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος υπό αυτές τις συνθήκες. Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία τώρα να αξιοποιήσουμε την αφετηρία που έχουμε διαμορφώσει.

Το ότι η χώρα έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από επτά σωρευτικά χρόνια ύφεσης, γιατί η ύφεση αρχίζει το 2007, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Έχουμε διαμορφώσει τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, μόνο που αυτές πρέπει να τις σεβαστεί και η κοινωνία. Πρέπει να τις σεβαστεί και ο ιδιωτικός τομέας, πρέπει να τις σεβαστούν οι Έλληνες πολίτες. Γιατί η πρώτη προϋπόθεση για οτιδήποτε είναι η σταθερότητα. Όχι η σταθερότητα απλώς η κυβερνητική, μια σταθερότητα που πρέπει να έχει θεσμικά χαρακτηριστικά. Αυτό συνδέεται με τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που συμβολίζει την ενότητα του έθνους και τη συναίνεση στο υψηλότερο κοινωνικό επίπεδο και, επίσης, χρειάζεται μια σταθερότητα εθνική με την έννοια της καθαρής εθνικής στρατηγικής που μας βγάζει από την κρίση και μας οδηγεί σε μια νέα φάση.

Η σταθερότητα θα πρέπει να είναι, επίσης, και προοδευτική, γιατί τίποτα δεν είναι πιο προοδευτικό από το να λες την αλήθεια, να κατανοείς τον πραγματικό συσχετισμό και τις πραγματικές καταστάσεις και να παρουσιάζεις ένα ολοκληρωμένο και εφαρμόσιμο σχέδιο.

Αλλά για να υπάρξει σταθερότητα, με όλες αυτές τις διαστάσεις της τις φιλόδοξες, πρέπει να υπάρχει ίδια σχέση με την αλήθεια και την ειλικρίνεια, πρέπει να υπάρχει συναίνεση, πρέπει να υπάρχει αίσθημα ευθύνης και πρέπει να υπάρχει συστράτευση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, πολιτικών, παραγωγικών, κοινωνικών, διανοητικών. Από την άποψη αυτή ο ρόλος του επιχειρηματικού κόσμου είναι καθοριστικός, γιατί ο επιχειρηματικός κόσμος έχει ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και τις επιδιώξεις του, αλλά έχει κι ευθύνη κοινωνική. Το κράτος διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει το «επιχειρείν» και τις διαμορφώνει με τεράστιο πολιτικό κόστος, με πολιτικό κόστος άνισα κατανεμημένο τα τελευταία πέντε χρόνια.

Εμείς λοιπόν προσφέρουμε στον επιχειρηματικό κόσμο και την πραγματική οικονομία ένα άλλο δημοσιονομικό πλαίσιο. Η χώρα αυτή τη στιγμή είναι μία χώρα με πρωτογενή πλεονάσματα και με ένα χρέος, το οποίο μέσα από την εφαρμογή των ήδη «δεδομένων» αποφάσεων του Eurogroup και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε σχέση με τις παραμετρικές αλλαγές, είναι και βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο. Το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι 60% μικρότερο από αυτό που ήταν πριν το 2010. Όλα τα χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους είναι ριζικά διαφορετικά. Είναι πολλοί αυτοί που στις διεθνείς αγορές επιμένουν πως αποτυπώνεται με τελείως εσφαλμένο τρόπο το ελληνικό δημόσιο χρέος, πως αν η αποτύπωσή του ήταν σωστή, θα φαινόταν εντυπωσιακά μικρότερο από το χρέος πολλών άλλων χωρών, όπως η Πορτογαλία ή η Ιταλία. Υπάρχουν πια Διευθύνσεις Μελετών πολλών διεθνών τραπεζών που αποδέχονται ότι η στατιστική αποτύπωση του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι άδικη και μη λειτουργική. Μπορεί να μη μιλάνε για 60% του ΑΕΠ, όπως μιλάνε ορισμένα διεθνή funds, αλλά μιλάνε για 115% του ΑΕΠ αντί του 175% όπως είναι η στατιστική αποτύπωση.

Επίσης η χώρα τώρα έχει ενσωματώσει πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, έχει μια τελείως διαφορετική αγορά εργασίας, ένα αισθητά διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα, άλλους κανόνες λειτουργίας της αγοράς. Προσφέρουμε τα μέτρα κοινωνικής συνοχής και στήριξης των ευπαθών ομάδων και κυρίως νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες αυτή τη στιγμή δεν έχουν κανένα άγχος και μπορούν να αντιμετωπίσουν διαφορετικά την πιστωτική επέκταση, όχι απλώς μέσα από τη διστακτική αναχρηματοδότηση παλαιών δανείων, αλλά μέσα από ουσιαστική στήριξη νέων επιχειρηματικών ιδεών και επενδυτικών σχεδίων, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι είμαστε λίγες μέρες, ίσως λίγες ώρες πριν από την οριστική παρουσίαση του σχεδίου για τα κόκκινα δάνεια, συμπεριλαμβανομένης και της αναδιάρθρωσης των χρεών των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι ετοιμάζουμε την παρέμβασή μας και για τα στεγαστικά δάνεια μπορεί να ανοίξει νέες δυνατότητες σε σχέση με την αγορά κατοικίας και τον κατασκευαστικό τομέα.

Είχαμε την ευκαιρία χθες με τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Ανάπτυξης να συζητήσουμε για την ανάγκη να καλυφθούν από τις νέες ρυθμίσεις όλες οι περιπτώσεις επιχειρηματικών δανείων και τα δάνεια που είναι καλυμμένα από εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και υποχρεώσεις επιχειρήσεων που απορρέουν από τη διαχρονική εφαρμογή του αναπτυξιακού νόμου, κάτι που μπορεί να δημιουργεί ορισμένα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, από πλευράς κρατικών ενισχύσεων. Αλλά δεν έχουμε μόνο το τραπεζικό σύστημα, δεν έχουμε μόνο τις νομοθετικές παρεμβάσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την αναδιάρθρωση των χρεών των επιχειρήσεων, έχουμε τα μη τραπεζικά εργαλεία, το ΕΣΠΑ, την Κ.Α.Π, το Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη, με τη συμμετοχή της γερμανικής και άλλων ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων.

Το ερώτημα λοιπόν είναι, αφού το κράτος, το πολιτικό σύστημα, με τόσο κόστος έκανε αυτά που έκανε κι αφού θέλουμε συναίνεση και σταθερότητα και αφού το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε διεθνώς και χρηματοοικονομικά και ως πραγματική οικονομία για τις εξαγωγές μας είναι το «country risk», ο κίνδυνος της χώρας, δηλαδή το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, τι θα κάνει ο επιχειρηματικός κόσμος;

Ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να αναλάβει ρίσκο, πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία σημαντικών επενδύσεων όλων των επιπέδων, δε μιλάω μόνο για μεγάλες και φιλόδοξες αλλά και για τρέχουσες. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι σημαντικό ότι εμείς πολιτικά μιλήσαμε για εξακόσιες σαράντα χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας τα επόμενα πέντε χρόνια και η Διεύθυνση Μελετών της Εθνικής Τράπεζας μιλάει για 720 χιλιάδες θέσεις εργασίας τα επόμενα χρόνια. Άρα υπάρχει πράγματι ένα λανθάνον δυναμικό, που πρέπει να έρθει στην επιφάνεια και από την άποψη αυτή έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία πράγματι να μιλάει κανείς, όπως μιλάει ο τίτλος της συνάντησης αυτής, όχι μόνον για επιχειρηματικότητα, αλλά και για καινοτομία. Δηλαδή πριν πάμε στην καινοτομία με την τυπική έννοια του όρου, για ευρηματικότητα, για ευελιξία, για διορατικότητα, για την ικανότητα, να αντιληφθούμε όλοι μαζί ότι δεν μπορούμε να μείνουμε στο πλαίσιο του μοντέλου ανάπτυξης που ίσχυε πριν το 2010. Ούτε μπορούμε να υποσχόμαστε την επιστροφή στις πιο τραγικές και επικίνδυνες πρακτικές, της μεταπολιτευτικής περιόδου. Γιατί κάποιοι καταγγέλλουν τη μεταπολίτευση και υπόσχονται ταυτόχρονα την επιστροφή στις πιο άθλιες όψεις της μεταπολίτευσης.

Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όταν μιλάμε για καινοτομία στην Ελλάδα και σε μια οικονομία όπως η ελληνική, με την ευελιξία, το μέγεθός της, την ικανότητα προσαρμογής που έχει και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει που συνδέονται με τη γη και τους ανθρώπους, με την αγροτική παραγωγή, με τον τουρισμό, με την ενέργεια, με φυσικά πλεονεκτήματα, αντιλαμβάνεστε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε μόνον για καινοτομία υψηλής τεχνολογικής αξίας, αλλά για μια οριζόντια και διάχυτη καινοτομία, που αφορά όλες τις Υπηρεσίες. Από κατά κυριολεξία πατέντες, δηλαδή διπλώματα ευρεσιτεχνίας που έχουν διεθνή εμπορική αξία αν εφαρμοστούν, μέχρι απλές έξυπνες ιδέες στην τυποποίηση και προβολή των προϊόντων.

Καινοτομία δεν υπάρχει μόνον στα προϊόντα βενζίνης, καινοτομία υπάρχει σε απλές εφαρμογές του διαδικτύου για την καθημερινή ζωή και τη διασκέδαση. Καινοτομία δεν υπάρχει μόνον στη νανοτεχνολογία, καινοτομία υπάρχει και στα στρώματα για το κρεβάτι μας, στα καλλυντικά, στα κοσμήματα, σε αγροτικά προϊόντα, όπως η σπιρουλίνα, ο κρόκος ή τα προϊόντα χωρίς γλουτένη.

Είχε οργανωθεί, το Σεπτέμβριο του 2013, μια πολύ σημαντική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης, φωνάζοντας χαρακτηριστικές περιπτώσεις νέων επιχειρηματιών, που κόμισαν και εφάρμοσαν απλές ιδέες: εφαρμογές διαδικτύου χρηστικές, για διασκέδαση, αγροτικές καινοτομίες σε σχέση με ορισμένα προϊόντα, εκτροφή σαλιγκαριών, τυποποίηση τροφίμων και διεθνή εμπορία των τροφίμων αυτών που ήταν παραδοσιακά αλλά με νεωτερική προβολή.

Η Ελλάδα σε σχέση με τον σύνθετο δείκτη καινοτομίας και πριν και μετά την κρίση έχει μία εντυπωσιακή ιδιορρυθμία, την οποία θέλω να σας την πω σε αναφορά με την εισαγωγική μου παρατήρηση ότι η κρίση δεν ήταν και δεν είναι μόνο κρίση του δημόσιου τομέα, αλλά και κρίση του ιδιωτικού τομέα. Τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια και επιμόνως συμβαίνει αυτό, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα είναι αισθητά μικρότερες από τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη του δημόσιου τομέα. Οι δε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες για διασύνδεση με τα πανεπιστήμια, με τα ερευνητικά κέντρα, με βλαστούς, με spin offs που προέρχονται από τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια, είναι ελάχιστες. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να γίνει αντιληπτό ότι πρέπει αυτή η σύνδεση να γίνει μια καθημερινή πραγματικότητα. Και επίσης πρέπει να ανέβει το επίπεδο της επιχειρηματικής δαπάνης, της εθνικής δαπάνης, αλλά με την έννοια της ιδιωτικής πια, για έρευνα και ανάπτυξη, γιατί η δαπάνη η δημόσια είναι σε ένα επίπεδο αισθητά υψηλότερο από την ιδιωτική.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επενδύσουμε σε μορφές επιχειρηματικότητας που συνδέονται εξ ορισμού και από τη φύση τους με την καινοτομία, όπως είναι η νεανική επιχειρηματικότητα, η γυναικεία επιχειρηματικότητα, η αγροτική επιχειρηματικότητα. Οι τράπεζες μπορούν πράγματι σε συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις εισφοράς. Με τη σκέψη ότι θα αποδώσει ένα 10% από τις επενδύσεις, ώστε να μπορεί να επενδύσει κάποιος περιμένοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι θερμοκοιτίδες, τα τεχνολογικά πάρκα, τα spin offs, τα start ups, όλα αυτά θέλουν μια ενίσχυση, αλλά κυρίως θέλουν ένα περιβάλλον και το περιβάλλον είναι με μια λέξη, το περιβάλλον της σταθερότητας, της εμπιστοσύνης και της αισιοδοξίας. Αυτό δεν μπορούμε να το διαμορφώσουμε μόνοι μας. Είμαστε πολύ λίγοι, πρέπει να συστρατευθούν όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου και πρέπει κανείς να μην κρύβεται. Πρέπει όλοι να μπούνε μπροστά σε αυτή την προσπάθεια που έχει πολεμικά χαρακτηριστικά. Αυτός είναι ο πόλεμος της γενιάς μας. Άρχισε πριν από πέντε χρόνια. Τώρα μπορούμε να τελειώσουμε και να περάσουμε σε μια φάση ειρήνης και διεκδίκησης του νέου ρόλου μας υπό ελληνικές, εντός εισαγωγικών, συνθήκες.

Για να το κάνουμε αυτό χρειάζεται οι Έλληνες πολίτες, οι Έλληνες εργαζόμενοι, οι Έλληνες επιχειρηματίες, να αντιληφθούν ότι υπάρχει μια κοινή εθνική ευθύνη. Σας ευχαριστώ».