Πολιτικη & Οικονομια

Δημήτρης Καιρίδης: «Η Δημοκρατία είναι πολύ δύσκολο πολίτευμα και προϋποθέτει ώριμους και ενημερωμένους πολίτες»

Ο υποψήφιος βουλευτής στον Βόρειο Τομέα της Β’ Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία μιλάει στην ATHENS VOICE

Μάκης Προβατάς
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Εκλογές 2023 - Δημήτρης Καιρίδης: Συνέντευξη με τον υποψήφιο βουλευτή στον Βόρειο Τομέα της Β’ Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία

Δημήτρης Καιρίδης. Υποψήφιος βουλευτής στον Βόρειο Τομέα της Β’ Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Βρεθήκαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο «Χάρτινο Καράβι», έναν υπέροχο χώρο, κυρίως με βιβλία, ο οποίος αρέσει πολύ στον Δημήτρη Καιρίδη.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια από την προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία. Οι βασικές ομοιότητες και διαφορές των επιχειρημάτων σας τότε και τώρα ποιες είναι;
Το 2019 υπήρχε ένα πολύ έντονο αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο έδωσε αέρα στα πανιά της ΝΔ. Ήταν πολύ νωπή η καταστροφή του ’15 και όλο το αχρείαστο κακό που ακολούθησε. Σήμερα έχουμε πίσω ένα κυβερνητικό έργο το οποίο πρέπει να προβάλλουμε, να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ αυτού και του τι προηγήθηκε του 2019. Και προφανώς να μιλήσουμε και για το μέλλον.

Είμαστε εδώ, στη Νέα Φιλαδέλφεια, που είναι κομμάτι του Βόρειου Τομέα. Όμως, στους 14 δήμους του Βόρειου Τομέα προφανώς τα προβλήματα του κόσμου είναι διαφορετικά. Ένας άνθρωπος του ορθού λόγου, ένας καθηγητής όπως εσείς, πώς προσεγγίζει τα τόσο διαφορετικά κοινά;
Η Βόρεια Αθήνα δεν είναι μόνο τα Βόρεια προάστια, η Κηφισιά, το Ψυχικό ή τα μεσοαστικά προάστια της Αγ. Παρασκευής, του Χαλανδρίου, των Βριλησσίων, κ.ο.κ. Υπάρχει και ένα κομμάτι που αφορά πιο λαϊκές περιοχές, κατά το κοινώς λεγόμενο, όπως είναι κατ’ εξοχήν το Γαλάτσι, η Νέα Ιωνία, το Ηράκλειο, η Λυκόβρυση, η Μεταμόρφωση. Και η Νέα Φιλαδέλφεια στην οποία βρισκόμαστε, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος, με ξεχωριστή αρχιτεκτονική και πολεοδομία, τουλάχιστον στο ιστορικό της κέντρο, όπως αναπτύχθηκε ως πρότυπος προσφυγικός συνοικισμός την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής. Υπό μία έννοια είναι ένα κρυφό «διαμαντάκι» στη Βόρεια Αθήνα, που καλά θα κάνουν και οι υπόλοιποι των Αθηναίων να επισκέπτονται.

Τι πρέπει να κάνει ένας βουλευτής του Βόρειου τομέα για να προωθήσει αυτή τη διαφορετικότητα των δεκατεσσάρων δήμων;
Ο κάθε δήμος έχει μία δική του διαδρομή, και ένα μέρος της προσπάθειάς μου αυτά τα 4 χρόνια, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά θα γίνει σίγουρα κατά την επόμενη 4ετία, είναι η αποτύπωσή τους σε μία μελέτη της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής Ιστορίας της Βόρειας Αθήνας. Έχω μιλήσει με τους Δημάρχους, τις τοπικές κοινωνίες, με συλλόγους που ασχολούνται. Την προηγούμενη τετραετία, συμμετείχα σε όλα τα δημοτικά συμβούλια όλων των δήμων της περιφέρειας για να ακούσω τα τοπικά προβλήματα, να συνομιλήσω με τους τοπικούς άρχοντες και να προωθήσω λύσεις.

Όλο αυτό το διάστημα στις δημόσιες τοποθετήσεις σας, η εντύπωση είναι ότι κατ’ αρχάς μιλάει ένας ακαδημαϊκός και μετά ένας βουλευτής της ΝΔ. Προσωπικά το θεωρώ σημαντικό γιατί συχνά βλέπουμε τους ακαδημαϊκούς να γίνονται περισσότερο βουλευτές ενός κόμματος.
Οι κρίσεις που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν κατ’ εξοχήν εξωγενείς. Υπό αυτή την έννοια, η γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Άρα ναι, η ενασχόλησή μου επιστημονικά με τις διεθνείς σχέσεις, ήταν ένα επιπρόσθετο εφόδιο, που έδωσε ένα βάθος στην ανάλυση και στη δυνατότητα επικοινώνησης με το ευρύτερο κοινό.

Να πω κάτι που νομίζω ότι το έχουν παρατηρήσει πολλοί που σας ακούνε να μιλάτε. Στις δημόσιες αντιπαραθέσεις σας φαίνεται να γνωρίζετε καλά τα στοιχεία και τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν τα κόμματα με τα οποία είστε ιδεολογικά απέναντι. Υποθέτω ότι αυτό έχει να κάνει με τα διαβάσματά σας, ή ίσως και με κάτι ακόμα γύρω από τις εμπειρίες σας;
Γεννήθηκα το 1969, και ανδρώθηκα τη δεκαετία του ’80. Άρα είμαι παιδί της Μεταπολίτευσης την οποία ποτέ δεν κατάπια αμάσητη γιατί είχα ένα οικογενειακό περιβάλλον που βοηθούσε τον προβληματισμό και την κριτική σκέψη. Επιπλέον βρέθηκα από νωρίς, στα φοιτητικά μου χρόνια, στην Αμερική, σε άλλα περιβάλλοντα, που μου έδωσαν τη δυνατότητα να πάρω μια απόσταση και να τα δω ακόμα πιο κριτικά όλα αυτά, τα ιερά και όσια της κυρίαρχης ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, της Μεταπολίτευσης. Νομίζω ότι δεν μπορείς να κάνεις πολιτική εάν δεν γνωρίζεις στοιχειωδώς τον απέναντι. Και σίγουρα δεν μπορείς να είσαι αποτελεσματικός αν δεν κάνεις μία προσπάθεια να καταλάβεις από πού προέρχεται και πώς προκύπτουν οι θέσεις του και τα επιχειρήματά του, για να μπορέσεις και να τα αντικρούσεις. 

Πώς θα συγκρίνατε το επίπεδο και την ένταση του λαϊκισμού προεκλογικά το 2019 σε σχέση με τώρα;
Νομίζω ότι μετά το 2015 και το μεγάλο κακό που συνέβη, είχαμε ένα ξεφούσκωμα του λαϊκισμού και μία ωρίμανση του κόσμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σήμερα υποδοχείς για ένα λαϊκιστικό λόγο. Είναι μια παθογένεια, όχι μόνο ελληνική, της Δημοκρατίας εν γένει θα έλεγα, και χρειάζεται προσοχή, να μη παλινδρομήσουμε μεταξύ ελιτισμού και λαϊκισμού, αλλά με ενσυναίσθηση, χωρίς αλαζονεία, να καταφέρουμε να αποκαλύψουμε τους πραγματικούς κινδύνους που κρύβονται πίσω από τα «όμορφα τα λόγια, τα μεγάλα…»

Την ίδια ώρα που κάποιες δυτικές κοινωνίες, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, δείχνουν μεγάλη ανωριμότητα.
Όποιος είναι απογοητευμένος από το επίπεδο της ελληνικής πολιτικής ζωής, αρκεί να δει την Ιταλία για να αισθανθεί μία μεγάλη ανακούφιση. Και επειδή συνομιλώ με Ιταλούς συναδέλφους, σας λέω ότι το Ελληνικό Κοινοβούλιο είναι Χάρβαρντ μπροστά στο δικό τους. Σε μια χώρα πολύ σπουδαία, με τεράστια βιομηχανία, η δεύτερη εξαγωγική δύναμη της Ευρώπης, και με έναν ιταλικό Βορρά που είναι από τις πλουσιότερες περιοχές της Ευρώπης, ένα πολιτικό σύστημα πραγματικά εντυπωσιακά αλλού.

Αυτά τα τέσσερα χρόνια είδαμε να είστε πολύ ενεργός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, να συναντιέστε Αμερικανούς Γερουσιαστές, τον Μενέντεζ, τον Βαν Χόλλεν, σε μια Ουάσινγκτον που παραμένει το επίκεντρο των αποφάσεων που αφορούν το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας.

Ήμουν τυχερός. Με την ανάληψη των καθηκόντων μου το καλοκαίρι του ’19, ζήτησα να είμαι στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση, που είναι, ίσως, το πιο σοβαρό φόρουμ κοινοβουλευτικής διπλωματίας. Εκεί συνδέθηκα με μία πολύ αξιόλογη ομάδα συναδέλφων, με επικεφαλής τη Ντόρα Μπακογιάννη με την τεράστια εμπειρία και το κύρος που έχει διεθνώς. Δουλέψαμε πολύ καλά μαζί, και στην πορεία ανέλαβα και την εκπροσώπηση στη Σύνοδο των Εθνικών Κοινοβουλίων της Ε.Ε., ως 1ος Αντιπρόεδρος της αρμόδιας Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, και στο περίφημο 3+1, την κοινοβουλευτική συνεργασία με την Αμερικανική Γερουσία, την Knesset του Ισραήλ και τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου.

Μετά την εισβολή στην Ουκρανία υπάρχει μια επαναδιάταξη της παγκοσμιοποίησης, η οποία προφανώς θα έχει κερδισμένους και χαμένους. Η Ελλάδα τι πρέπει να κάνει για να είναι από την πλευρά των κερδισμένων;
Ισχύει αυτό περί επαναδιάταξης διότι, αίφνης, επανακάμπτει η βιομηχανία στη Δύση, η οποία είχε εφησυχάσει για 40 χρόνια, και είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι το παγκόσμιο εργοστάσιο θα είναι η Κίνα. Αυτό είδαμε ότι στην πανδημία δεν λειτούργησε, όταν ψάχναμε πρώτες ύλες και φάρμακα, και έτσι βλέπουμε την Αμερική να επιδοτεί μαζικά τη μεταποίηση, αλλά και τη μεγάλη κουβέντα που γίνεται στην Ευρώπη γύρω από αυτό. Πού θα τοποθετηθεί η Ελλάδα σε αυτή την επανάκαμψη; Θα μπορέσει να τραβήξει ένα μικρό ποσοστό από αυτές τις βιομηχανικές επενδύσεις που ξαναγίνονται στη Δύση, καθώς κονταίνουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες; Ή θα σφυρίξουμε αμέριμνα; Άρα θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ και να μη ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Να μάθουμε από τα λάθη μας, όπως έχουμε δείξει ότι μαθαίνουμε τα τελευταία 3-4 χρόνια, και η οικονομική μας επίδοση το 2022, σύμφωνα με τον Economist, ήταν η καλύτερη στον ΟΟΣΑ. Στον οποίο ΟΟΣΑ συμμετέχει η Αμερική, ο Καναδάς, η Ιαπωνία. Επομένως, κάτι έχει αρχίσει να γίνεται σωστά. Αλίμονο αν αυτό το «κάτι» το σταματήσουμε τώρα που έχει πάρει φόρα, και έχει τη δυνατότητα να μας απογειώσει. Αυτό είναι για μένα το μεγάλο διακύβευμα και γι αυτό είμαι στην πολιτική. Για το μεγάλο.

© Γιάννης Μαρμάρας

Εσείς οι επιστήμονες ακόμα και όταν ασχολείστε με την πολιτική πρέπει να βλέπετε το γενικό και όχι το επιμέρους…
Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο προβλήματα. Το γενικό πολιτικό, το οποίο ακολουθεί τους ρυθμούς των εκλογικών κύκλων που είναι 4ετείς, και άρα έχει μια έμφαση στο εφήμερο παρά στο μακροπρόθεσμο, διότι τον πολιτικό δεν τον ενδιαφέρει το 2050 αλλά καταρχήν η επανεκλογή του το 2023. Αντίστοιχα και οι δημοσιογράφοι. Οπότε το σύνολο του πολιτικού συστήματος ακολουθεί αυτό το τέμπο. Το δεύτερο είναι ότι σε κοινωνίες γερασμένες όπως η ελληνική, όπου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι μεσήλικες και άνω, εκ των πραγμάτων ενδιαφέρει λιγότερο το μακροπρόθεσμο. Γι αυτό και ζητήματα όπως για παράδειγμα αυτό της κλιματικής αλλαγής, είναι κυρίως ζητήματα των νέων. Η πολιτική, όμως, οφείλει να συνδιαλέγεται ταυτόχρονα και με το συγκυριακό και το εφήμερο αλλά και με την ιστορία. Αυτό είναι το δύσκολό της και η γοητεία της, και το στοίχημά της. Αν κάνεις μόνο το μακροπρόθεσμο δεν θα ξαναεκλεγείς, με μόνο το εφήμερο, θα είσαι, εν τέλει, ένας λαϊκιστής, που θα σε καταδικάσει η Ιστορία.

Επομένως, ο σύγχρονος Έλληνας πολιτικός πρέπει να κατέχει την Ιστορία, και μέσα από αυτή να απευθύνεται στο μέλλον…
Σωστά. Όχι μόνο να μιλάει για την Ιστορία που παρήλθε, αλλά να έχει αίσθηση και της Ιστορίας συνολικά, άρα και του μέλλοντος που έρχεται, και ταυτόχρονα να καταφέρνει να εκλέγεται. Γιατί χωρίς την εξουσία, δεν είσαι πολιτικός, είσαι αναλυτής, καθηγητής, είσαι κάτι άλλο. Η πολιτική είναι η διεκδίκηση της εξουσίας και, άρα, της λαϊκής ψήφου».

Η νόσος που λέγεται «Χρυσή Αυγή» δεν υπάρχει πια, αλλά φαίνεται ότι έχει αφήσει long term συμπτώματα. Πώς το βλέπετε αυτό;
Προσωπικά δεν συνυπήρξα με τη Χρυσή Αυγή στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Όμως στοχοποιήθηκα από τη Χρυσή Αυγή το 2019 και ήμουν μόνιμη επωδός στα προεκλογικά μηνύματα του Μιχαλολιάκου. Θεωρώ ένα από τα παράσημα τιμής στον αγώνα που δώσαμε, ότι κερδίσαμε αυτή την πολιτική μάχη, και έμειναν εκτός Βουλής η Χρυσή Αυγή και ο Πάνος Καμμένος.

Η Δημοκρατία είναι πολύ δύσκολο πολίτευμα, δεν είναι καθόλου εύκολο όπως ίσως νομίζουμε…
Είναι πολύ δύσκολο πολίτευμα και προϋποθέτει για τη σωστή λειτουργία της ώριμους και ενημερωμένους πολίτες. Πολύ συχνά παραφθείρεται στην αναζήτηση του χαρισματικού. Είναι σημάδι ανωριμότητας ενός πολιτικού συστήματος αν, όλη η συζήτηση εξαντλείται στο χάρισμα του προσώπου. Προφανώς υπάρχουν ηγέτες οι οποίοι ξεχωρίζουν και κάνουν τη διαφορά, δεν είναι όλα προκαθορισμένα και δομικά. Αν δεν πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις τη διαφορά, και αν δεν έχεις μέσα σου την δημιουργική ορμή, δεν κάνεις για την πολιτική. Όμως πρέπει ως κοινωνία να μάθουμε να δουλεύουμε πιο συνολικά και λιγότερο ατομικά. Η δε εποχή μας, πια δεν προσφέρεται για αναντικατάστατους πολιτικούς, υπάρχουν τα πιράνχας του διαδικτύου, τα οποία είναι έτοιμα να καταβροχθίσουν και να αποδομήσουν την όποια αυθεντία. Κάποτε ο ηγέτης μπορούσε να δημιουργήσει ένα μυστήριο γύρω του, και μέσα από αυτό να καλλιεργήσει αυτή τη χαρισματικότητα, την ιδιαίτερη σχέση ηγέτη και λαού. Σήμερα το διαδίκτυο έχει επιβάλει έναν τέτοιο εκδημοκρατισμό, πολλές φορές εκχυδαϊσμό, που όλα αυτά είναι πια πολύ πιο δύσκολα.

Σε σχέση με τις εκλογές που έρχονται. Η ευθύνη οποιουδήποτε που θέλει να λέγεται υπεύθυνος πολίτης, κατά την άποψή σας ποια είναι;
Εάν κάτι μας δίδαξε η κρίση, είναι ότι η ψήφος μας μετράει και ότι τα πράγματα δεν είναι «ωχ, αδελφέ, όλα είναι προκαθορισμένα και στον αυτόματο πιλότο». Μας έβγαλε από τον εφησυχασμό. Από τον εφησυχασμό, αν θέλετε, της ίδιας της Ευρώπης, ότι είμαστε προστατευμένοι και μέσα σε μια φωλιά, και ότι και να γίνει θα υπάρχει ο από μηχανής θεός να μας σώσει την τελευταία στιγμή. Αποδείχτηκε και ότι η αντισυστημική ψήφος, η τιμωρητική ψήφος, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Το είδαμε εδώ σε εμάς, στο Brexit, στη Λεπέν.

Όμως όλα αυτά τα αρνητικά σίγουρα έχουν και ένα θετικό θετικό αποτέλεσμα. Πάντοτε έτσι προσχωρούν τα πράγματα…
Νομίζω ότι το προικιό, αν προκύπτει κάτι θετικό από τις κρίσεις, είναι η επανάκαμψη της πολιτικής. Ότι τα πράγματα δεν είναι στον αυτόματο πιλότο, ότι η Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, ότι η ευρωπαϊκή μας θέση δεν είναι δεδομένη, ότι οι επόμενες γενιές δεν είναι σίγουρο ότι θα ζουν καλύτερα από τις προηγούμενες, και ότι όλα αυτά χρειάζονται μια μάχη πολιτική. Και άρα, πρέπει να συμμετέχουμε. Και εγώ είμαι “παιδί” αυτής της συμμετοχής. Βγήκα από την ασφάλεια της ακαδημαϊκής έδρας, στην πυράκτωση της κρίσης του ’15, όταν όλα αμφισβητήθηκαν και ήταν ένα σοκ για τη δική μας γενιά. Να υπερασπιστούμε το ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρωπαϊκό διαβατήριο, τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωή και εν τέλει την ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Και μέσα από αυτά, υπήρξε μία επαναπολιτικοποίηση η οποία αιφνιδίασε την Αριστερά. Δεν περίμενε τους «αστούς», όπως ονομάζει η ίδια, να βγουν στο δρόμο. Θεωρούσε ότι ο δρόμος είναι δικό της μονοπώλιο. Και ακόμα δεν έχουν καταλάβει στον ΣΥΡΙΖΑ τι συνέβη. Γι αυτό και αδυνατούν να επανακάμψουν.

Βλέπουμε τώρα εν όψει των εκλογών και πάλι, ότι οι πολιτικές δυνάμεις μετρούν την ίδια πραγματικότητα με εντελώς αντίθετο τρόπο. Πώς εξηγείται αυτό; 
Διότι είναι τελείως εργαλειακή η προσέγγιση. Είναι ένα αφήγημα διαχείρισης της ήττας που δεν απευθύνεται στην πλειοψηφία, απλά επιχειρεί να συσπειρώσει έναν κομματικό πυρήνα. Επίσης απευθύνεται σε κόσμο αποστασιοποιημένο και στο θυμικό του. Ψεκασμένους, θυμωμένους, απογοητευμένους, και θεωρεί ότι, μέσα από αυτή την τοξικότητα θα τους φέρει στην κάλπη. Απευθύνεται, λοιπόν, σε ακροατήρια τα οποία δεν μπορούν να συγκροτήσουν πολιτική κυριαρχία και πλειοψηφία, αλλά έχουν κόσμο που μπορεί να διασώσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από την καταστροφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ήττα του ’19 είχε δύο επιλογές, είτε να χτίσει επάνω στην κυβερνησιμότητα, είτε να οπισθοχωρήσει στο αταβιστικό παρελθόν του. Επέλεξε το δεύτερο, και αυτό άφησε όλον τον μεσαίο χώρο και πέρα, ελεύθερο στον Κυριάκο Μητσοτάκη, γι αυτό και κυριαρχεί πολιτικά.

Πώς ορίζετε τον μεσαίο χώρο στην Ελλάδα; Πολλοί στις δημόσιες συζητήσεις λένε ότι δεν υπάρχει μεσαίος χώρος και ότι είναι ένα δημιούργημα για κάποιους λόγους. 
Σε όλες τις δυτικές κοινωνίες ο μεσαίος χώρος πληθυσμιακά είναι κυρίαρχος. Οι περισσότεροι των πολιτών θέλουν, λίγο-πολύ, συγκεκριμένα πράγματα. Ασφάλεια, εθνική αξιοπρέπεια, μία σιγουριά στα βήματα, ελεύθερη αγορά που να λειτουργεί με αλληλεγγύη για τους ευάλωτους, καλά σχολεία να μορφώσουν τα παιδιά τους, να ανέβουν κοινωνικά, να πετύχουν. Όλο αυτό που η Αριστερά λοιδωρούσε ως οι νοικοκυραίοι».

Παρότι και οι αριστεροί επιδιώκουν για τον εαυτό τους αυτές ακριβώς τις συνθήκες.
Μα, μέρος του αριστερισμού, είναι η διπολικότητα.

Εννοείτε του ελληνικού αριστερισμού ή γενικότερα;
Του ελληνικού και ιδίως του συριζαϊκού αριστερισμού. Αυτός ο διαρκής εγκλωβισμός, το ζωτικό ψέμα, η διαρκής αυταπάτη. Αυτό που είπε ο Αλέξης Τσίπρας “είχαμε αυταπάτες” είναι επαναλαμβανόμενο στην πορεία της Αριστεράς. Μια αυταπάτη, μια παραμυθία παρηγορητική, εξιλεωτική, αναζωογονητική, η οποία κάποια στιγμή σκάει σαν μια φούσκα.

Όλο αυτό έχει τα βασικά στοιχεία θρησκείας…
Απολύτως, και άρα μεταφυσικά. Και μία ανηλικότητα. Αφορά ανθρώπους που δυσκολεύονται ή έχουν ενοχή με την ενηλικίωση. Αυτό τους κάνει και γοητευτικούς καμία φορά.

Αυτή τη 4ετία συνέβησαν πολλά. Πιστεύετε ότι υπήρξε μία ενηλικίωση της Ν.Δ.; Ή ακόμα και μία ωρίμανση, γιατί ενηλικίωση δε σημαίνει αυτόματα και ωρίμανση.
Οι συντηρητικοί, με τη βρετανική του όρου έννοια, από τη φύση τους, έχουν έναν ρεαλισμό και μία απέχθεια στην αυταπάτη, ως προς την ανθρώπινη φύση, κοινωνία, στο πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα, σε όλα τα επίπεδα. Η Ν.Δ. ιδρύθηκε από έναν, μανιακά ενήλικα ηγέτη, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος, δεν μπορούσε την παραμυθία, δεν μπορούσε την παρηγοριά. Ο πολιτικός του λόγος δεν ήταν εκτονωτικός, δεν ήταν ψυχοθεραπευτικός όπως όλων των λαϊκιστών, είχε ένα ακλόνητο, σταθερό, επαναλαμβανόμενο, καταληκτικό “δια ταύτα” το οποίο όμως ήταν και συγκλονιστικό και εκνευριστικό.

Πώς ήταν αυτές ήταν οι δύο όψεις για έναν λαό όπως εμείς;
Τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν κόντρα ρόλος. Έλεγε η κατεστημένη άποψη «οι Εγγλέζοι που πούλησαν την Κύπρο, οι Τούρκοι, οι Αμερικάνοι, οι Ευρωπαίοι, το ΝΑΤΟ…». Και η απάντηση του Καραμανλή δεν ήταν να χαϊδέψει αυτό το αφήγημα, αλλά να πει, «Άρα τούτου δοθέντος, τι;». Στο «δια ταύτα». Όταν βάζεις αυτό το «άρα» με ερωτηματικό, αμέσως υπονομεύεις όλο το λαϊκιστικό αφήγημα, το οποίο στη βάση του δεν έχει «δια ταύτα». Έχει μια εκτόνωση, έχει ένα θυμικό. «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Και μετά;

Όμως, αυτό το «άρα» που έβαζε σαν ερωτηματικό ο Καραμανλής, η πολιτική δεν είναι αυτή που είναι υποχρεωμένη να το απαντήσει;
Η πολιτική της ευθύνης, η πολιτική που δεν λειτουργεί για την πάρτη της, να είναι αρεστή, αλλά να είναι χρήσιμη. Και να φιλτράρει το θυμικό, να το κατανοεί ότι είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά να το χαλιναγωγεί.

Αυτός είναι και ο ρόλος της πολιτικής, να χαλιναγωγεί την τρέλα του κόσμου.
Και αυτό θεωρώ ότι κάναμε στο Action 24 από το 2014 και μετά. Βάζαμε αυτά τα ερωτήματα που υπονόμευαν το κυρίαρχο αφήγημα του λαϊκισμού που βασίζονταν στο θυμικό μόνο.

Ο προθάλαμος για την είσοδο σας στην πολιτική, ήταν μία εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε ανίκητος. Τώρα είμαστε σε άλλη στιγμή με αρκετά διαφορετικές συνθήκες…
Ναι, αλλά είναι ένας διαρκής αγώνας να εξηγείς τα αυτονόητα. Δηλαδή λένε «Η κακιά Αμερική κοιτάζει μόνο τα συμφέροντά της», προφανώς, ποιανού άλλου θα κοιτάζει; Ή λένε «Στηρίζει την Τουρκία». Άρα, αν έλεγε η Αμερική «δεν ασχολούμαι, ούτε με το Κυπριακό, ούτε με την Τουρκία, ούτε με την Ελλάδα, κάντε ό,τι θέλετε, φεύγω», θα ευνοούσε την Ελλάδα ή την Τουρκία; Θα έκανε χαρούμενη την Τουρκία ή την Ελλάδα;

Σίγουρα δεν θα ευνοούσε την Ελλάδα.
Για πολύ απλούς, πρακτικούς λόγους. Διότι η μία είναι χώρα 90 εκατομμυρίων κατοίκων και η άλλη είναι 10 εκατομμυρίων. Η μία είναι 800 χιλ. τετραγωνικά χιλιόμετρα, η άλλη 130. Η Τουρκία πάντοτε είχε μια αντίληψη «αφήστε μας να τα βρούμε με τους Έλληνες, μην ανακατεύεστε». Ούτε ΟΗΕ στο Κυπριακό, ούτε Ευρώπη, ούτε Αμερική. Εμείς είμαστε που βάζουμε τρίτους, και καλά κάνουμε, και προσπαθούμε να πείσουμε ότι το πρόβλημα «Τουρκία» δεν είναι ελληνικό, είναι ευρύτερο. Και έτσι υπονομεύεται όλος αυτός ο αντιδυτικισμός, ο αντιαμερικανισμός, ο οποίος, εντέλει, στρέφεται εναντίον μας.

Δύο λέξεις-κλειδιά σε όλη αυτή τη συζήτηση που κάνουμε είναι το «άρα;» και το «δια ταύτα».
Επειδή έχω μελετήσει πολύ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ουδέποτε ομιλία του δεν τελείωνε χωρίς να καταλήγει σε ένα «δια ταύτα». Εκνευρίζομαι με τους νεότερους πολιτικούς, οι οποίοι κάνουν ομιλίες χωρίς «δια ταύτα». Πολλά πράγματα τα οποία λέγονται με τεράστια ευκολία, χρειάζεται να υποβάλλονται στη μέγγενη του ορθολογισμού, ενός ορθολογισμού που δεν θα πρέπει να είναι αλαζονικός, κατηχητικός, εξουσιαστικός. Θα πρέπει να είναι απελευθερωτικός, χειραφετικός, ενηλικιωτικός, διαφωτιστικός, να ωριμάζει, και να παράγει ενήλικες ώριμους, ενημερωμένους, κυρίαρχους πολίτες, και όχι πιόνια, όχι πρόβατα αλαλάζοντα που χειροκροτούν το εύκολο. Και εντέλει, είμαστε στην πολιτική για τα δύσκολα, όχι για τα εύκολα. Είναι βασική αντίληψη αυτή, αλλιώς ζεις με τις αυταπάτες.

Να κλείσουμε όπως είναι λογικό, λέγοντάς μας κάτι για τις εκλογές που έρχονται…
Στο δικό μου μυαλό η επιλογή είναι απολύτως ξεκάθαρη και σαφής. Είναι η ΝΔ ως η μόνη, σήμερα, μεταρρυθμιστική δύναμη, και που, τα προηγούμενα 4 χρόνια, απέδειξε ότι μπορεί να πάει το κάρο μπροστά. Ο ψηφοφόρος, λοιπόν, να συμμετέχει, να είναι υποψιασμένος, να είναι ενημερωμένος, να μην το πάρει αψήφιστα. Όλα τα στοιχεία είναι εκεί, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την αποχώρηση από το ταμείο.