- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κυβέρνηση ηττημένων: το μάθημα από τη Νέα Ζηλανδία
Πώς το νεοζηλανδικό κεντροδεξιό κόμμα ηττήθηκε κερδίζοντας τις εκλογές του 2017
Εθνικές Εκλογές 2023: Η συζήτηση για «προοδευτική διακυβέρνηση» και «πολιτική τερατογένεση» - Η «κυβέρνηση των ηττημένων» στη Νέα Ζηλανδία
Με λιγότερες από τρεις εβδομάδες να απομένουν για τις εκλογές της 21ης Μαΐου, οι συζητήσεις εξακολουθούν να εξαντλούνται στο δίλημμα «αυτοδυναμία – προοδευτική διακυβέρνηση.» Τα δεδομένα είναι παγιωμένα εδώ και καιρό, οι δημοσκοπήσεις επέστρεψαν στα επίπεδα του Φεβρουαρίου, και έχουν ειπωθεί και γραφτεί τα πάντα. Στην ουσία, εδώ και μήνες ζούμε την ίδια ατέρμονη λούπα, τη στιγμή που όλοι ξέρουμε πως απαντήσεις θα προκύψουν μόνο από το πρωί της 22ης Μαΐου· αν προκύψουν.
Σε ό,τι αφορά τα σενάρια περί μετεκλογικών σχηματισμών ωστόσο, οι νεοζηλανδικές εκλογές του 2017 αξίζουν μια επανεξέταση. Παρά τις τεράστιες ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, εκείνες οι εκλογές μάς επιτρέπουν να δούμε πώς ακριβώς μπορεί ένα παγιωμένο πολιτικό σκηνικό να ανατραπεί πλήρως, ακριβώς επειδή έβγαιναν τα νούμερα. Το αν θα βγαίνουν αλλά και το τι θα συμβεί στην Ελλάδα, απλώς μένει να φανεί.
Η νεοζηλανδική κυβέρνηση των ηττημένων
Η έννοια της κυβέρνησης των ηττημένων χαρακτηρίζεται από μια αρνητική σημειολογία, η οποία βασίζεται στη συνθήκη πως το κόμμα το οποίο κέρδισε τις εκλογές –ενίοτε και με σημαντική διαφορά– παραμένει στην αντιπολίτευση. Σε θεωρητικό επίπεδο, υπάρχει ένα βάσιμο δεοντολογικό επιχείρημα εδώ, ωστόσο κυβέρνηση συμμαχιών της οποίας το σύνολο των εδρών οποίας υπερβαίνει τις έδρες του πρώτου κόμματος, αλλά και το μίνιμουμ όριο που απαιτείται ώστε να αποκτήσει ψήφο εμπιστοσύνης, τότε έχει ακριβώς ίσο δικαίωμα να ασκήσει διακυβέρνηση. Ειρωνικά, αμέτρητοι Έλληνες έχουν λειτουργήσει σε καθεστώς κυβέρνησης ηττημένων ήδη από τα σχολικά τους χρόνια, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που στα δεκαπενταμελή συμβούλια πρόεδρος εκλέγεται από το σώμα κάποιος που μπορεί να μην ήρθε πρώτος στην ψηφοφορία. Η διαφορά είναι πως, πέρα από τον ηττημένο νικητή στις ψήφους, κανείς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη εξέλιξη σε σχολικά πλαίσια.
Σε επίπεδο κράτους, η Νέα Ζηλανδία μάς δίνει το ιδανικό case study. Πίσω στο 2017, το νεοζηλανδικό κεντροδεξιό και κυβερνών κόμμα National –το οποίο αντανακλά τη δική μας ΝΔ, μέσες-άκρες– επικράτησε με σημαντική διαφορά, κερδίζοντας το 44% της ψήφου και μαζεύοντας πενήντα-έξι έδρες σε σύνολο 120. Στις εκλογές του 2014, το ίδιο κόμμα είχε κερδίσει 47% και πενήντα-εννιά έδρες, κάτι που σημαίνει πως παρά τη λογική φθορά της κυβερνησιμότητας, η πλειονότητα των Νεοζηλανδών θεώρησε πως το National άξιζε να παραμείνει στη διακυβέρνηση για ακόμα τρία χρόνια. Ωστόσο, το κεντροαεριστερό Labour –με επικεφαλής την Τζασίντα Άρντερν– κέρδισε το 38%, κλείνοντας την ψαλίδα με το National στο 6% από το 22% που βρισκόταν στις προηγούμενες εκλογές, κερδίζοντας σαράντα-έξι έδρες. Τρίτο κόμμα σε εκείνες τις εκλογές ήταν το υπερσυντηρητικό NZ First, το οποίο μάζεψε μόλις 5.5%, κερδίζοντας εννιά έδρες, ενώ τέταρτο ήρθε το αντίστοιχο πράσινο κόμμα, μαζεύοντας περίπου 7% αλλά κερδίζοντας οκτώ έδρες λόγω των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού νόμου. Στο κοινοβούλιο εκπροσωπήθηκαν και άλλα δύο μικρά κόμματα, καταλαμβάνοντας συνολικά τρεις έδρες.
Το σημείο-κλειδί ήταν πως το National απέτυχε να μαζέψει τις εξήντα-μία έδρες που χρειαζόταν ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αμέσως ξεκίνησε ένας ατελείωτος κύκλος διεργασιών, στις οποίες έγινε σαφές πως το NZ First θα αποτελούσε τον κρίσιμο μπαλαντέρ. Με το National να αρνείται κατηγορηματικά να συνεργαστεί με το υπερσυντηρητικό κόμμα, η Τζασίντα Άρντερν έφτασε σε συμφωνία με τον ακροδεξιό επικεφαλής του NZ First, Γουίνστον Πίτερς, σε μια κίνηση σεμιναριακού πολιτικού κυνισμού, κατορθώνοντας να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας μαζί του κάνοντας τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της, χαρίζοντας του παράλληλα τον έλεγχο κρίσιμων υπουργείων. Ωστόσο, ο συνδυασμός Labour – NZ First συγκέντρωνε μόλις πενήντα-πέντε έδρες, κάτι που σήμαινε αυτομάτως πως η συγκεκριμένη κυβέρνηση θα ήταν μια κυβέρνηση συμμαχίας, αλλά και μειοψηφίας. Για να σταθεί το συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, χρειάστηκε η ψήφος ανοχής του Πράσινου κόμματος, στο οποίο η Άρντερν έδωσε καίριες κυβερνητικές θέσεις, έξω όμως από το νεοζηλανδικό υπουργικό συμβούλιο.
Ποιο ήταν τελικά το αποτέλεσμα; Μέσω από το τοπικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το κυβερνών κεντροδεξιό National απέτυχε –πολύ οριακά– να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά και να βρει έναν κυβερνητικό εταίρο ώστε να προχωρήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Ως αποτέλεσμα, το συνδυασμός Labour – NZ First, ο οποίος μαζί είχε μια έδρα λιγότερη από όσες κέρδισε το National μόνο του – σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας, εξασφαλίζοντας την ανοχή των πράσινων. Δεοντολογικά μιλώντας, η κυβέρνηση που προέκυψε από τις συγκεκριμένες εκλογές ήταν όντως μια «πολιτική τερατογένεση» όπως χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μια ενδεχόμενη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ- ΜεΡΑ25. Ωστόσο, με το γράμμα του νόμου, η αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση της Τζασίντα Άρντερν είχε κάθε δικαίωμα να κυβερνήσει τη Νέα Ζηλανδία, από τη στιγμή που εξασφάλισε την εμπιστοσύνη της Βουλής, καθηλώνοντας το κόμμα που κέρδισε –και με σημαντική διαφορά– τις εκλογές στα έδρανα της αντιπολίτευσης, και βυθίζοντάς το στην εσωστρέφεια.
Μάλιστα, η εξέλιξη της συγκεκριμένης κυβέρνησης έχει πολύ ενδιαφέρον. Παρότι η συμμαχία Labour – NZ First εκ των πραγμάτων ξεκίνησε με γκολ από τα αποδυτήρια εναντίον της, όχι μόνο εξάντλησε την τριετία που προβλέπει το νεοζηλανδικό Σύνταγμα, αλλά έδωσε στην Άρντερν την ευκαιρία να επανεκλεγεί στις εκλογές του 2020, και μάλιστα αυτοδύναμα καθώς κέρδισε μόνη της εξήντα-πέντε έδρες. Αντίθετα, το National πέρασε μια παρατεταμένη εσωκομματική κρίση, αλλάζοντας πρόσωπα στην ηγεσία του, κερδίζοντας μόλις τριάντα-τρεις έδρες. Το σημείο-κλειδί εδώ είναι πως η δυνατότητα της Άρντερν να σχηματίσει κυβέρνηση συμμαχίας, η προσωπική της ακτινοβολία, αλλά το σχεδόν συντριπτικό χτύπημα που δέχτηκε το National μετά την αποτυχία του 2017, όλα μαζί οδήγησαν στην πλήρη ανατροπή του νεοζηλανδικού πολιτικού σκηνικού. Μετά από δώδεκα χρόνια κυριαρχίας, το National πέρασε στην αντιπολίτευση –όπου παραμένει μέχρι σήμερα– όχι επειδή έχασε τις εκλογές του 2017, αλλά επειδή απέτυχε να κερδίσει και εκείνες με ένα ποσοστό που θα εξασφάλιζε την παραμονή του στη διακυβέρνηση για ακόμα τρία χρόνια.
Η θεωρία και η ελληνική πραγματικότητα
Η νεοζηλανδική «κυβέρνηση των ηττημένων» αποτέλεσε μια πετυχημένη «πολιτική τερατογένεση» τουλάχιστον για το μεγάλο κόμμα του κυβερνητικού σχηματισμού που προέκυψε. Ωστόσο, η συγκυβέρνηση Labour – NZ First επιβεβαίωσε και τη θεωρία που θέλει τους junior partners σε μια συγκυβέρνηση να δέχονται δυσανάλογα τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος που φέρνει αναπόφευκτα η φθορά της διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο πως παρότι το 2020 το Labour σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, το NZ First δεν κατάφερε καν να εκλεγεί στο κοινοβούλιο· υπάρχουν αμέτρητα αντίστοιχα παραδείγματα, σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Στις κυβερνήσεις συνεργασίας που προέκυψαν από τις εκλογές του 2011, του 2012, αλλά και του 2015, οι junior partners –ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ, αλλά και ΑΝΕΛ μετέπειτα– είδαν τα ποσοστά τους να κατακερματίζονται, ενώ από τα τέσσερα αυτά κόμματα, μόνο το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να υπάρχει, έχοντας και αυτό βυθιστεί στο παρελθόν σε έναν άλλο – και πολύ βαθύ – κύκλο εσωστρέφειας, από τον οποίο προσπαθεί δειλά να ξεφύγει.
Αυτή η συνθήκη είναι ίσως και εκείνη που θα αποτρέψει ένα σενάριο «προοδευτικής διακυβέρνησης», ειδικά αν η ψήφιση της χρειαστεί βυζαντινού τύπου διεργασίες, όπως έγινε στη Νέα Ζηλανδία. Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο –κυρίως– το ΜέΡΑ25, γνωρίζουν πως η είσοδός τους σε μια συγκυβέρνηση στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει αναπόφευκτα τον πρώτο λόγο ενδέχεται να αποβεί μοιραία. Άλλωστε, η πολύμηνη και συνεχής παλινδρόμηση του Νίκου Ανδρουλάκη σχετικά με τις πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες, αλλά και η αρχική έμφαση του Γιάνη Βαρουφάκη στην προεκλογική προγραμματική συμφωνία ως απαραίτητη προϋπόθεση για το σχηματισμό μιας συγκυβέρνησης –την οποία τώρα απορρίπτει– αποτελούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπάθειες και των δύο αρχηγών ώστε να συμμετάσχουν σε μια «προοδευτική διακυβέρνηση» με τις περισσότερες δυνατές δικλείδες ασφαλείας. Παράλληλα, σε –πλήρη– αντίθεση με το αρκετά ψύχραιμο νεοζηλανδικό εκλογικό σώμα, το αντίστοιχο ελληνικό –αλλά και το εγχώριο πολιτικό και μιντιακό σύστημα– εστιάζει συνεχώς στην περιπτωσιολογία, αντί για την ουσία, εξετάζοντας κατά κύριο λόγο στο πώς θα βγουν τα νούμερα, αλλά παραβλέποντας τι θα σήμαινε αυτό σε βάθος χρόνου. Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, η «προοδευτική διακυβέρνηση» έχει ταυτιστεί με τον κίνδυνο της αστάθειας, όχι με μια σοβαρή προοπτική εναλλακτικής διακυβέρνησης.
Είναι πιθανό να προκύψει σε μερικές εβδομάδες ένα σενάριο που θα φέρνει στις νεοζηλανδικές εκλογές του 2017; Αριθμητικά μοιάζει δυνατό, αλλά σε αντίθεση με το National, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα: ο κύριος αντίπαλος του και εμπνευστής της «προοδευτικής διακυβέρνησης» είναι πολιτικά φθαρμένος περισσότερο από τον ίδιο, σε πλήρη αντίθεση με την Τζασίντα Άρντερν. Ακόμα καλύτερα για την κυβέρνηση της ΝΔ, ελάχιστοι μοιάζουν να συγκινούνται με μια επαν-υπουργοποίηση του Γιάνη Βαρουφάκη, ενώ το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως προτιμά ένα σενάριο στο οποίο θα ανασυντάξει τις δυνάμεις του στην αντιπολίτευση μέχρι το 2027. Ωστόσο, αν κάτι μάς μαθαίνουν οι νεοζηλανδικές εκλογές του 2017, αυτό είναι πως αν βγαίνουν τα νούμερα, τότε όλα είναι πιθανά· αυτό είναι κάτι που η ΝΔ δεν πρέπει ούτε να ξεχάσει, ούτε να σταματήσει να υπενθυμίζει στο εκλογικό σώμα.