Πολιτικη & Οικονομια

Εκλογικές, ενδιάμεσες πολιτικές γέφυρες

Μπορεί να δημιουργηθεί μία μεταρρυθμιστική κυβέρνηση συνεργασίας;

Θόδωρος Σούμας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εθνικές Εκλογές 2023: Ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης, τα σενάρια συνεργασίας και η στάση των πολιτικών αρχηγών.

Αρκετοί ψηφοφόροι, έναν μήνα πριν τις πρώτες βουλευτικές εκλογές, παρακολουθούν τον προσανατολισμό της πολιτικής του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, γιατί ο Ανδρουλάκης πιθανά θα αποτελέσει, ειδικότερα μετά τις δεύτερες εκλογές, τον μπαλαντέρ του κοινοβουλευτικού συστήματός στην αναζήτηση και στον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης· τη μεσαία πολιτική γέφυρα που ίσως δώσει το πρόκριμα στη ΝΔ (ή στον ΣΥΡΙΖΑ), σε όποιο κόμμα βγει πρώτο, μα μη αυτοδύναμο στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, να αποτελέσει τη βάση της αυριανής, σταθερής ελπίζουμε, κυβέρνησης· κάτι απαραίτητο, μα αμφίβολο ίσως και μετά τις δεύτερες εκλογές. Μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης να εκμεταλλευτεί εποικοδομητικά και δημιουργικά αυτόν τον δύσκολο ρόλο που ίσως θα έχει, εκ της συγκυρίας, αναλάβει;

Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, πρώτων και δεύτερων, θα καθοριστεί από το αν μπορέσει να πάρει μέρος σε αυτές, το ακροδεξιό πολιτικό κόμμα μέσα στο οποίο θα κρύβονται ο Κασιδιάρης και μέρος της πρώην Χρυσής Αυγής (με επικεφαλής -ίσως;- τον πρώην εισαγγελέα Αναστάσιο Κανελλόπουλο, εάν δεν έχουν χωρίσει) κι οι φανατικοί, σκληροί ακροδεξιοί και νεοφασίστες, παριστάνοντας τους ψευτοαντισυστημικούς· (ενώ απλά επιθυμούν να δυσχεράνουν την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος και την επίτευξη των βελτιωτικών, αναμορφωτικών και θετικών στόχων του). Αν αυτό το ακροδεξιό κόμμα καταφέρει να μπει στη Βουλή, τα πράγματα θα χειροτερέψουν και ο πήχης της αυτοδυναμίας θα ανέβει, ώστε ο σχηματισμός κυβέρνησης με τις δεύτερες εκλογές να δυσκολέψει πολύ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί και φωνάζει γιατί οι κυβερνητικές νομοθετικές ρυθμίσεις για τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στις βουλευτικές, του νέου ακροδεξιού κόμματος όπου θα κρύβεται η Χρυσή Αυγή, δεν ήταν οι δέουσες, από πολιτική και νομοθετική σκοπιά. Έστω κι αν ήταν ατελείς νομικά κι ανολοκλήρωτες, αναρωτιόμαστε αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει πραγματικά τον αποκλεισμό του σκληρού ακροδεξιού κόμματος ή προτιμά να μπει στη Βουλή για να ανεβάσει το όριο, το ποσοστό της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος; Ήτοι της ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που υποτίθεται πως, κατ’ αυτούς, καθοδηγεί τις αποκαλούμενες «αντιδημοκρατικές εκτροπές» (ας θυμηθούμε, καλύτερα, την εκτροπή της δικτατορίας του 1967!) Ή μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ κολακεύει τους ψηφοφόρους του ακραίου, ακροδεξιού μορφώματος ώστε να ψηφίσουν ως δήθεν «αντισυστημικό κόμμα» αυτούς που κυβέρνησαν αδέξια και προβληματικότατα για 4 χρόνια, εάν δεν επιτραπεί η κάθοδος του κόμματός τους στις εκλογές;

O πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης μεταβάλλει αδιάκοπα, αδιόρατα και δυσπροσδιόριστα τις αποχρώσεις των πολιτικών θέσεών του για την επίλυση του κρισιμότατου ζητήματος του σχηματισμού κυβέρνησης αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία (του κόμματος της ΝΔ, πιθανότερα). Τη μία είπε πως το κόμμα του θα ακολουθήσει τη δική του αυτόνομη πορεία και πως πιθανότατα δεν θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας, την άλλη δεν αποδέχεται ως πρωθυπουργούς τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα, τη μία δηλώνει πως δεν θα αφήσει ακυβέρνητη τη χώρα, την άλλη επιζητεί να επιβάλλει μια δημοκρατική, προοδευτική, πολιτική προσωπικότητα κοινής αποδοχής άλλη από αυτή των πρώην πρωθυπουργών κι ηγετών των δυο μεγάλων κομμάτων, και την θέλει να επιβάλλει στο πρώτο κόμμα τη δική του προγραμματική βάση. Οφείλει κάποτε να σταθεροποιηθεί σε μια θετική θέση... Εάν με τις δεύτερες εκλογές δεν προκύπτει κυβέρνηση οφείλει να υιοθετήσει την πολιτική υπευθυνότητα, να αφήσει την επιθυμία του να καθορίσει αυτός το παιχνίδι, τον πρωθυπουργό και το κυβερνητικό πρόγραμμα, έχοντας σε βάρος του μία διαφορά πάνω από διψήφιο ποσοστό συγκριτικά με το πρώτο κόμμα (υπολογίζεται πως το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα εισπράξει στις πρώτες εκλογές γύρω στο 10-12,5% των ψήφων, περίπου). Όσο όμως οι εκλογικές αναμετρήσεις προστίθενται και μετατίθενται λόγω ατελέσφορου αποτελέσματος, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα πέφτει και είναι μάλλον σίγουρο πως αν γίνουν και τρίτες, θα πέσει κάτω από το όριο του διψήφιου ποσοστού.

Ο Ανδρουλάκης, η σχετικά νεανική, ηγετική ομάδα που έφτιαξε, όσοι τον επηρεάζουν ή φιλοδοξούν να τον επηρεάσουν ή και να τον σπρώξουν προς την Χ κατεύθυνση και πολιτική επιλογή, πιο συγκεκριμένα η συντεταγμένη ομάδα των γεωργιοπαπανδρεϊκών (ΚΙΔΗΣΟ), έχουν συναίσθηση της τεράστιας ευθύνης που έχουν επωμιστεί αναφορικά με την κυβερνησιμότητα, τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης της χώρας; Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει τις προτιμήσεις του και τι κάνει για να τις προωθήσει; Ένα πέπλο ομίχλης έχει σκεπάσει την έκφραση των θέλω του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, το ζήτημα και η βούλησή του βρίσκονται στο ημίφως. Εκτιμούμε πως ο Ανδρουλάκης δεν θέλει καμιά κυβερνητική συνεργασία, πως θέλει να τις αποφύγει θεωρώντας πως θα βλάψουν το κόμμα του. Πως συμμετέχοντας σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, θα βγει τελικά χαμένος πολιτικά, πως ως το μικρότερο κόμμα, θα πληρώσει τα σπασμένα, τα λάθη και τις ελλείψεις του κυβερνητικού συνασπισμού. Πως προτιμάει να μείνει στην αντιπολίτευση, να κριτικάρει την όποια κυβέρνηση προκύψει ώστε να αποκομίσει πολιτικά κέρδη, να ψαρεύει τις μελλοντικές ψήφους των όποιων δυσαρεστημένων πολιτών, που θα εδραιώσουν τη δύναμή του. Επειδή η ΝΔ έχει τις περισσότερες πιθανότητες να βγει πρώτη και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, όχι βέβαια στις πρώτες εκλογές, αλλά στις δεύτερες ή ακόμη και στις τρίτες, υποθέτουμε πως ο Ανδρουλάκης θα εύχεται να μη χρειαστεί να ανακατευτεί σε καμιά συμμαχική κυβέρνηση. Γι' αυτό τον λόγο καταφεύγει σήμερα σε ασάφειες, σε πολιτικές παλινωδίες, σε σπασμωδικούς ελιγμούς κι αμφιλεγόμενες ακροβασίες.

Είναι λάθος του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ να αποκλείσει εκ των προτέρων τη συνεργασία με το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα που θα βγει πρώτο. Οι γεωργιοπαπανδρεϊκοί λόγω της ιστορικής αντιπαλότητας με την οικογένεια Μητσοτάκη, τον πιέζουν να τα συμφωνήσει με τον Τσίπρα, που στο παρελθόν κατηγορούσε αδίστακτα τον ΓΑΠ... Να υπενθυμίσουμε μολαταύτα τα πολλά πολιτικά λάθη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στην παιδεία και στο δημόσιο, με την άρνηση των αξιολογήσεων και του αναγκαίου μεταρρυθμιστικού εκσυγχρονισμού, ο οποίος πρέπει να εφαρμοστεί και στην οικονομία, καθώς και τις αδράνειές της στην εξωτερική πολιτική, στην εθνική άμυνα και στο μεταναστευτικό. Η επαναπρόσληψη του τοξικότατου, φανατισμένου Πολάκη δείχνει πως η περιβόητη σοσιαλδημοκρατική-σοσιαλιστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ είναι μύθος. Ο άπειρος, και μάλλον άκαπνος ως πολιτικός ηγέτης, Νίκος Ανδρουλάκης έχει περιπέσει μόνος του σε κάποιο αδιέξοδο, δίνοντάς στους παπανδρεϊκούς τη δυνατότητα να τον σέρνουν προς τον Τσίπρα.

Η αλήθεια είναι πως αν γίνει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι δυσαρεστημένοι, ήπιοι φίλοι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν θα την υποστηρίξουν, το Κίνημα θα τους χάσει, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα διχαστεί και ουσιαστικά οι ψηφοφόροι κι οπαδοί του θα χωριστούν στα δύο. Γι’ αυτό ο Νίκος Ανδρουλάκης απεύχεται την οποιαδήποτε συνεργασία. Τι γίνεται όμως εάν την επιβάλλει το καλό και η σωτηρία, η οικονομικοπολιτική επιβίωση της χώρας και η ανεύρεση διεξόδου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ελλείψει άλλης λύσης για τον σχηματισμό κυβέρνησης; Ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί πιθανά να αποτελέσει, στην πράξη, τον διεκδικήσιμο κι από τις δυο κομματικές πλευρές, πολιτικό, δηλαδή τον απαραίτητο ενδιάμεσο κομματικό κρίκο που η κάθε πλευρά θα προσπαθεί να προσεταιριστεί. Θα έχει τις ικανότητες να παίξει σωστά και θετικά αυτόν τον ρόλο, αν χρειαστεί;

Το ζητούμενο είναι, εάν από τις δεύτερες εκλογές δεν προκύψει αυτοδυναμία, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να προχωρήσει σε προγραμματική συμφωνία για τη δημιουργία δημοκρατικής και πατριωτικής, μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης συνεργασίας. Τότε δεν θα μπορεί παρά να δεχτεί τη συνεργασία με το πρώτο κόμμα και ως πρωθυπουργό πιθανά τον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε, εάν δείξει σοβαρότητα και δημιουργικό, θετικό πνεύμα, να συμβάλλει στις απαραίτητες βελτιώσεις του ελληνικού δημοσίου, της οικονομίας, του κοινωνικού τομέα, του κοινωνικού κράτους πρόνοιας – ΕΣΥ, παιδεία, ασφαλιστικό – και των θεσμών. Μακάρι να σταθεί δυνατόν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να τολμήσει, αν χρειαστεί, να λειτουργήσει ως συνεργαζόμενο κυβερνητικό κόμμα και να συμβάλλει στην επίμονη αποτελεσματικότητα υπέρ των αναγκαίων οικονομικοκοινωνικών μεταρρυθμίσεων, στον έλεγχο και στη δημοκρατική λειτουργία της κυβερνητικής εξουσίας, στη βελτίωση και στη λειτουργικότητα του κράτους, των πολιτικών θεσμών, της οικονομίας, της ανάπτυξης με διευκόλυνση των επενδύσεων, και της εμπέδωσης κλίματος πολιτικής εμπιστοσύνης στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να υπογραμμίσει το ότι με σοβαρότητα και πολιτικό ορθολογισμό, θα μπορούσε ως υπεύθυνο κόμμα εξουσίας με πείρα αρκετών θετικών κατακτήσεων και αρκετών λαθών, να προσφέρει το αναγκαίο κάτι επιπλέον για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αποτελώντας τον εγγυητή της αίσθησης ρεαλισμού, λογικής, γνώσης κι εμπειρίας, λόγω της μακρόχρονης θητείας κι άσκησης δημοκρατικής εξουσίας στο παρελθόν. Μα η σημερινή ηγεσία έμεινε μάλλον φειδωλή σε αυτά τα ζητήματα, δεν προέβαλε τα πλεονεκτήματα του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα μετά το 1981 τόσες φορές, με τα καλά και τα στραβά του, και φέρθηκε με σύμπλεγμα. Άφησε τους άλλους να αλωνίζουν δίπλα του, να το πιέζουν, να το σπρώχνουν, να του φέρονται σαν τον απλοϊκό φτωχό συγγενή, να του υποδεικνύουν τι να πράξει, επειδή η ηγεσία κρύφτηκε πίσω από μια παθητική αοριστολογία. Ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ έδειξαν μάλλον νωθρότητα στην υποστήριξη μεταρρυθμίσεων του γραφειοκρατικού, πελατειακού, παραδοσιακού ελληνικού δημοσίου και του κυρίαρχου κρατικισμού που βραχυκυκλώνουν τη χώρα, έδειξαν κάποιο έλλειμμα πολιτικής ετοιμότητας και μια αδυναμία χάραξης μιας απλής, σαφούς και κατανοητής, πολιτικής γραμμής πραγματισμού, αποφασιστικότητας, τόλμης, ρεαλισμού και μεταρρυθμίσεων, και εφικτών βελτιώσεων της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας της.

Η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπήρξε αποτελεσματική και θετική στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, της λαίλαπας του covid, της επιθετικότητας του Ερντογάν χάρη σε μια εξωτερική πολιτική που δυνάμωσε τις συμμαχίες της Ελλάδας, τη θωράκιση κι ανόρθωση της οικονομίας και την αύξηση των επενδύσεων, την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών και της παγκόσμιας οικονομίας στην ελληνική οικονομία, τη μεγάλη ενίσχυση της ψηφιοποίησης των κρατικών λειτουργιών (Πιερακάκης) και άλλα. Η ορμή όμως της μεταρρυθμιστικής πνοής δεν μπόρεσε να είναι όσο δυνατή επιβάλλεται από τις μεγάλες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας σε ορισμένους τομείς του δημοσίου, στη δικαιοσύνη, σ' ορισμένες κρατικές υποδομές (σιδηρόδρομοι) και στο ΕΣΥ. Βρίσκουμε ατολμία και καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων σε ορισμένους τομείς, δικαιοσύνη, μεταφορές, υγεία, παιδεία, κ.λπ.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μπορεί να ισχυριστεί πως η παρουσία του θα καθιστούσε καλύτερη, πιο αντιπροσωπευτική και πλατύτερα δημοκρατική μια κυβέρνηση στην οποία θα προσέφερε τα φώτα του, θα έλεγχε και θα συνέδραμε, κάτι που ακούγεται συνετό. Αρκεί βέβαια να υποστηριχτεί με επιχειρήματα και με μια πρακτική συναινετική, μετριοπαθή και διαλογική, χωρίς την άγονη, προπαγανδιστική, αντιπολιτευτική χλαπαταγή και πολεμική με κραυγές στη διαπασών, χωρίς αναστολές στην αναγκαία μεταρρυθμιστική πολιτική, χωρίς συντηρητικές ανασχέσεις στην μεταλλαγή του αγκυλωμένου, γραφειοκρατικού δημοσίου και δίχως δημαγωγική απολυτότητα. Εάν, αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κληθεί να λύσει τυχόν πρόβλημα ακυβερνησίας που μπορεί να προκύψει από τις δεύτερες εκλογές και δεν ανταποκριθεί, αν δεν αναλάβει τις ευθύνες που θα του αναλογούν, θα το πληρώσει αυστηρά κι ακριβά στις απευκταίες τρίτες εκλογές. Τα υπόλοιπα αποτελούν αόριστες, ανευθυνοϋπεύθυνες και διφορούμενες κουβέντες κι αμφιταλαντεύσεις, που θα ζημιώσουν την παραγωγή πολιτικής, την οικονομική ανάπτυξη και τη χώρα γενικότερα. Με τις αοριστολογίες, τις διφορούμενες και μεταβαλλόμενες τοποθετήσεις του, ο Νίκος Ανδρουλάκης άφησε ανοιχτό το θέμα, ανοιχτό το πεδίο για την άσκηση ατελεύτητων, αθέμιτων κι επιθετικότατων πιέσεων από παντού, από έξω κι από μέσα. Το θετικό τουλάχιστον είναι πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπογράμμισε πως η οποιαδήποτε, πιθανή κυβερνητική συμμαχία μπορεί να γίνει καταρχήν στη βάση προγραμματικής σύγκλισης και συμφωνίας. Προέχει να μην οδηγηθεί η χώρα στις τρίτες κάλπες στα τέλη Αυγούστου ή τον Σεπτέμβριο και να μη βρίσκεται για τέσσερις μήνες σε οικονομικοπολιτική και αμυντική αβεβαιότητα έναντι της Τουρκίας. Δηλαδή αν δεν υπάρξει αυτοδύναμη ΝΔ, το πρώτο και το τρίτο κόμμα να προχωρήσουν, σχεδόν θέλοντας και μη, χάριν της πολιτικής κι εθνικής υπευθυνότητάς τους, σε κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.