- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα ή περί της μη ιδιωτικοποίησης του κράτους των ημετέρων
Xάσαμε το τρένο του Φιλελευθερισμού (του Διαφωτισμού και του Ευρωπαϊσμού). Δυστυχώς για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.
Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος γράφει για τη συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση του νερού και τη ρυθμιστική αρχή υδάτων που ήρθε τελευταία στη Βουλή.
Είναι γνωστό σε όσους παρακολουθούν τα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» — δηλαδή όχι μόνο τα πρωτοσέλιδα — ότι το περιβάλλον ανήκει στα δευτερεύοντα, στα λοιπά, στα τεχνικά ζητήματα, κι αυτό παρά τις εκάστοτε κορώνες για την προστασία της φύσης, τα «απάτητα βουνά» ή την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Φυσικά, το περιβάλλον δεν είναι το μοναδικό τέτοιο ζήτημα: πόσοι εκ των συμπολιτών μας οι οποίοι θα κληθούν αύριο στις κάλπες, μπορούν για παράδειγμα να δώσουν ένα στοιχειώδες περίγραμμα της αγροτικής πολιτικής στην πρόσφατη κυβερνητική περίοδο (αν εξαιρέσουμε όσους σχετίζονται με την γραφειοκρατία των «εξισωτικών» επιδοτήσεων) ή να μνημονεύσουν κάτι άξιο λόγου στον τομέα των μεταφορών, έστω, κι από την ανάποδη — δηλαδή ακόμα κι αν έλειπαν τα τραγικά γεγονότα των Τεμπών — τα οποία άλλωστε έφεραν απλώς στην επιφάνεια τις επιμελώς κρυμμένες παθογένειες. Φτάνε, ας πούμε, η ολοκλήρωση της σήραγγας του Δομοκού για να διατηρείται ένα ολόκληρο υπουργείο; Πόσοι έχουν κάτι να θυμηθούν για το υπουργείο Δικαιοσύνης, το υπουργείο Ασφάλειας του Πολίτη, ή το πρόσφατο υπουργείο Καταστροφών;
Εξ αυτών και η επιλογή των προσώπων τα οποία στελεχώνουν τις επίκαιρες θέσεις στους ως άνω τομείς: υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς και υπεύθυνοι εποπτευόμενων οργανισμών. Τα κριτήρια έχουν να κάνουν με τις συντεχνίες, τη γεωγραφική εκπροσώπηση, την τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα τις κομματικές εξυπηρετήσεις, τις κουμπαριές και τις συγγένειες, και πολύ λίγο ή καθόλου με αυτό καθαυτό το αντικείμενο: οι αποτυχόντες βουλευτές ή δήμαρχοι, για παράδειγμα, έχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην συγκρότηση του κυβερνητικού σώματος (συμπεριλαμβάνω σ’ αυτό και την ευρύτερη διοίκηση).
Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Η παρούσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν έκανε την εξαίρεση, παρά μόνο σε ελάχιστα «κρίσιμα» υπουργεία της πρώτης γραμμής. Και εκεί όμως, ο γνώμονας δεν ήταν τόσο η ικανότητα, όσο ο συμβολισμός, οι φασματικές ταυτότητες των προσώπων και οι γνώμες των συμβούλων τους οποίους δεν θα πρέπει να υποτιμάμε καθόλου.
Στις σχετικές συζητήσεις των παράπλευρων φιλοκυβερνητικών κύκλων, η υπεράσπιση αυτής ή της άλλης επιλογής, ιδρώνει για να βρει επιχειρήματα. Το σημαντικότερο είναι η εντιμότητα (σχετικό κι αυτό μέχρι να πέσουμε από τα σύννεφα), η εργατικότητα (τα φώτα στον τελευταίο όροφο είναι αναμμένα μέχρι αργά το βράδυ), και η διπλωματικότητα (κάτι που ουδόλως υποτιμώ, αν και βοήθησε η πανδημία).
Η εσχάτη όμως εκ των προαναφερομένων αρετών, η διπλωματικότητα, εκτός από την εκτόνωση των εντάσεων, κάνει και άλλες πονηριές: κάνει το ψάρι κρέας και αντιστρόφως. Πολλές φορές αυτή της η εκδοχή αποκαλείται και λαϊκισμός, όχι με την καλή έννοια του όρου αλλά με την αρνητική (pejorative για τους γαλλόφωνους). Λέμε αυτά που θέλει ο λαός – ο οποίος συνήθως θέλει εξαιρέσεις από την κανονικότητα και επιμένει στα ρουσφέτια – και κάνουμε άλλα, ή τα μισο-κάνουμε για να δείξουμε έργο ή και συμμόρφωση με τις Κοινοτικές πολιτικές, τις οποίες όμως απεχθανόμαστε τόσο εκ δεξιών όσο κι εξ αριστερών, εκτός κι αν μας σύρουν οι εταίροι μας στα δικαστήρια (κι αυτό τρόπος του λέγειν γιατί κανείς ποτέ δεν μπήκε για τέτοιο λόγο στη φυλακή). Ο λόγος για τη ρυθμιστική αρχή υδάτων που ήρθε τελευταία στη Βουλή, όχι ως αδήριτος και επιβεβλημένος εκσυγχρονισμός, αλλά ως καθυστερημένη υποχρέωση έναντι της ευρωπαϊκής οδηγίας από το έτος 2000. Έλα όμως που ακόμα κι αυτό προκάλεσε τη μήνιν των πατέρων – κρατικοδίαιτων οργανισμών άλλως γνωστών ως ΔΕΥΑ – οι οποίοι ανέκαμψαν με κραυγές για «νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων» ενός δημόσιου αγαθού που είναι το νερό, το οποίον θα έπρεπε το κράτος να προσφέρει δωρεάν και να πληρώνει κι από πάνω το μισθό τους. Από κοντά και ο Σύριζα να υπερθεματίζει… Με παραστάσεις ακόμα και από τον ίδιο του τον αρχηγό, ευκαιρίας δοθείσης. Η συνταγή του 2015 όπου το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήρθε στην εξουσία καταστρέφοντας τις μπάρες των διοδίων (οι δρόμοι είναι δημόσιο αγαθό, έλεγαν τότε) αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματική. Γιατί να μην την επαναλάβουμε, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο υπουργός μάς δίνει την πάσα. Αφού πρώτα έκανε ένα φάουλ (δεν φέρνεις τέτοια «τσόντα» σε νομοσχέδιο ένα μήνα πριν απ΄από τις εκλογές) και ένα πέναλτι (δεν πετάς εν μία νυκτί τα ολίγα ψήγματα φιλελευθερισμού στα σκουπίδια).
Δεν ξέρω πώς προέκυψε ο κ. Σκρέκας στο υπουργείο περιβάλλοντος και ενέργειας, ξέρω μόνο ότι δεν ξέφυγε από τον ανωτέρω κανόνα, και απ’ ό,τι φαίνεται η μοναδική ανησυχία του είναι οι επερχόμενες εκλογές. Από τη μια πλευρά, νομοθετεί ακατάσχετα, ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται, κι από την άλλη διαβεβαιώνει τους stakeholders ότι δεν πρέπει να τα παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τα όσα κάνει, αφού ούτε ο ίδιος τα πιστεύει, ούτε κι οι συνεργάτες του. «Αναθέτουμε,» λέει, «μόνο αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου στη Ρυθμιστική Αρχή. Δεν αναθέτουμε σε καμία περίπτωση τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής. Είναι ξεκάθαρο: Δεν προβλέπεται και δεν υποκρύπτεται καμία παρούσα ή μελλοντική ιδιωτικοποίηση των φορέων διαχείρισης υδάτων. Το νερό δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν. Θωρακίζουμε τη λογοδοσία των φορέων διαχείρισης ύδατος και τη διαφάνεια, υπέρ των καταναλωτών». Με άλλα λόγια εφαρμόζουμε την ευρωπαϊκή οδηγία από την ανάποδη, είμαστε τυπικά ’’εντάξει»’’ με 20 χρόνια καθυστέρηση, και με μια ψευδεπίγραφη προσαρμογή, καθησυχάζουμε τις ΔΕΥΑ ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στο κράτος που ήξεραν, και κλείνουμε το μάτι στους αγανακτισμένους που μυρίστηκαν ψητό: «παιδιά ήρεμα, μαζί σας είμαστε». Όμως οι αγανακτισμένοι (μαζί και ορισμένοι πράσινοι-παρδαλοί) δεν τσίμπησαν: σιγά μην έχαναν την ευκαιρία.
Το έχω ξαναγράψει και θα το ξαναπώ, μέχρι η γλώσσα μου να βγάλει μαλλιά. Στον πολιτισμένο κόσμο κανέναν δεν ενδιαφέρει αν το πόσιμο νερό είναι κρατικό ή όχι. Πρόκειται για μια ιδεοληψία αλά ελληνικά για δήθεν αντικαπιταλιστικούς καυγάδες: αυτή η ιδεοληψία δεν αφορά μόνο το Σύριζα. Από το ΚΚΕ μέχρι τη Νέα Δημοκρατία, για να μην πάω παραπέρα, το κοινωνικό και κυβερνητικό μοντέλο είναι σοσιαλεπαρχιώτικο, επιπέδου Αλβανίας πριν από την καθεστωτική αλλαγή. Στη σοσιαλιστική γείτονα μέχρι το 1990, όλα ήταν κρατικά, όλοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και υπήρχε μόνο ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε τούβλα με μια και μοναδική καμινάδα στην κεντρική πλατεία της Κορυτσάς. Κάπου δίπλα, ήταν κι βρύση με το νερό. Κρατική, σοσιαλιστική και σκουριασμένη.
Ερωτάται λοιπόν ο κ. Σκρέκας: γιατί οι κρατικοδίαιτες (δημοτικές) επιχειρήσεις υδάτων κόπτονται, όταν για παράδειγμα, σε κανένα νησί το νερό δεν κάνει ούτε για το πλύσιμο των πιάτων; Τι προστατεύει άραγε; Τη σιχαμερή ποιότητα ή τις ανύπαρκτες υποδομές; Και τι εννοεί λέγοντας ότι καμιά ιδιωτικοποίηση δεν ανατέλλει στον ορίζοντα; Ποιος είναι εκείνος που απειλεί το καθεστώς των υδατικών και περιβαλλοντικών πόρων; Είναι κάποιος ακόμα πιο δεξιά, που δεν τον ξέρουμε αλλά τον υποψιαζόμαστε, γιατί κρύβεται επιμελώς στα πορτοφόλια των ακατονόμαστων κύκλων;
Ολοκληρώνω εδώ με ένα παράδειγμα: στη Μήλο, το μόνο νησί όπου την παραγωγή και διαχείριση των υδάτων κάνει ιδιωτική εταιρεία, το (πόσιμο) νερό παράγεται από την αφαλάτωση και πωλείται στον Δήμο κι από κει στους καταναλωτές στην τιμή του 1,5 ευρώ το κυβικό. Στα υπόλοιπα (τουριστικά) νησιά το νερό πωλείται σε πλαστικά μπουκάλια για περίπου 0,5 ευρώ το μισό λίτρο. Χίλια λίτρα ισούνται με ένα κυβικό. Οι υπόλοιποι λογαριασμοί δικοί σας φίλοι αναγνώστες και αυριανοί ψηφοφόροι. Το λέω και για μένα: δυστυχώς το χάσαμε το τρένο του Φιλελευθερισμού (και του Διαφωτισμού και του Ευρωπαϊσμού κτλ.), παρά τα όσα αντίθετα θα ακούσετε πηγαίνοντας στις κάλπες. Δυστυχώς και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Δυστυχώς και για τους φίλους του Σαββάτου, που κάθε τόσο με ρωτάνε: πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Τι να σου πω, ρε Δημήτρη;