Πολιτικη & Οικονομια

Από το «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» στο «βαθιές αλλαγές ή βαθύ κράτος»

Οι τραγωδίες θα συνεχίσουν να διαδέχονται η μία την άλλη όσο το πολιτικό σύστημα αρνείται πεισματικά να αλλάξει τις προτεραιότητές του και να αναλάβει το πολιτικό κόστος

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, οι πολιτικές ευθύνες και η αλληλοεπίρριψη ευθυνών.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν και στους προκατόχους του με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θυμήθηκε αυτό που πριν δύο εικοσαετίες περίπου είχε πει από το βήμα της Βουλής ο Κώστας Σημίτης: «Αυτή είναι η Ελλάδα». Ο Πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ταυτόχρονα ότι «δεν είναι μόνον αυτή η Ελλάδα. Υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα εκεί έξω που μας δίνει ελπίδα, πίστη και δύναμη». Μόνο που αυτή η «άλλη Ελλάδα» δεν κατάφερε ακόμα να πάρει κεφάλι, με αποτέλεσμα οι κάθε μορφής τραγωδίες να διαδέχονται η μία την άλλη. Και θα συνεχίσει να γίνεται έτσι όσο το πολιτικό σύστημα θα αρνείται πεισματικά να αλλάξει τις προτεραιότητές του και να αναλάβει το πολιτικό κόστος των ριζικών αλλαγών που απειλούν τις κάθε λογής ιδεοληψίες και τα συνεχνιακά «κεκτημένα».

Ακόμα και στις δραματικές αυτές στιγμές που η φωτιά από τη μετωπική σύγκρουση των τρένων δεν έχει ακόμα σβήσει καλά καλά, δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει κάποιες φωνές λογικής που να βάζουν την άγονη πολιτική αντιπαράθεση στην άκρη και να δείχνουν ότι συνειδητοποιούν, έστω και στο ελάχιστο, τις αιτίες του κακού που έγινε. Λες και το μοναδικό διακύβευμα της καταστροφής -κυριολεκτικής και μεταφορικής- της ζωής τόσων ανθρώπων είναι η αλληλοεπίρριψη των πολιτικών ευθυνών και όχι το τι πρέπει να αλλάξουμε αμέσως τώρα για να μην ξαναθρηνήσουμε. Λες και έχει συντελεστεί μια καθολική εθνική λοβοτομή που αφαίρεσε από τη μνήμη μας το διακομματικό πελατειακό κράτος, την αραχνιασμένη γραφειοκρατία, την «θεσμοθετημένη» αναξιοκρατία και τη σκυταλοδρομία της διαφθοράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι η ευθύνη για τη μη υλοποίηση της σύμβασης για την τηλεματική βαραίνει αποκλειστικά τη ΝΔ, λες και από το 2014 που υπογράφηκε η σχετική σύμβαση μέχρι το 2019 που ανέλαβε η ΝΔ υπήρξε μια κυβερνητική τρύπα στη χώρα. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας αποδίδει την τραγωδία στο «καπιταλιστικό κέρδος» που ευθύνεται διαχρονικά για όλες τις τραγωδίες συμπεριλαμβανομένης και της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Τα άκρα επιχειρούν να στρέψουν την δικαιολογημένη αγανάκτηση σε επικίνδυνα αντισυστημικά μονοπάτια. Η ενδεχόμενη αναζωπύρωση της νεοναζιστικής απειλής μπορεί να αποτελέσει την τεράστια παράπλευρη απώλεια του δράματος των Τεμπών.

Οι μεγάλες πορείες της οργής χαρακτηρίζονται από την ελπιδοφόρα μαζική συμμετοχή της νεολαίας, την μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηρίζονται όμως και από τη συμμετοχή συντεχνιών που εξακολουθούν, μιμούμενες τον Γατόπαρδο, να υπερασπίζονται με σθένος τις παθογένειες που ταλανίζουν τον δημόσιο τομέα επί δεκαετίες εμποδίζοντας τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών. Την ίδια στιγμή, ο χυδαίος λαϊκισμός ξεχειλίζει στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αλλά και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με πολλούς τηλεοπτικούς διασκεδαστές να αναλαμβάνουν καθήκοντα πολιτικών αναλυτών, στοχεύοντας στη δυσφήμιση των φιλότιμων και συχνά υπεράνθρωπων προσπαθειών δημοσιογράφων που πασχίζουν να φωτίσουν τις πτυχές της πολύπλευρης τραγωδίας.

Ο Πρωθυπουργός της χώρας ανέλαβε, έστω και όχι από την πρώτη στιγμή, την ευθύνη του «ανθρώπινου λάθους» το χρονικό του οποίου είχε ουσιαστικά προαναγγελθεί. Εκφράζοντας τη συγνώμη του προς τα θύματα και τις οικογένειές τους εκ μέρους του αλλά και εκ μέρους του πολιτικού συστήματος, συνειδητοποίησε ίσως ότι το σύνθημα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» που αποτελούσε την μέχρι τώρα στρατηγική του επιλογή ήταν λάθος. Το πραγματικό και κρίσιμο για το μέλλον της χώρας δίλημμα που τίθεται σήμερα ενώπιον των Ελλήνων πολιτών - και σε αυτό θα κληθούν σε λίγες εβδομάδες να απαντήσουν στην κάλπη - είναι: «Βαθιές αλλαγές τώρα ή συνέχιση της υποταγής στο βαθύ διακομματικό πελατειακό κράτος». Σε αυτό το δίλημμα καλούνται να τοποθετηθούν όλες οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου χωρίς κοινοβουλευτικές (υπεκ)φυγές και κομματικές (παρα)βλέψεις. Αλλιώς, η ευχή «Ποτέ ξανά» θα είναι, για μια ακόμα φορά, μάταιη και υποκριτική.