Πολιτικη & Οικονομια

Μυθιστορηματική αλήθεια και ιστορικό ψεύδος

«Deleuze …ή και γιατί ο αστικός γάμος θα νικά πάντα τον έρωτα στη μάχη των μαχών για μια δημοκρατία…»

Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις εκλογές (και όχι μόνο αυτές) αποδεικνύεται πως ο ηττημένος είναι πάντα ο Δον Κιχώτης, αυτός ο μισότρελος ήρωας του ιδανικού του εαυτού που βλέπει τους ανεμόμυλους σαν ιππότες και τις πόρνες σαν πριγκίπισσες.

Από τον Βοναπάρτη που είδε τον κόσμο σα μια μεγάλη αποικία, δημοκρατική και άθεη, μέχρι τον Churchill που ως αριστοκράτης υπερασπίστηκε την δημοκρατία σα μια ιδανική πολιτεία ερωμένη, μέχρι τον Βενιζέλο που ερωτεύτηκε τη Μεγάλη Ιδέα για την χώρα του ως ομφαλό της γης… Όλοι αυτοί σκόνταψαν στο ιστορικό φάντασμα της μικρής πατρίδας που ήταν, είναι και θα είναι η οικογένεια με τα κουτσούβελά της και που τα όρια του κόσμου της θα είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα -χωρίς βέβαια καμιά μητέρα. Η Παναγία ήταν εφεύρεση μεθύστερη γιατί ο κρίνος φάνηκε επιπόλαιη αφήγηση, ακόμα και στην εποχή των θαυμάτων.

Ο Βενιζέλος, ο εφευρέτης της Μεγάλης Ιδέας και της Ελλάδας των πέντε θαλασσών που δεν χωρούσε στα Βαλκάνια, δεν κατάφερε να βγει ούτε βουλευτής μετά από αυτή την θριαμβευτική ιστορική πορεία του, γιατί νικήθηκε από έναν βασιλιά που ήθελε την χώρα σαν το σαλόνι του σπιτιού του.

Ο Churchill με την πανωλεθρία του φασισμού εισέπραξε μια μούντζα στις εκλογές όταν οι Εγγλέζοι νοικοκύρηδες προτίμησαν τη μπύρα της γειτονικής παμπ παρά το όνειρο μιας αυτοκρατορίας. Τα ίδια έπαθε και ο Ναπολέων που νικήθηκε από τον καιρό και όχι από τις ρωσικές στρατιές. Στην καθ’ ημάς Ανατολή, στο απέναντι «κακό» οικόπεδο ο σουλτάνος χάνει το έδαφος κάτω από το παλάτι του από φυσικά φαινόμενα και όχι από την διαμαρτυρία των πολιτών.

Στην δική μας εκλογική μάχη, υπάρχει η μυθιστορηματική αλήθεια της αριστεράς για μια καλύτερη ιδέα για τον κόσμο που δεν θα γίνεται υπηρέτης των ορδών βορείων δυστυχισμένων που βλέπουν τον ήλιο της χώρας μας σαν τη μόνη ηλιαχτίδα στις συννεφιασμένες Κυριακές της άτυχης, πλην εντοιχισμένης ευτυχίας τους. Αυτή η δονκιχωτική αλήθεια συγκρούεται με το ιστορικό ψεύδος πως η παραγωγή πλούτου μετριέται με τα τούβλα και τα κεραμίδια, που είναι το μίζερο όνειρο κάθε οικογένειας της χώρας που έμαθε να χτίζει στα ρέματα με ψέματα, μέχρι να τους τα πάρει το ρέμα και οι δανειστές και φυσικά οι τράπεζες.

Η δεξιά που την βαφτίζουν κέντρο και παν μέτρον άριστον (αχ, αυτός ο Πλάτων…) δεν κατάλαβε ίσως τότε πως το μέτρο οι Νεοέλληνες το μετράνε ανάλογα με την σκιά τους, που συνήθως μεγαλώνει πιο πολύ από το μπόι τους. Αυτή η σκιά έχει και παραπαίδια τις φωτοσκιάσεις, που θολώνουν το νου του ανθρώπου όταν του υπόσχονται σταθερό εισόδημα στο δημόσιο και μπετά που δεν θα πέφτουν από σεισμικές δονήσεις όπως του γείτονα.

Η τακτοποιημένη ζωή χωρίς εντάσεις, χωρίς πάνω-κάτω, μια ισοηλεκτρική γραμμή όπως του τέλους ∙ η γραμμή είναι μια σιγουριά, είναι ένα τρένο στις γραμμές που δεν θα φύγει εύκολα από τις ράγες. Το καλάθι της νοικοκυράς που διαφημίζει η εξουσία των μεγαλομπακάληδων βαφτίζοντας την ταπείνωση του πολίτη-δούλου των ψευδαισθήσεων πως αφού μπορεί και αγοράζει, υπάρχει πια και ως άνθρωπος («αγοράζω άρα υπάρχω», φτάνει πια «το σκέφτομαι άρα υπάρχω», δεν ισχύει).

Ο άνθρωπος ξεχώρισε από τα ζώα όταν κοκκίνισε από ντροπή, ενώ ο δούλος της σημερινής εποχής ξανάγινε ζώον χωρίς ντροπή και γονάτισε τόσο πολύ, που καμιά γονυκλισία δεν τον τρομάζει, ιδιαίτερα αν με αυτή θα βγάλει τον άρτον ημών τον επιούσιον, ευλογημένο μέσα στις εκκλησίες που βαφτίζουν την υποκρισία αρετή και την κλοπή επιτυχία. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και τηλεόραση: ανίκητη ομάδα, με τους παπαγάλους να επαναλαμβάνουν «όλοι μαζί μπορούμε», χωρίς να διευκρινίζουν ποιοί είναι «όλοι» και ποιοί είναι «μαζί», αν δεν είναι τουλάχιστον χαζοί.

Από το «έδοξεν τη Βουλή και τω Δήμω» του ευφυούς Περικλέους, οι νεόφυτοι οπαδοί της φράσης παίρνουν μόνο το «έδοξεν»  που τους μοιάζει αρχετυπικό ως δοξασία και δοξαστικό ως άσμα βυζαντινό, και του αλλάζουν τον αδόξαστο με δοξασίες όπως η παντοτινή πίστη σε μια θεούσα θεότητα που τα πάντα ορεί και κατουρεί. Ο μεγάλος δημοκράτης και αριστοκράτης -πλην ιδιοφυής- Keynes συνέστησε στους αριστερούς  της εποχής του να μην γίνονται Δον Κιχώτες της ουτοπίας μιας δημοκρατίας των συνταξιούχων, του θανάτου και του γήρατος, αφού όλοι άνθρωποι με κοινό νου και γνώση θέλουν μια ζωή νοικοκυρεμένη, που στο μέσο όρο ζωής -τα 70, άντε και τα 80 έτη σήμερα- τα μισά θα σκίζονται για να επιβιώσουν και τα άλλα μισά για το τι ψυχή θα παραδώσουν με τα ελάχιστα των συντάξεων.

Εν παρόδω, η σύνταξη ως κοινωνικό μέτρο γεννήθηκε στο μυαλό ενός παπά στην Σκωτία, που ήθελε να αφήσει στην χήρα του ένα επίδομα για να ζήσει, αλλά και στον ασφαλιστικό κλάδο το πιο διάσημο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών “the Scottish widows” («οι Σκωτσέζες χήρες»).

Μπροστά στον θάνατο είμαστε ίσοι κάτω από την φούστα του δερβίση, γι’ αυτό και η περίφημη φράση του Camus «η δημοκρατία θα πραγματοποιηθεί όταν όλοι θα ’μαστε ίσοι μπροστά στον θάνατο, ενώ δούλοι με την δική μας θέληση όσο αντίκρυ ζούμε την ζωή και το διαφορετικό αεράκι που θα μαστιγώνει τον αυχένα μας ανάλογα με την εποχή».

Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, τότε θα επέλθει δημοκρατία, γιατί η υποδούλωση του ανθρώπου είναι συλλογική και ο θάνατος πάντα μοναχικός. Στις κοινωνίες όλοι ενωμένοι και γονατιστοί, με το κεφάλι κάτω, για να έχουν οι εξουσίες το ελεύθερο να αποκεφαλίζουν όποια ελευθερία υποψιάστηκε πως μπορεί να έχει ο υπήκοος του Πύργου.  Στις ιδεολογίες που γέννησε ο νους του ανθρώπου, μια επικράτησε και ήταν ο φόβος του θανάτου, που περίτεχνα οι εκκλησίες τον αγιοποιήσαν και τον βάφτισαν ανάσταση μετά την ζωή, φορτώνοντας την ανθρώπινη ζωή με δυστυχία και υποταγή, ακόμα και για τις πιο αθώες σκέψεις και κυρίως για τις αισθήσεις που είναι άδολες. Όλες οι άλλες κοινωνικές ιδέες έχασαν θριαμβευτικά, γιατί καμιά δεν είχε στον πυρήνα των επιχειρημάτων της έναν παράδεισο για τη ματαιοδοξία του ανθρώπινου είδους, το οποίο συνέλαβε την ιδέα πως ο άνθρωπος δε μπορεί απλά να ψοφά όπως τα ζώα και να θάβεται χωρίς τιμές -πλην του σκύλου των Φαραώ και της γάτας του Lagerfeld, αυτού του ιδιόρρυθμου μόδιστρου.

Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο Γαλαξία, που περιέχει μια και μόνο ιδέα: την εντολή για αναπαραγωγή απογόνων, που είναι όμως συνέχεια των προγόνων, γι’ αυτό η παράδοση της κοινότητας όσο σέβεται την κοινοτοπία, τόσο θα κυριαρχεί στους αιώνες των αιώνων αμήν. Οι άλλοι, οι ετερόδοξοι, που άλλαξαν έδρανα στο πρώτο επαναστατικό κοινοβούλιο του διαφωτισμού -οι ξεβράκωτοι sans culottes- θα φωνάζουν για της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ  και πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή ∙ σε ώτα όμως μη ακουόντων. Αυτοί όμως οι ξεβράκωτοι θα είναι πάντα πιο ευφυείς γιατί σκέφτονται, έστω και με θλίψη, πως η ζωή για να μην πλήξει θα γεννά εκπλήξεις για να τιμά τον ανθρώπινο νου εν ζωή και όχι μετά θάνατο.

Από τον πρώτο διδάξα τον Adorno που υποστήριξε πως η αριστερή σκέψη είναι πιο ευφυής από την δεξιά, γιατί απλά βάζει το ερώτημα χωρίς να περιμένει μια και μοναδική απάντηση (όπως και στην έρευνα), όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις των κοινωνιών ήταν ετερόδοξες και όχι ορθόδοξες ∙ εξ ου και το Γαλιλαιϊκό γνωμικό «κι όμως γυρίζει», πίσω βέβαια από την Ιερά Εξέταση που τον απειλούσε με κάψιμο.