Πολιτικη & Οικονομια

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: Το χαμένο έδαφος

Στο δεύτερο άρθρο της μίνι σειράς εξηγείται γιατί οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας απέχουν ακόμη πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικές

Μάνος Ματσαγγάνης, Σοφία Τσαρούχα
ΤΕΥΧΟΣ 855
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πόσο καλά τα πηγαίνει η ελληνική οικονομία; Στο 2ο άρθρο των Μ. Ματσαγγάνη & Σ. Τσαρούχα εντοπίζονται οι λόγοι για την υστέρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας.

Στο προηγούμενο άρθρο μας σχολιάσαμε τις θετικές εξελίξεις (επιτάχυνση της ανάπτυξης, άνοδος των εξαγωγών, διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες) που τεκμηριώνουν τη βάσιμη αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας. Στο δεύτερο άρθρο της μίνι σειράς περιγράφουμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο πρέπει να αξιολογηθούν αυτές οι θετικές εξελίξεις: χωρίς περιστροφές, πρόκειται για τη μεγάλη υστέρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε βάθος δεκαπενταετίας.

Πράγματι, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμη και εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. προηγούμενο άρθρο), σε όρους αγοραστικής αξίας το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι λόγοι για τη μεγάλη υστέρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας.

Πρώτον, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2007-2014 ήταν ασυνήθιστα βαθιά και ασυνήθιστα παρατεταμένη. Αντίθετα, οι εθνικές οικονομίες των άλλων χωρών ανέκαμψαν συντομότερα μετά από μικρότερη υποχώρηση (ή συνέχισαν να αναπτύσσονται χωρίς διακοπή). Εάν συνυπολογίσουμε την αναιμική ανάπτυξη της περιόδου 2015-2019, και στη συνέχεια την κρίση του κορωνοϊού, θα διαπιστώσουμε ότι από το 2007 έως το 2021 η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά σχεδόν ένα τέταρτο (μείωση ΑΕΠ 24,4%). Την ίδια περίοδο, η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά τα σκαμπανεβάσματα, συνέχισε να μεγαλώνει (αύξηση ΑΕΠ 11,9%). Η συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι το χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη μέλη που έχει διευρυνθεί σημαντικά.

Δεύτερον, τα (ακαθάριστα) εισοδήματα στη χώρα μας δεν κατέρρευσαν απλώς εξαιτίας της ύφεσης. Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο των προγραμμάτων λιτότητας, αυξήθηκαν οι φόροι και οι εισφορές, ενώ επίσης μειώθηκαν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και άλλα επιδόματα). Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα υποχώρησε περισσότερο από ό,τι το ΑΕΠ, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο την απόκλιση από τα άλλα κράτη-μέλη.

Τρίτον, παρότι τα μνημόνια προέβλεπαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές προϊόντων, με σκοπό την περίφημη «εσωτερική υποτίμηση», στην πράξη οι πρώτες προχώρησαν πολύ περισσότερο από τις δεύτερες. Έτσι, ενώ τα συνδικάτα και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποδυναμώθηκαν (διευκολύνοντας τη μείωση των μισθών), τα επιχειρηματικά λόμπι αντιστάθηκαν με επιτυχία στις απόπειρες τόνωσης του ανταγωνισμού (εμποδίζοντας τη μείωση των τιμών), εξέλιξη που συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση της Τρόικας, μέχρι και στις μέρες μας.

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων –εάν το μετρήσουμε με όρους αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, συνυπολογίζοντας τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση των φόρων και την άνοδο των τιμών– έχει αποκλίνει πολύ από το βιοτικό επίπεδο των άλλων Ευρωπαίων.

Όπως λέγαμε παραπάνω, το 2024 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων θα είναι στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ. (Το 2009 ήταν στο 94%.) Εδώ και αρκετά χρόνια, με κριτήριο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, η Ελλάδα είναι μία από τις φτωχότερες χώρες της ενωμένης Ευρώπης. Για την ακρίβεια: βρίσκεται στην 25η θέση, πάνω μόνο από τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία.

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η πρόσφατη επιτάχυνση δεν αρκεί. Η ανάπτυξη παραμένει υπερβολικά αναιμική ώστε να ανακληθεί το έδαφος που χάθηκε την προηγούμενη δεκαπενταετία. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας απέχουν ακόμη πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικές.