Πολιτικη & Οικονομια

Το Qatargate και οι αξιακές παλινδρομήσεις της ΕΕ

Εδώ και μήνες η ΕΕ συσφίγγει τις σχέσεις της με Κατάρ και Κουβέιτ, τη στιγμή που Ρουμανία και Βουλγαρία παραμένουν εκτός Σένγκεν για σχεδόν είκοσι χρόνια

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς το Qatargate αναδεικνύει την ιδεολογική ασυνέπεια της ΕΕ απέναντι στα ίδια της τα κράτη-μέλη

Έχουν ήδη γραφτεί πολλά, και τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν ακόμα περισσότερα. Ο συνδυασμός της προσωπικής ακτινοβολίας της Εύας Καϊλή και οι λεπτομέρειες του κολοσσιαίου –όπως φαίνεται– σκανδάλου που έρχονται σταδιακά στη δημοσιότητα αρκούν και περισσεύουν ώστε να παίξουν όλα οι κλισέ όροι τύπου «σεισμός», «σοκ» και όλα τα σχετικά· δικαίως, δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία. Παράλληλα, η κωμικοτραγική εξιστόρηση σχετικά με τις γεμάτες μετρητά βαλίτσες, αλλά και η δίψα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να αναγάγει τα πάντα στο πιο διχαστικό επίπεδο που μπορεί, προμηνύουν πως η απότομη –και απόλυτη– έκπτωση της Καϊλή θα μας απασχολήσει για αρκετό καιρό ακόμα.

Κάπου εκεί όμως είναι που θα χαθεί η μπάλα. Η συγκλονιστικότερη πτυχή του Qatargate δεν αφορά τον οικονομικό χρηματισμό μιας χούφτας διαπλεκόμενων πρώην και νυν ευρωβουλευτών και των συμβούλων τους, ακόμα και αν ανάμεσά τους ανήκει και μια αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό που θα έπρεπε να μας σοκάρει –αλλά και που ως συνήθως πέρασε και δεν ακούμπησε– είναι πως εδώ και μήνες η ΕΕ αναβαθμίζει συνεχώς τις σχέσεις της με χώρες όπως το Κατάρ και το Κουβέιτ, αφήνοντας παράλληλα πίσω τα δικά της κράτη μέλη, όπως αποδεικνύει η άρνηση υποδοχής της της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στη ζώνη Σένγκεν. Η ΕΕ καθιστά πλέον μόνη της την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων –και των αλλοπρόσαλλων προτεραιοτήτων– ως τετελεσμένο γεγονός.

Η αξιακή υποκρισία της σύσφιξης των σχέσεων ΕΕ – Κατάρ

Από τα μέσα του περασμένου Απριλίου, η ΕΕ δημοσιοποίησε τις προθέσεις τις απέναντι στο Κατάρ. Συγκεκριμένα, η Κομισιόν κατέθεσε επίσημη πρόταση ώστε να προστεθεί το Κατάρ –και το Κουβέιτ– στη λίστα εκείνων των χωρών, των οποίων οι πολίτες μπορούν να ταξιδέψουν στην ΕΕ χωρίς την υποχρέωση αίτησης visa· την πρόταση υποστήριξε δημόσια και η Καϊλή στο Κοινοβούλιο. Στην επίσημη αιτιολόγηση της, η Κομισιόν ανέφερε πως κατέληξε στη συγκεκριμένη πρόταση έχοντας αξιολογήσει πρώτα κριτήρια όπως οι παράνομες μεταναστευτικές ροές από τις συγκεκριμένες χώρες, τη δημοσιονομική τους πολιτική, την κουλτούρα της ασφάλειας τους, αλλά και –κυρίως– τα προβλεπόμενα οικονομικά οφέλη που θα έφερνε αυτό το ανανεωμένο ταξιδιωτικό καθεστώς. Μάλιστα, ο ίδιος ο επικεφαλής εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, Τζοζέπ Μπορέλ, δήλωνε περιχαρής πως η κατάργηση της visa αποτελεί το πρώτο βήμα για τη σύσφιξη των σχέσεων της ΕΕ με τις χώρες του Κόλπου, ενώ ο επίτροπος Μαργαρίτης Σχινάς προσέθετε πως η σχετική απόφαση αποτελεί «αποτέλεσμα της επιτυχίας των κυβερνήσεων του Κατάρ και του Κουβέιτ στην προσπάθεια τους να εφαρμόσουν ριζικές μεταρρυθμίσεις». Η αοριστολογία και των δύο υψηλότατων αξιωματούχων είναι πραγματικά εντυπωσιακή θα έλεγε κανείς – αλλά τα φάουλ δε σταματάνε εκεί· δυστυχώς.

Μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει συνάψει παρόμοιες ταξιδιωτικές συμφωνίες με πολλές τρίτες χώρες. Το κρίσιμο στοιχείο όμως είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία από αυτές αφορά προφανείς επιλογές με τις οποίες η ΕΕ διατηρεί πολιτικούς, εμπορικούς, αμυντικούς, ιστορικούς και αξιακούς θεσμούς· ενδεικτικά –αυταπόδεικτα– παραδείγματα είναι οι ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, όπως και άλλες τρίτες χώρες σαν τις Σερβία, Βοσνία, Ουρουγουάη, Κόστα Ρίκα, Μεξικό, και Ισραήλ. Όλες αυτές οι περιπτώσεις – όπως και οι υπόλοιπες που συμπεριλαμβάνονται στη σχετική λίστα, διαφέρουν σε αμέτρητους τομείς, όμως το κοινό τους χαρακτηριστικό –εκτός της Βενεζουέλας – είναι ένα: όλες ανεξαιρέτως θεωρούνται σύμφωνα με τον Δείκτη Δημοκρατικότητας του Economist Group το λιγότερο «υβριδικά καθεστώτα» και «ελλαττωματικές δημοκρατίες» στις πιο ακραίες περιπτώσεις (πχ. Μεξικό και Σερβία) ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελείται από «πλήρεις δημοκρατίες»· για την ιστορία, η Ελλάδα θεωρείται και εκείνη “flawed democracy”.

Με άλλα λόγια, η ΕΕ μέχρι πρόσφατα ακολουθούσε ένα μοτίβο σε ό,τι αφορούσε τα εξωτερικά της σύνορα και την πρόσβαση πολιτών τρίτων χωρών στο έδαφος της. Η σύναψη σχετικών ταξιδιωτικών συμφωνιών προαπαιτούσε ένα ελάχιστο καθεστώς δημοκρατικής διακυβέρνησης και κουλτούρας, το οποίο τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά θα εξασφάλιζε με τη σειρά του ένα λειτουργικό επίπεδο μακρόχρονης συνεννόησης και συνεργασίας σε κρίσιμους τομείς. Όμως, στην περίπτωση του Κατάρ και του Κουβέιτ, το μοτίβο αγνοήθηκε πλήρως· συγκεκριμένα, τόσο το Κατάρ όσο και το Κουβέιτ θεωρούνται «αυταρχικά καθεστώτα» με τον Economist να τα βαθμολογεί με μόλις με 3.91/10 και 3.65/10 αντίστοιχα· για να καταλάβει κανείς ακριβώς για πόσο χαμηλό δείκτη δημοκρατικότητας μιλάμε, τα Κατάρ και Κουβέιτ είναι πίσω από χώρες όπως η Ουγκάντα, το Μπενίν ή η Νιγηρία, ενώ βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με χώρες όπως η Μπουρκίνα Φάσο, το Ιράκ, η Αγκόλα, η Ζιμπάμπουε, η Κούβα, η Κίνα, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία. Ακόμα χειρότερα όμως, τόσο το Κατάρ όσο και Κουβέιτ δεν δείχνουν την παραμικρή πρόθεση να «δημοκρατικοποιηθούν» στο άμεσο μέλλον – και πώς αλλιώς άλλωστε, όταν πρόκειται για περιπτώσεις χωρών όπου ο αμύθητος πλούτος τους δεν προέκυψε μέσα από το δυτικό παραγωγικό μοντέλο, αλλά από πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Εντυπωσιακό το ότι αυτή η πραγματικότητα δεν ενόχλησε τη σημερινή ηγεσία της ΕΕ. Τα οικονομικά οφέλη τα οποία μπορεί να εξασφαλίσει η ένωση συσφίγγοντας τις σχέσεις της με δύο κατά τα άλλα αυταρχικά –και στον πυρήνα τους θεοκρατικά– καθεστώτα αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, αλλά και την ΕΕ ευρύτερα. Η προώθηση αυτών των συμφωνιών δείχνει πως σήμερα η ΕΕ, με επικεφαλής την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν αλλά και τον αποδεδειγμένα λίγο για τη θέση που κατέχει Τζοσέπ Μπορέλ, έχει απωλέσει πλήρως τον αξιακό άξονα και την πολιτική αξιοπρέπεια που είχαν καταφέρει να τις αποδώσουν οι προηγούμενοι ηγέτες της όπως οι Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και Ντόναλτ Τουσκ, αποδεικνύοντας παράλληλα πως οι «Βρυξέλλες» έχουν χάσει σχεδόν απόλυτα την επαφή με τον πραγματικό κόσμο και το κοινό αίσθημα των ευρωπαίων πολιτών. Και μπορεί η Καϊλή και οι υπόλοιποι συλληφθέντες να πήγαν τις σχέσεις τους με την κυβέρνηση του Κατάρ πολύ πιο μακριά για ίδιον όφελος, όμως τέτοιου τύπου συμφωνίες κορυφής δεν προκύπτουν μέσα από μαύρες σακούλες γεμάτες μετρητά, αλλά από χρονοβόρες διαδικασίες στο υψηλότερο επίπεδο, ανάμεσα στην ηγεσία της ΕΕ και τις κυβερνήσεις των εκάστοτε τρίτων κρατών. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ρητορικές πιρουέτες τόσο του Μπορέλ όσο και του Σχινά ουσιαστικά αποκτούν κωμικό χαρακτήρα – με λίγη δόση τραγωδίας.

Η ζώνη Σένγκεν και το άκυρο σε Ρουμανία και Βουλγαρία

Εκεί που η υποκρισία ξεπερνάει κάθε όριο είναι στα σκληρά σύνορα της ζώνης Σένγκεν. Αυτή τη στιγμή –και παρότι αποτελούν κράτη-μέλη της ΕΕ για σχεδόν είκοσι χρόνια– τόσο η Ρουμανία όσο και η Βουλγαρία στερούνται το δικαίωμα να ενταχθούν στη ζώνη Σένγκεν, καθώς τόσο η Κομισιόν όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχουν κινήσει τις απαραίτητες διαδικασίες ώστε να πειστούν οι κυβερνήσεις που ασκούν τα σχετικά βέτο. Ναι, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί –τόσο οι επικεφαλής, όσο και τα μέλη τους– θεωρητικά υποστηρίζουν την υποδοχή των δύο Βαλκανικών χωρών στη ζώνη Σένγκεν, στην πράξη όμως αυτή η στήριξη δεν έχει αποδώσει ακόμα τίποτα. Προφανώς, είναι τουλάχιστον ειρωνικό –αν όχι εξίσου κωμικοτραγικό– το γεγονός πως παρά την εικοσαετή σχεδόν αποτυχία της να ενοποιηθεί πλήρως, η ΕΕ καταφέρνει να αυτο-αναιρεθεί πολιτικά συσφίγγοντας τις σχέσεις της με κράτη των οποίων οι δημοκρατικοί θεσμοί ωχριούν μπροστά σε κάθε βαλκανική χώρα – πόσο μάλλον δε κράτη-μέλη της ΕΕ. Πιο απλά, δεν είναι δυνατόν η ΕΕ να προτεραιοποιεί την κατάργηση της visa για Κατάρ και Κουβέιτ, τη στιγμή που εμφανίζεται ανίκανη να συνασπίσει τα ίδια της τα κράτη-μέλη σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των δύο μελών της στη Σένγκεν.

Φυσικά, υπάρχει αντίλογος. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η σύσφιξη των σχέσεων ΕΕ-Κατάρ και Κουβέιτ αποτελούν άσχετα θέματα με εκείνο της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας· τυπικά, όντως είναι άσχετα –σχεδόν τελείως– καθώς οι σχετικές διαδικασίες είναι διαφορετικές. Πολιτικά όμως είναι απόλυτα συνυφασμένα και αποδεικνύουν πόσο έχει φθαρεί –αν δεν έχει εξαϋλωθεί εντελώς– ο αξιακός πυρήνας της «πολιτικής Ευρώπης» που οραματίστηκαν οι πατέρες της, ηγέτες δηλαδή σαν τον Αντενάουερ και τον Σούμαν, οι οποίοι κατανοούσαν περισσότερο από οποιονδήποτε – έχοντας ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους – πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα πολιτική και ιδεολογική, με την οικονομική ενοποίηση να την ισχυροποιεί, αλλά όχι να την καθορίζει. Σήμερα, οι Ρουμανία και η Βουλγαρία –οι οποίες έβλεπαν τη Δύση να ευημερεί όλο και περισσότερο πίσω από την κουρτίνα του ανατολικού μπλοκ– παραμένουν εκτός Σένγκεν, τη στιγμή που η ΕΕ προτεραιοποιεί τη σύσφιξη των σχέσεων της με τρίτα κράτη, των οποίων η ικανότητα να διαφθείρουν την ίδια της την ηγεσία για να πετύχουν τους σκοπούς τους αποδεικνύεται πλέον περίτρανα με την υπόθεση Καϊλή τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το Κατάρ· κρίμα. Από την άλλη βέβαια, τουλάχιστον συμφωνήσαμε πως όλες οι φορητές ηλεκτρονικές συσκευές εντός ΕΕ θα έχουν τις υποδοχές ρεύματος· είναι και αυτό μια παρηγοριά.