Πολιτικη & Οικονομια

Οι μεν και οι δε

Ποιες ιδιότητες αποδίδουν οι μεν όταν μιλούν για «Συριζαίους» και οι δε όταν μιλούν για «δεξιούς» ή ενίοτε και «φασίστες»;

Γιάννης Κωνσταντινίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ψηφοφόροι Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ: Περιγραφή μιας σειράς ερωτημάτων από έρευνα της Abacus.

Η εποχή των «πράσινων» και των «γαλάζιων» καφενείων μοιάζει με φωτογραφία ρετρό της δεκαετίας του 1980, από αυτές που σχεδόν νοσταλγούμε. Και ας έρχονταν συχνά στα χέρια οι θαμώνες του ενός καφενείου με το άλλο, με αφορμή κάποια βαριά κουβέντα για τον Εμφύλιο ή τη Χούντα. Η πόλωση στην Ελλάδα ήταν πάντοτε βαθιά γιατί είχε ρίζες στην ιστορία και στα προσωπικά του καθενός βιώματα της ιστορίας, όμως τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει εντονότερα χαρακτηριστικά λόγω της ηθελημένης κατασκευής πολωτικών σχημάτων στον δημόσιο λόγο από τα ίδια τα κόμματα. Το «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» και το «αντί-δεξιό» μέτωπο, ως τίτλοι, συμπυκνώνουν την τακτική των δύο μεγάλων κομμάτων για τη δημιουργία των πολωτικών σχημάτων. «Αυτό που μας ενώνει είναι ότι δεν είμαστε Συρζιαίοι», ισχυρίζεται η μία πλευρά. «Αυτό που μας ενώνει είναι ότι δεν είμαστε δεξιοί ή φασίστες», ανταπαντά η άλλη πλευρά. Η εμπέδωση αυτών των σχημάτων στη δημόσια σφαίρα έχει ανοίξει το εύρος των υποκειμένων για τα οποία χρησιμοποιούνται αυτά τα σχήματα: πλέον οι χαρακτηρισμοί της μίας πλευράς γα την άλλη δεν αφορούν μόνο τις ηγεσίες ή τα πρόσωπα που εμπλέκονται ενεργά στην πολιτική, αλλά περιλαμβάνει ακόμα και τους ψηφοφόρους, δηλαδή τους απλούς πολίτες, της μίας ή της άλλης πλευράς.

Ποιες ιδιότητες αποδίδουν λοιπόν οι μεν όταν μιλούν για «Συριζαίους» και οι δε όταν μιλούν για «δεξιούς» ή ενίοτε και «φασίστες»; Και πόσο βαθιά έχουν εισχωρήσει στα δύο κοινά τα στερεότυπα αυτά; Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Abacus αναπαρήγαγε ένα τμήμα έρευνας που χρησιμοποιείται τακτικά από το Pew Research Center στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μέτρηση της πόλωσης μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι δύο στους τρεις ψηφοφόρους της ΝΔ δηλώνουν ότι όσοι ψηφίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο στενόμυαλοι, ενώ ο ένας στους δύο δηλώνουν ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο τεμπέληδες. Ομοίως, οι τέσσερις στους πέντε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ είναι πιο στενόμυαλοι και επτά στους δέκα ότι είναι πιο ανέντιμοι. Τα ποσοστά είναι συντριπτικά, αν αναλογιστεί κάποιος ότι αντιστοιχούν σε μη τεκμηριώσιμα και ταυτοχρόνως ισοπεδωτικά στερεότυπα για άγνωστους στον ερωτηθέντα ανθρώπους. Η απάντηση πως δεν υπάρχει διαφορά ως προς το χαρακτηριστικό που έθετε κάθε ερώτηση μεταξύ των ψηφοφόρων τους ενός και του άλλου κόμματος –άποψη που θα μαρτυρούσε απόσταση από τα στερεότυπα– δεν επιλέχθηκε παρά μόνο από το 30%-40% των ψηφοφόρων και των δύο κομμάτων. Γίνεται σαφές ότι η μεγάλη πλειονότητα των εκλογέων που επιλέγουν τα δύο μεγάλα κόμματα όχι απλώς υιοθετούν τους χαρακτηρισμούς εκείνους που αποδίδει η ηγεσία του κόμματός τους για την ηγεσία του αντίπαλου κόμματος, αλλά κάνουν αναγωγή των χαρακτηριστικών αυτών και στους απλούς ψηφοφόρους του αντίπαλου κόμματος.

Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση δομείται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μεθοδικά –και μάλλον επιτυχημένα όπως δείχνουν τα ευρήματα των ερευνών– στη βάση του «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» και του «αντί-δεξιού» μετώπου. Το κόστος αυτής της στρατηγικής βεβαίως είναι σαφές: η απέχθεια έναντι της πολιτικής όσων δεν ταυτίζονται με το ένα ή το άλλο κόμμα ή αλλιώς η οριστική απομάκρυνση από το εκλογικό σώμα όσων δεν αποδέχονται τα στερεότυπα που καλλιεργούν οι επικοινωνιακές στρατηγικές των δύο μονομάχων. Μόνο που αυτό είναι ένα κόστος που δεν θα πλήξει τα δύο κόμματα. Η αποχή, όπως είναι γνωστό, δεν καταγράφεται στο εκλογικό αποτέλεσμα.