Πολιτικη & Οικονομια

Τράπεζες: κακό χωριό τα λίγα σπίτια;

«Είναι κρίσιμο να λειτουργεί σωστά ο ανταγωνισμός»

Γεωργία Πανοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ελληνικές τράπεζες, η πορεία ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η πολιτική εκμετάλλευση.

Τον Νοέμβριο του 2019 η Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε έλεγχο στις τέσσερις συστημικές τράπεζες καθώς και στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, υπήρχαν «υπόνοιες για συνεννοήσεις μεταξύ των τραπεζών για κοινή συμπεριφορά» αναφορικά με διάφορες χρεώσεις και προμήθειες, ενδεχομένως και καταγγελίες από μικρότερες τράπεζες. Ο Υπουργός Ανάπτυξης είχε δηλώσει ότι «εφ' όσον το κοινό αίσθημα, όπως εκφράζεται και από τις καταγγελίες πολιτών στο Υπουργείο Ανάπτυξης, τα μέσα ενημέρωσης και προφανώς και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, είναι ότι υπάρχουν εναρμονισμένες πρακτικές, η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντέλλεται από το Σύνταγμα να το διερευνήσει».

Ακολούθησε εκκωφαντική σιγή ιχθύος.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, τρία χρόνια μετά την συλλογή των στοιχείων από την έφοδο (φέρεται να συνέλλεξε διάφορα έγγραφα, αλληλογραφία και αντίγραφα σκληρών δίσκων) δεν έχει εκδώσει κάποια ανακοίνωση για να ενημερώσει αν τελικά βρήκε αποδείξεις εναρμονισμένων πρακτικών ή όχι. Θα έλεγε κανείς ότι τρία χρόνια είναι ικανός χρόνος για να έχει ολοκληρωθεί η έρευνα, και μάλιστα για μία αγορά – την τραπεζική – που στην κυριολεξία αφορά κάθε πολίτη αυτής της χώρας.

Ως αποτέλεσμα, εμείς οι πολίτες δεν γνωρίζουμε αν οι συστημικές τράπεζες ενεργούν από κοινού και παράνομα στα ζητήματα που αφορούν την τιμολογιακή τους πολιτική επιτοκίων και προμηθειών.

Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση είναι πρόβλημα και για τις τράπεζες, επειδή έχουν ανοικτή μία διαδικασία έρευνας που μπορεί ενδεχομένως να καταλήξει στην επιβολή προστίμων με σημαντικό αντίκτυπο στα οικονομικά τους αποτελέσματα. Η εκκρεμότητα δημιουργεί αβεβαιότητα και μπορεί για παράδειγμα να επηρεάζει επιχειρηματικές συμφωνίες εν τω μεταξύ, όπως αποφάσεις άλλων μερών να επενδύσουν στις ελληνικές τράπεζες και τους όρους με τους οποίους (δεν) θα το κάνουν. Οι τράπεζες έχουν και οι ίδιες συμφέρον να επιδιώκουν την τάχιστη ολοκλήρωση της έρευνας.

Στην Ελλάδα όπου ανθεί ο οπορτουνισμός σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος (αν και με διαφορετική συχνότητα και ένταση), η κατάσταση αφήνει μεγάλο περιθώριο πολιτικής εκμετάλλευσης. Έτσι προ ημερών ο υπουργός Οικονομικών κάλεσε τις συστημικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων (που σήμερα είναι πρακτικά 0%) «άμεσα και γενναία» και να μειώσουν τα επιτόκια νέων δανείων (που μεσοσταθμικά είναι στο 4,86%). Όπως σημείωσε ο Στέφανος Μάνος στο FB, θα μπορούσε πάντως η μείωση να ξεκινήσει από το ίδιο το Υπουργείο, με την κατάργηση της εισφοράς του ν. 128/75, που ανέρχεται σε 0,6%.

Θεσμικά ο υπουργός είναι αναρμόδιος για το θέμα. Πολιτικά βεβαίως, μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του, που ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει συνολικά την κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι κακό – ενισχύει όμως τη διάχυτη πεποίθηση ότι οι «τραπεζίτες» αρέσκονται να αρπάζουν την περιουσία των δανειοληπτών, πολλώ δε μάλλον όταν η ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων είναι τόσο μεγάλη. Το «αυστηρό μήνυμα» του υπουργού διαμορφώνει κλίμα.

Από την άλλη πλευρά, η ευρεία έλλειψη κατανόησης στην κοινωνία για τον τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται και αυτή. Οι πολίτες πιστεύουν ότι «οι τραπεζίτες» διασώθηκαν με κρατικά χρήματα του Δημοσίου κατά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις κι επομένως έχουν υποχρέωση να ασκούν κοινωνική πολιτική. Στην πραγματικότητα, διασώθηκαν οι καταθέσεις: στην Ελλάδα κανείς καταθέτης δεν έχασε τα χρήματά του κατά τη διάρκεια της κρίσης, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Κύπρο, στην Ισλανδία και αλλού. Κανείς εκτός από τους μετόχους των τραπεζών οι οποίοι στην κυριολεξία εξαϋλώθηκαν πλήρως. Οι μέτοχοι δε των τραπεζών μπορεί να είναι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και άτομα, αλλά είναι και χιλιάδες άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι οποίοι έχασαν το μέρος της περιουσίας τους που είχαν επενδύσει σε τραπεζικές μετοχές. Μέτοχος από το 2013 ήταν και το Δημόσιο, μέσω του ΤΧΣ.

Έχει ανοίξει επίσης, με πρωτοβουλία του ΥΠΟΙΚ, μία συζήτηση για έκτακτο φόρο στα «υπερκέρδη» των τραπεζών. Επειδή υπάρχει το ζήτημα του περιορισμένου ανταγωνισμού και του αναβαλλόμενου φόρου, ειδικά στην περίπτωση των τραπεζών η έκτακτη φορολόγηση των κερδών (όπως έγινε για τις εταιρείες ενέργειας) παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα. Όμως η γενική νοοτροπία, που φαίνεται να εκφράζεται από το Υπουργείο, που υιοθετεί μάλιστα και την έκφραση «υπερκέρδη», φαίνεται να είναι ότι οι μέτοχοι ορθώς επιβαρύνθηκαν με τις ζημίες κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά δεν πρέπει να απολαύσουν τα κέρδη της επένδυσής τους, όταν αυτά έρθουν. Αυτή η νοοτροπία δεν ενισχύει την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως ισχυρού επενδυτικού προορισμού.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ωστόσο ότι οι τράπεζες είναι το ίδιο με άλλες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα. Εξάλλου, στις σύγχρονες οικονομίες, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εταιρειών οι οποίες διασώζονται από τη χρεοκοπία με χρήματα των φορολογουμένων. Οι τράπεζες είναι ένα υβρίδιο μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Είμαστε πρακτικά υποχρεωμένοι να συναλλασσόμαστε με αυτές, αν μη τι άλλο γιατί πολλές από τις συναλλαγές μας με άλλους φορείς, και μάλιστα το Δημόσιο, περνάνε υποχρεωτικά μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Γι αυτό και είναι κρίσιμο να λειτουργεί σωστά ο ανταγωνισμός. Αυτό συνήθως επιτυγχάνεται όταν υπάρχουν πολλοί παίκτες στην αγορά, που στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σήμερα. Αν δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες, απαιτούνται συστηματικοί, αυστηροί έλεγχοι, τους οποίους αναμένουμε. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια, όπως λέει και η παροιμία.