Πολιτικη & Οικονομια

Με τον πληθωρισμό κράτα μικρό καλάθι

Το καλάθι του νοικοκυριού απαντά, ή μάλλον προσπαθεί να απαντήσει, σε μια σημαντική ιδιαιτερότητα: ότι οι ρυθμοί του πληθωρισμού είναι διαφορετικοί για κατηγορίες των πολιτών

Παντελής Καψής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καλάθι του νοικοκυριού είναι μια ελάχιστη προσπάθεια να μπει ένα φρένο στις επιπτώσεις του πληθωρισμού, όχι στον ίδιο τον πληθωρισμό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν αποτελεί απάντηση στον πληθωρισμό. Αν αποτελούσε, θα το είχαν υιοθετήσει πολύ νωρίτερα και οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρώπη. Το κακό είναι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του πληθωρισμού. Απάντηση δηλαδή που να ανακουφίζει άμεσα τους καταναλωτές. Για την ακρίβεια, μάλλον το αντίθετο ισχύει: σε όλες σχεδόν τις χώρες υιοθετούνται πολιτικές που πλήττουν τα εισοδήματα, κυρίως μέσω της αύξησης των επιτοκίων: η ελπίδα είναι ότι κάποια στιγμή οι τιμές θα πέσουν λόγω της μείωσης της ζήτησης.

Αυτή είναι η οικονομική ορθοδοξία. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ίσως τις εποχές όπου πολλές κυβερνήσεις δοκίμαζαν διοικητικά μέτρα όπως το πάγωμα των τιμών και των μισθών. Στη σημερινή έξαρση όμως, οι τιμές δεν αυξάνονται εξαιτίας των μισθών αλλά κυρίως λόγω του πολέμου. Έτσι κι αλλιώς αυτές οι πολιτικές εγκαταλείφθηκαν καθώς διαπιστώθηκε ότι δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα από όσα έλυναν. Ένα παρεμφερές παράδειγμα το ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Οι τιμές στα φάρμακα, σε συμφωνία με τις εταιρείες, είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα όμως είναι ελλείψεις καθώς οι εισαγωγείς και οι φαρμακαποθήκες προτιμούν να τα πωλούν ακριβότερα στο εξωτερικό. Αισχροκερδούν φυσικά, αλλά νομίμως. Έτσι όμως λειτουργεί η αγορά. Ένα γενικότερο πάγωμα των τιμών λοιπόν θα δημιουργούσε τέτοιες στρεβλώσεις. Στις σοσιαλιστικές χώρες που οι τιμές καθορίζονταν διοικητικά, ήταν η χαρά της μαύρης αγοράς.

Ανάλογα προβλήματα ενδεχομένως να δημιουργήσει και το ζήτημα του πλαφόν. Για μια μικρή αγορά όπως η ελληνική ούτε να το συζητάμε. Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε σταγόνα πετρελαίου. Ένας μεγάλος αγοραστής όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά, θα είχε άλλη δύναμη. Και στο ζήτημα αυτό ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες καθώς πολλοί υπενθυμίζουν τη δεκαετία του ‘70. Τότε ο έλεγχος των τιμών που υιοθέτησε ο Νίξον στις ΗΠΑ οδήγησε σε ελλείψεις και σε τεράστιες ουρές στα βενζινάδικα. Λειτούργησε καλύτερα στη διάρκεια του πολέμου αλλά τότε οι καταναλωτές αγόραζαν με δελτίο. Κανείς δεν τολμά να προτείνει τέτοιες λύσεις σήμερα.

Εκτός από τη μείωση της ζήτησης υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα αύξησης της προσφοράς. Μόνο που, στην ενέργεια, η οποία πυροδοτεί τον πληθωρισμό, βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο. Ήταν χαρακτηριστική η απόφαση του ΟΠΕΚ να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου την ώρα που γινόταν προσπάθεια από τη Δύση να περιορίσει τις εισαγωγές από τη Ρωσία. Ο Μπάιντεν το θεώρησε εχθρική πράξη, και μάλιστα από μια χώρα όπως η Σαουδική Αραβία η οποία στηρίζεται στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της. Δεν μπόρεσε να κάνει κάτι όμως για να την αποτρέψει. Όσο για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, θα πάρει πολύ χρόνο και χρήμα εωσότου να υποκαταστήσουν τις σημερινές εισαγωγές. Για τη σημειολογία του πράγματος πάντως έχει ενδιαφέρον ότι το πράσινο νομοσχέδιο που πέρασε πρόσφατα ο αμερικανός πρόεδρος, με κίνητρα για τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, ονομάστηκε «νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού».

Φυσικά, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Για παράδειγμα όταν η οικονομία είναι σε πληθωριστική φάση, ο πειρασμός να εκμεταλλευτούν κάποιοι την κατάσταση και να περάσουν αδικαιολόγητες αυξήσεις, να κερδοσκοπήσουν δηλαδή, είναι μεγάλος. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ όπου θεωρείται ότι μεγάλο μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Αντιθέτως το μισθολογικό κόστος, το οποίο σε παλιότερες εκρήξεις πληθωρισμού αποτελούσε τον κύριο πληθωριστικό παράγοντα, σε πραγματικούς όρους αυξάνεται πολύ λιγότερο από τις τιμές. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς έδιναν και ένα θεωρητικό παράδειγμα πώς μια αύξηση 22% στο αλεύρι οδηγεί σε αύξηση της τιμής του ψωμιού κατά 15%. Κι αυτό παρά το ότι το αλεύρι συμμετέχει μόνο με 10% ως 15% στο κόστος του ψωμιού. Είναι εύκολα κατανοητό ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ελλάδα σήμερα. Η κυβέρνηση πάγωσε τα περιθώρια κέρδους σε μια σειρά τομείς. Με δεδομένες όμως τις γνωστές ατέλειες της αγοράς και την ανεπάρκεια των μηχανισμών ελέγχου, μπορούμε να φανταστούμε τα αποτελέσματα. Το ότι έχουμε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού στην Ευρωζώνη δεν είναι τυχαίο. Κάτι ανάλογο από την αντίθετη πλευρά, ζήσαμε και στην περίοδο της κρίσης. Οι μισθοί έπεφταν, οι τιμές όμως όχι. Ήταν μάλιστα μια από τις πιο καίριες κριτικές του ΔΝΤ για την αποτυχία των κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Τα καρτέλ καλά κρατούν.

Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη άμεση και αποτελεσματική ανακούφιση των καταναλωτών είναι η επιδότηση των τιμών από την κυβέρνηση. Εδώ υπάρχουν άλλα προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι μια οριζόντια επιδότηση, πχ η μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα, επιδοτεί σε απόλυτους όρους, περισσότερο τους οικονομικά ισχυρούς από τα αδύναμα νοικοκυριά. Ας φανταστούμε την κατανάλωση ενός μηχανοκίνητου γιοτ που νοικιάζει ένας ξένος τουρίστας. Στην περίπτωση αυτή η επιδότηση θα πήγαινε σε έναν εύπορο πολίτη ξένης χώρας. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι διατηρώντας τις τιμές χαμηλά δίνεται κίνητρο να μην εξοικονομούμε το συγκεκριμένο προϊόν το οποίο έχει ακριβύνει. Με αυτή την έννοια επιδοτούμε τον πληθωρισμό αντί να συμβάλουμε στη μείωση της τιμής του μέσω της μείωσης της ζήτησης. Και βέβαια το τρίτο πρόβλημα είναι ότι έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα για το ντίζελ, η αντιπολίτευση υπολόγιζε ότι θα κόστιζε 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.

Εδώ κάποιες διευκρινίσεις. Όταν αυξάνεται η τιμή ενός προϊόντος, κάποιος θα την πληρώσει. Δωρεάν δεν υπάρχει. Αν δεν την πληρώσουμε εμείς ως καταναλωτές, θα την πληρώσουμε πάλι εμείς ως φορολογούμενοι. Βέβαια στη δεύτερη περίπτωση ο φόρος μπορεί να πληρωθεί από κάποιους που ευνοούνται από την αύξηση των τιμών. Αυτό συμβαίνει με την τιμή του ρεύματος. Με τους φόρους στα «ουρανοκατέβατα» κέρδη των εταιρειών επιδοτείται ο οικιακός καταναλωτής. Σύμφωνα με την κυβέρνηση οι φόροι αυτοί μέχρι σήμερα έχουν αποδώσει 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μια πρόσθετη διευκρίνιση. Τα αφύσικα μεγάλα κέρδη των εταιρειών προκύπτουν από το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση η τιμή του ηλεκτρικού καθορίζεται με βάση το κόστος του ακριβότερου παραγωγού, δηλαδή όσων έχουν για πρώτη ύλη το φυσικό αέριο. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουν τιμές πολύ μεγαλύτερες από το κόστος τους. Τη διαφορά αυτή φορολογεί η κυβέρνηση. Για το λόγο αυτό, παρά το ότι οι τιμές χονδρικής είναι υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι «ατέλειες» της αγοράς που λέγαμε, αυτό δεν φαίνεται στον καταναλωτή. Η αντιπολίτευση έχει προτείνει να μπει πλαφόν στις τιμές λιανικής. Σε αυτή την περίπτωση όμως είτε θα είχαμε ελλείψεις στο ρεύμα, είτε η κυβέρνηση θα έπρεπε να επιδοτεί τις εταιρείες που έχουν υψηλότερο κόστος από το πλαφόν. Μπορεί να σκεφτεί κανείς και άλλες περιπλοκές, για τον καταναλωτή πάντως δεν θα υπήρχε κάποια διαφορά.

Η επιδότηση της τιμής του ρεύματος κρίθηκε αναγκαία επειδή με τις αυξήσεις στο αέριο, η επίπτωση στους καταναλωτές θα ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί από νοικοκυριά με μικρά η μεσαία εισοδήματα. Μπορούν να επιδοτηθούν και άλλα προϊόντα όπως ζητά η αντιπολίτευση; Φυσικά, αρκεί να συμφωνήσουμε ποιος θα το πληρώσει. Για την ώρα δεν ξέρουμε ούτε καν πόσο θα κόστιζε να επιδοτηθούν κάποια προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Πολύ περισσότερο δεν μας έχει πει κανείς από πού θα βρεθούν τα χρήματα. Ποιοι φόροι θα πρέπει να αυξηθούν. Το μόνο που θα πρέπει να είναι εκτός συζήτησης πάντως, είναι τα δανεικά. Να μην επιτευχθούν δηλαδή οι στόχοι του προϋπολογισμού για το 2023. Η πανδημία, με τη συναίνεση της Ευρώπης, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεφύγουν τα ελλείμματα. Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης φέτος αλλά και ο πληθωρισμός, συνέβαλαν στο να μειωθεί εντυπωσιακά το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εξακολουθούμε ωστόσο να βρισκόμαστε σε μια πολύ λεπτή ισορροπία. Τα επιτόκια δανεισμού ανεβαίνουν κι όσο τα ελληνικά ομόλογα δεν μπαίνουν στην επενδυτική βαθμίδα η αβεβαιότητα για το αύριο της οικονομίας παραμένει αμείωτη. Με άλλα λόγια το κόστος της επιδότησης δεν είναι μόνο το άμεσο κόστος στον προϋπολογισμό. Αν θεωρηθεί ότι βγαίνουμε από τις προβλέψεις, το κόστος από τα υψηλότερα επιτόκια που μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο. Το πάθημα της Λιζ Τρας ήταν ιδιαίτερα διδακτικό. Κι αυτό για μια οικονομία όπως η αγγλική. Ας φανταστούμε την Ελλάδα. Φυσικά για την προεκλογική ατζέντα των κομμάτων όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Δεν παύουν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Αν μπούμε ξανά στη λογική λεφτά υπάρχουν το μέλλον μας είναι προδιαγεγραμμένο.

Μπροστά σε όλα αυτά, το καλάθι του νοικοκυριού είναι μια ελάχιστη προσπάθεια να μπει ένα φρένο στις επιπτώσεις του πληθωρισμού, όχι στον ίδιο τον πληθωρισμό. Απαντά, ή μάλλον προσπαθεί να απαντήσει, σε μια σημαντική ιδιαιτερότητα: ότι οι ρυθμοί του πληθωρισμού είναι διαφορετικοί για κατηγορίες των πολιτών. Άλλο το καλάθι του μέσου εργαζόμενου, άλλο το καλάθι του συνταξιούχου και άλλο το καλάθι ενός μεγαλοεισοδηματία. Η ΓΣΕΕ υπολόγισε ότι για το μέσο εργαζόμενο ο πληθωρισμός είναι της τάξεως του 40%. Ακόμα και αν ο αριθμός είναι υπερβολικός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίπτωση είναι δυσανάλογη για τους οικονομικά ασθενέστερους. Έτσι αν συγκρατηθούν οι αυξήσεις σε προϊόντα που απορροφούν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους, οι ευεργετικές συνέπειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι μπορεί να φανεί στον γενικό δείκτη των τιμών. Όσο και αν το κοροϊδεύουμε.