Πολιτικη & Οικονομια

Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος: μεταξύ αυταρχισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας

Η γεωπολιτική στον πολυδιαιρεμένο κόσμο και τι πρέπει να κάνουμε

Σώτη Τριανταφύλλου
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σύντομη ανάλυση της γεωπολιτικής κατάστασης: ο Ψυχρός Πόλεμος  στον πολυπολικό κόσμο και η ανάγκη της ήπιας δύναμης

Γράφω από μια πολύ μικρή γωνία του κόσμου, οπότε η άποψή μου για τα μεγάλα ερωτήματα είναι ασήμαντη — παρ’ όλ’ αυτά, να τα ερωτήματα: Είναι δυνατόν οι δυτικές χώρες να αποκτήσουν αυτάρκεια μέσα σε έναν κύκλο συμμάχων; Πώς μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε την αλληλεπίδρασή μας με διεφθαρμένα κράτη, με εχθρούς και frenemies; Εκτυλίσσεται ένας καινούργιος Ψυχρός Πόλεμος; Και ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία αυτής της παραδοχής; Θέλω να πω, τι αλλάζει αν δώσουμε ένα παλιό όνομα στη σημερινή παγκόσμια αταξία; Και πώς μπορούμε να διατηρήσουμε την ειρήνη εν μέσω πυρηνικών απειλών;

Οι τεράστιες ανάγκες μας στη Δύση, η πείνα μας για ενέργεια και ο εθισμός μας στα πράγματα, σε πάρα πολλά πράγματα, έχει καταλήξει στην εξάρτησή μας από αυταρχικά καθεστώτα —και, βεβαίως, στην εξάρτηση των αυταρχικών καθεστώτων από εμάς ως πελάτες. Δεν είναι κάτι καινούργιο· αλλά, εδώ και πολύ καιρό ονομάζαμε τον εφησυχασμό και την εθελοτυφλία Realpolitik. Οι γερμανικές λέξεις ακούγονται πλήρεις νοήματος, ιδιαίτερα αν τις προφέρει κάποιος σαν τον Χένρι Κίσιντζερ με ελαφρά προφορά Mitteleuropa. Εν πάση περιπτώσει, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μάς ταρακούνησε λίγο και το ΝΑΤΟ ξύπνησε μετά από μακρύ ύπνο. Τώρα πρέπει να δούμε καθαρά και να πάρουμε μερικές αποφάσεις. Με αυτή τη σειρά: να μην πάρουμε τις αποφάσεις και  ύστερα να δούμε καθαρά.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, το ΝΑΤΟ φάνηκε να αιωρείται στο κενό. Δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με τους επίμονους εχθρούς και τους ανταγωνιστές του, ούτε να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η Ρωσία, η Κίνα και το διεθνές Ισλάμ είναι πολύ πιο ολισθηρά από ό,τι ήταν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή η Σοβιετική Ένωση και οι δορυφόροι της. Για τέσσερις δεκαετίες, η Βορειοατλαντική Συμμαχία είχε την έμμονη ιδέα των Κόκκινων που θα εισέβαλλαν από τον Βορρά και την Ανατολή· μια ιδέα κάπως νοσηρή διότι εμπόδιζε την πρόσληψη και επεξεργασία κάθε άλλου προβλήματος. Έτσι, το ΝΑΤΟ συσσώρευσε γκάφες προσπαθώντας να συγκρατήσει τον κομμουνισμό: εφαρμόζοντας την τακτική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» προκάλεσε κάμποσες καταστροφές, μεταξύ των οποίων πιο θεαματικές ήταν η εισβολή στο Ιράκ και η επέμβαση στη Λιβύη. Υπήρξαν κι άλλες που πέρασαν στα ψιλά. Ο γενικός απολογισμός είναι κακοσχεδιασμένες και συγκεχυμένες αποστολές που απονομιμοποίησαν τη Συμμαχία τροφοδοτώντας την προπαγάνδα για το ότι ήταν μια μηχανή που καταβρόχθιζε τα χρήματα των φορολογουμένων επί δεκαετίες, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους βάσεις σε όλο τον κόσμο και να επιδίδονται σε σφαγές χωρίς καν να ενημερώνουν τους συμμάχους τους. Έτσι, αριστερά και ακροδεξιά συμφωνούν σήμερα ότι το ΝΑΤΟ, παρά την απερίσκεπτη διεύρυνσή του που δήθεν θα το αναζωογονούσε, είναι απηρχαιωμένο· του λείπει το όραμα. Φυσικά, για πολλούς ανθρώπους στην Ευρώπη και σε χώρες με έντονο αντιαμερικανικό αίσθημα, το ΝΑΤΟ ήταν ανέκαθεν ανεπιθύμητο, αλλά, τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο σκοπός του ήταν ξεκάθαρος. Όχι ότι δεν ήταν αμφιλεγόμενος και ο σκοπός· ήταν: για όποιον πιστεύει ότι ο περιορισμός του κομμουνισμού ήταν μια επιθυμητή πολιτική, δεν υπήρξαν μόνο αποτυχίες —όπως το Βιετνάμ— αλλά και κάποιες επιτυχίες, όπως η Ιαπωνία ή η Κορέα. Αντιθέτως, για όποιον πιστεύει ότι οι ΗΠΑ στάθηκαν εμπόδιο σε έναν κομμουνιστικό παράδεισο, προφανώς αντιλαμβάνονται την αμερικανική εξωτερική πολιτική ως σταθερά κακόβουλη. Αλλά, δεν είναι τόσο απλό. Όπως έχω γράψει πολλές φορές, η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι συχνότερα άστοχη ―έργο ανθρώπων που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τον κόσμο· που νομίζουν, π.χ., πως η Αφρική είναι χώρα― και σπανιότερα σκοπίμως κακοήθης.

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ εδώ και εκεί δεν σημαίνουν τίποτα περισσότερο από μια χούφτα στρατιώτες σε μακρινούς τόπους που βαριούνται μέχρι θανάτου, μερικές φορές στην κυριολεξία. Τα υποτιθέμενα δυτικά συμφέροντα δεν είχαν ποτέ άμεση σύνδεση ή αναλογία με τις στρατιωτικές δαπάνες στο πεδίο.  Με λίγα λόγια, η διαμάχη για το σπάταλο ΝΑΤΟ και για αν οι ευρωπαϊκές χώρες θα έπρεπε να επιδιώξουν στρατηγική αυτονομία δημιουργώντας περιφερειακές ενώσεις δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη.

Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ επιδείνωσε την ατμόσφαιρα, προωθώντας επιθετικά την αμερικανική υπεροχή —το σύνθημα Make American Great Again δίχασε ακόμη περισσότερο τη Δύση, μια ιδέα που ο Τραμπ δεν μπορούσε να συλλάβει: η επαρχιώτικη ρητορική και η αγαρμποσύνη του υπογράμμισαν ορισμένες πολύ πραγματικές διαφωνίες στο εσωτερικό της Δύσης, μαζί με τον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι ζούμε σε έναν κατακερματισμένο κόσμο με τέσσερις πόλους (τουλάχιστον τέσσερις): τη Δύση (το κομμάτι εκείνο του πλανήτη όπου υπάρχει δημοκρατία και κράτος δικαίου), τη Ρωσία, την Κίνα και το διεθνές Ισλάμ. Όλοι οι άλλοι παίκτες μπορεί να εμπίπτουν σε μια από αυτές τις κατηγορίες, ή να ταλαντεύονται σε μια γκρίζα ζώνη ή να είναι προς το παρόν ασήμαντοι. Αν προσδιορίσουμε τους ανταγωνιστές, τους εχθρούς και τους frenemies —και υπάρχει επιτακτική ανάγκη να το κάνουμε λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις διακρίσεις— η ενότητα της Δύσης θα αναδειχθεί ως ο πρωταρχικός μας στόχος και το ΝΑΤΟ είναι ο κατάλληλος θεσμός γι’ αυτήν. Ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν έχουμε την πολυτέλεια για εσωτερικές διαμάχες ή ασυνεπή συμπεριφορά όπως εκείνη που ανάγκασε τη Γαλλία να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος το 1966 (για να επιστρέψει σαράντα τρία χρόνια αργότερα) ή την Ελλάδα να απέχει από τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ στη δεκαετία του εβδομήντα — για πολύ σοβαρό λόγο.

Υπάρχουν πολλά εμπόδια σε αυτήν την απαραίτητη ενότητα: το πρώτο είναι ότι δεν έχουμε κατανοήσει ή συμφωνήσει πλήρως τη φύση και τη δυναμική της παγκόσμιας τάξης σήμερα· τη διαμόρφωσή της σε τέσσερις ξεχωριστές δυνάμεις αλλά σε δύο πόλους, σε δύο μείζονες πολιτικές και πολιτιστικές παρατάξεις: στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και στα αυταρχικά καθεστώτα. Το δεύτερο εμπόδιο είναι ότι η πολιτική America First, που σημαίνει America Only ή America on Top of Us, εκνευρίζει δικαίως εμάς τους Ευρωπαίους όπως και τον υπόλοιπο κόσμο: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κατεβάσει ούτε σε μια καλή ιδέα από τη δεκαετία του 1970· αν έχουν, δεν την έχω ακούσει και sorry about that. Ωστόσο, κραδαίνουν σημαίες και επιμένουν στο μονοπώλιο της παγκόσμιας ηγεμονίας σαν να τους ανήκει δικαιωματικά· σαν το παιδί που θέλει δικά του όλα τα παιχνίδια. Το τρίτο πρόβλημα είναι η προπαγάνδα γύρω από την υποτιθέμενη παρακμή της Δύσης, η οποία ενθαρρύνει τον δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό και ενισχύει τις αυταρχικές τάσεις στο εσωτερικό της. Δεν έχω χώρο να ασχοληθώ εδώ με αυτά τα θέματα ένα-ένα, τα οποία εμποδίζουν την ενότητα που θέλουμε και χρειαζόμαστε για την προστασία και την ανάπτυξή μας.

Να πως έχει η κατάσταση: οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών παραμένουν στάσιμοι, ενώ εκείνοι της Κίνας και άλλων αναδυόμενων δυνάμεων συνεχίζουν να τους ξεπερνούν, έστω και αν έχουν επιβραδυνθεί λίγο· οπότε, τίθεται το ερώτημα αν οι «υπόλοιποι» θα υπερφαλαγγίσουν τη Δύση. Η απάντηση είναι ναι, αν συνεχίσουμε να υπερτονίζουμε τις εσωτερικές μας ασυμφωνίες, να παραμελούμε την ασφάλεια των συνόρων μας, να δυσφημούμε τις εκλογικές δημοκρατίες και να διαστρεβλώνουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σε εκρήξεις πολιτικής ορθότητας. Αντιθέτως, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τις προσπάθειες υπονόμευσης αυτής της μερικής και εύθραυστης ενότητας: αυτόν τον καιρό η ενέργεια μπορεί να εργαλειοποιηθεί με σκοπό την υπονόμευση· η Ρωσία μπορεί να ευνοήσει μια ευρωπαϊκή χώρα έναντι μιας άλλης. Έτσι κι αλλιώς, οι περισσότερες χώρες, όπως είπα, αγαπούν την ενέργεια και τα εμπορεύματα περισσότερο από τους συμμάχους τους. Με λίγα λόγια, η ρωσική επιθετικότητα δεν εκδηλώνεται μόνο με πόλεμο δια πληρεξουσίου εναντίον της Δύσης και την προπαγάνδα που τον συνοδεύει: είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις όπως επιβάλλουμε κι εμείς. Δεν έχουμε το μονοπώλιο των κυρώσεων σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά ενώ η Ρωσία του Πούτιν πολύ επικίνδυνη για την παγκόσμια τάξη, η διεθνής της συμπεριφορά είναι επίσης μια ευκαιρία να κινητοποιηθούν οι Ευρωπαίοι, που έχουν γίνει τεμπέληδες και κακομαθημένοι, σε δύο επίπεδα: στην αποτίμηση των ευθυνών τους για τα σημερινά χάλια και στην εξισορρόπηση του απομονωτισμού και του παρεμβατισμού, που δεν συνιστά αποκλειστικά αμερικανικό δίλημμα.

Αν συμφωνήσουμε ότι αυτή η διαίρεση της διεθνούς κοινότητας σε ένα δημοκρατικό και ένα αυταρχικό «στρατόπεδο» —η λέξη δεν είναι ακριβής αλλά έχει χρησιμοποιηθεί επί πολλές δεκαετίες— κυριαρχεί και θα κυριαρχεί στη γεωπολιτική για τα επόμενα χρόνια, καλό είναι να αρχίσουμε να επιλέγουμε σε ποια hotspots μπορούμε να παρέμβουμε με το ένστικτο «fight or flight» και με κριτήριο την προώθηση των οικονομικών και πολιτισμικών μας συμφερόντων. Τα πολιτισμικά συμφέροντα έχουν υπαρξιακή σπουδαιότητα· τα οικονομικά όχι. Όσο για τα συμπλέγματα του σωτήρα ή του vigilante είναι αντιπαραγωγικά: τα τελευταία γαλλικά στρατεύματα έφυγαν από το Μάλι τον περασμένο μήνα μετά από μακρά περιπλάνηση στη Σαχάρα — αν και το τέλος ήταν άδοξο, έκαναν το σωστό. Έπρεπε να φύγουν. Όπου δεν ξέρουμε τι κάνουμε, πρέπει να αποχωρούμε.

Δεν εννοώ ότι η Δύση πρέπει να υποχωρήσει και να κλειστεί στον εαυτό της: αν κάνει κάτι τέτοιο, θα αφήσει πίσω της ένα κενό που μπορεί να καλυφθεί από τους χειρότερους εχθρούς μας. Περιορισμένες αλλά καλά μελετημένες και εκτελεσμένες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες: εύκολο να το λέει κανείς ιδιαίτερα όταν είναι έξω από τον χορό. Αλλά πρέπει έχουμε κατά νου ότι ούτε όσοι ήταν και είναι μέσα στον χορό λαμβάνοντας κρίσιμες αποφάσεις, π.χ. στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, επέδειξαν στρατηγική σοφία. Αντιθέτως, σε πολλές χώρες αποξένωσαν ακόμα περισσότερο τους τοπικούς πληθυσμούς και έριξαν λάδι στη φωτιά. Για να επεμβαίνουμε αποτελεσματικά όταν και όπου απαιτείται πρέπει να είμαστε αυτάρκεις μέσα στον κύκλο των συμμάχων μας, να αποφεύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις επαφές με τη Ρωσία, με τη Σαουδική Αραβία, με το Κατάρ ή την Τουρκία και να κάνουμε σαφή διάκριση μεταξύ εχθρών και ανταγωνιστών. Η Ρωσία στις μέρες μας είναι εχθρός, η Κίνα δεν είναι. Η Κίνα εξαρτάται από τον καταναλωτισμό μας, επομένως, προς το παρόν, είναι ένας ανταγωνιστής με τον οποίο είμαστε συνυφασμένοι: θα ήταν λάθος να κάνουμε την Κίνα εχθρό. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν απερίσκεπτος σε αυτό (και σε πολλά άλλα πράγματα φυσικά). Όσον αφορά τις ισλαμικές θεοκρατίες, οποιαδήποτε πίεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό τους μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα ή καθόλου αποτελέσματα. Οι προσπάθειες εξαγωγής της δημοκρατίας σε ισλαμικά εδάφη είναι μάταιη· κοστίζει πολύ ακριβά και βασίζεται στη δυτική αυταπάτη ότι όλοι οι λαοί μοιράζονται τις ίδιες αξίες και επιθυμίες.

Η καλύτερη μελέτη των αποδεκτών της δημοκρατίας και η κατάκτηση hearts and minds παρά εδαφών μπορεί να βοηθήσει στην υπόθεση της ειρήνης. Παντού η δημοκρατία επιβλήθηκε στην αρχή· και έγινε αποδεκτή μακροπρόθεσμα, επειδή τα άτομα συνειδητοποίησαν ότι ωφελούνταν από αυτήν. Και παντού η δημοκρατία έχει δεχθεί πίεση —ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινισμός ήταν ευρωπαϊκά φαινόμενα· ο σταλινισμός εξακολουθεί να επηρεάζει την ευρωπαϊκή αριστερά· ο φασισμός εμπνέει πολλούς κομματικούς σχηματισμούς. Η δημοκρατία δεν είναι εγγενής στη γεωγραφία ή στην ιστορία της Ευρώπης, αν και αποτελεί πλέον το εξ ορισμού πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, επαναλαμβάνω με άλλα λόγια: επιλέξαμε να μας επιβληθεί η «δημοκρατία». Άρα, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επιβληθεί σε άλλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις.

Για να γίνει αυτό σε πλαίσιο ειρήνης και συνεργασίας, υπάρχει ανάγκη επιλογής συμμάχων σε ιδεολογική και πολιτιστική βάση, όχι σε οικονομική. Για παράδειγμα, η περιοχή Ασία-Ειρηνικός είναι κρίσιμη για το μέλλον της παγκόσμιας τάξης και θα πρέπει να συνάψουμε σταθερές φιλίες. Υπάρχουν εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, εντάσεις μεταξύ της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας με την Κίνα και επίσης τώρα με τη Ρωσία, αφού η Ιαπωνία μοιράζεται σύνορα με τη Ρωσία. Αυτές οι χώρες εκφράζουν όλο και πιο έντονα την αντίθεσή τους στη Ρωσία και στην Κίνα. Δεδομένου ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία επηρεάζει αυτήν την περιοχή όσον αφορά τις προσπάθειες των δυτικών δυνάμεων να προωθήσουν τη δημοκρατία, υπάρχουν μερικά λεπτά σημεία που πρέπει να αξιοποιήσουμε: η Κίνα δεν αισθάνεται άνετα με τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, αν και η καρδιά της ανήκει προς τα εκεί· αλλά εφόσον η Κίνα είναι τώρα ο γίγαντας, και η Ρωσία είναι το κακότροπο τσιράκι, ίσως θα έπρεπε να είμαστε καλοί με την Κίνα για το καλό μας. Να αποφεύγουμε την αντικινεζική ρητορική και, όπως είπα, να εξάγουμε όσο περισσότερα πολιτιστικά προϊόντα είναι δυνατό. Υπό αυτή την έννοια η επίσκεψη της κυρίας Πελόζι στην Ταϊβάν ήταν ένα ακόμη φάουλ: συμπεριφορά ανακατώστρας.

Η ουσία είναι: ας ξεχωρίσουμε αυτούς που προσχωρούν στο δημοκρατικό στρατόπεδο και αυτούς μπορούν να παρασυρθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη Δύση, για παράδειγμα αντικαθιστώντας τις παραδόσεις όπλων από τη Ρωσία με όπλα από την Ευρώπη (η Ινδία θα μπορούσε να είναι καλός πελάτης). Δεν είναι όσο δύσκολο ακούγεται: η συμμαχία των δημοκρατιών αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας — είναι κάμποση γη και κάμποσοι άνθρωποι. Παραλλήλως, με τον στόχο να ελαχιστοποιήσουμε την αλληλεπίδρασή μας με αυταρχικές χώρες, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επανεξετάσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Αυτό δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί δεδομένο σε περιβάλλον καπιταλιστικής απληστίας, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η «άλλη πλευρά» το κάνει πιο εύκολο. Ακούστηκαν απειλές κατά επιχειρήσεων που σκόπευαν να αποχωρήσουν από τη Ρωσία, ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία θα κρατικοποιηθούν και ούτω καθεξής, επομένως, προφανώς, οι επιχειρήσεις ίσως θα σκέφτονται τώρα δύο φορές προτού επενδύσουν στη Ρωσία. Μερικές θα μπορούσαν επίσης να αποχωρήσουν από την Κίνα και να μετεγκατασταθούν σε πιο δημοκρατικές χώρες στην Ασία, ή στο Μεξικό ή στην Ανατολική Ευρώπη. Όλες οι επιχειρήσεις στο μέλλον θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ του δημοκρατικού και του αυταρχικού στρατοπέδου. Δεν λέω ότι θα το κάνουν, λέω ότι πρέπει να το κάνουν και ότι αν το κάνουν οι απώλειές τους δεν θα ήταν τόσο τρομερές όσο πιστεύουν τώρα.

Πολλές χώρες που βρίσκονται κάπου στη μέση αυτού του χάσματος έχουν εκτεταμένες συναλλαγές με τη Δύση. Μερικές καχεκτικές δημοκρατίες —Βενεζουέλα, Κούβα, Βραζιλία— είναι ρευστές· ίσως μπορούν να προσελκυσθούν. Αυτή η προσέλκυση είναι μια από τις προκλήσεις της τρέχουσας φάσης του Ψυχρού Πολέμου, αν έτσι ονομάζουμε το σημερινό χάος: η Ρωσία, η Κίνα και η Δύση αγωνίζονται να προσεταιριστούν τις αμφίθυμες χώρες. Είναι επίσης προς το συμφέρον μας να παρεμποδίσουμε την αυταρχική ενότητα —o Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Χσι Τζινπίνγκ μπορεί να έχουν τις διαφορές τους, αλλά μοιράζονται τον αντιδυτισμό και αψηφούν την επιρροή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην παγκόσμια σκηνή. Μη θεωρώντας ανοιχτά αυτές τις δύο δυνάμεις ως ένα μπλοκ και εφαρμόζοντας διαφοροποιημένη διπλωματία, θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε μια πολυπολικότητα που είναι πιο σταθερή από τη διπολικότητα, η οποία, σε αυτό το σημείο, μπορεί να οδηγήσει σε  θερμό πόλεμο. Κάποια αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητη από την πλευρά μας, αλλά είναι απαραίτητο να απαλλαγούμε από τη φαιδρή πλέον επιδίωξη της μονοπολικότητας κι από τη συγκαταβατική στάση, την υπεροψία που κάνει τη Δύση τόσο αντιπαθητική. Ως ισχυρή οικονομική και στρατιωτική δύναμη αλλά επίσης ως η καλύτερη ιδέα που απευθύνεται σε δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να επηρεάσουμε τις νοοτροπίες μέσω της διάδοσης δημοκρατικών αξιών καθώς και μέσω μιας αποτελεσματικής απάντησης στην προπαγάνδα για τη δυτική παρακμή. Όπως και κατά τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο, το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας είναι ότι έχουμε την καλύτερη εναλλακτική να προσφέρουμε στους ανθρώπους.

Πολλοί αναλυτές δεν προφέρουν τις λέξεις «Ψυχρός πόλεμος» από φόβο μήπως πραγματοποιηθεί. Αλλά πώς αλλιώς μπορούμε να ορίσουμε τη διελκυστίνδα μεταξύ αυταρχισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας όταν μάλιστα εκτοξεύονται πυρηνικές απειλές με τόσο μπρίο; Αν ορίσουμε τους ψυχρούς πολέμους ως παρατεταμένους διεθνείς ανταγωνισμούς, είναι τόσο παλιοί όσο και η ίδια η ιστορία, ακόμα κι αν κάθε φορά το πλαίσιο είναι διαφορετικό. Οπότε, υποθέτω, ότι βιώνουμε έναν πολύ πραγματικό Ψυχρό Πόλεμο, πολυπολικό αυτή τη φορά. Παρότι ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν «επιζητούν έναν νέο ψυχρό πόλεμο ή έναν κόσμο χωρισμένο σε αντίθετα στρατόπεδα», η γεωπολιτική πραγματικότητα είναι ζοφερή και υπάρχει τόση ένταση που μπορεί να εκμηδενίσει οποιαδήποτε υπολείμματα καλής πίστης ακόμη και μπροστά σε κοινές υπαρξιακές προκλήσεις. Η αποφυγή επώδυνων όρων του παρελθόντος ―όπως είπα, έχουμε εξασκηθεί στην εθελοτυφλία― δεν θα μας βοηθήσει να δούμε τι κάναμε λάθος, ποιες ευκαιρίες χάσαμε στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου, πώς συμβάλαμε στον εκφυλισμό των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας σχέσεις μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και πώς αποτύχαμε να επαναπροσανατολίσουμε την πολιτική μας από τον περιορισμό του κομμουνισμού στον περιορισμό των απολυταρχιών, της ισλαμικής διείσδυσης και τρομοκρατίας. Έχοντας υποτιμήσει την οικονομική ανισότητα, τον θρησκευτικό φανατισμό, τον εθνικισμό και τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στα ανόμοια καθεστώτα μετά το τέλος του Πρώτου Ψυχρού Πολέμου, το μυστήριο δεν είναι γιατί αντιμετωπίζουμε σήμερα αυτές οι απειλές αλλά το πώς πιστεύαμε ότι μια διαφορετική έκβαση ήταν δυνατή. Μια λιγότερο παραληρητική θέαση του κόσμου θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες πιθανότητες αποφυγής της καταστροφής.

Αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου πρέπει να δούμε τις διαφορές από τον παλιό σε ένα παγκοσμιοποιημένο και διασυνδεδεμένο πλαίσιο, και να ασχοληθούμε με τα παγκόσμια προβλήματα —φτώχεια, ανισότητα,  φονταμενταλισμό― όχι να εμπλακούμε σε πολέμους χωρίς νικητές. Πολλοί αναλυτές υποτιμούν τον ρόλο της ιδεολογίας σήμερα, σε σύγκριση με την εξέχουσα θέση της κατά τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο. Δεν συμφωνώ καθόλου. Νομίζω ότι η υποτίμηση της ιδεολογίας μάς κάνει ηθικά και πολιτισμικά ίσους με τους τυράννους. Υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ δυτικών αξιών και αυταρχικών δογμάτων. Η ιδεολογική μάχη σήμερα μπορεί να μην είναι ο μαρξισμός εναντίον του φιλελευθερισμού, αλλά η σύγκρουση των πολιτισμών βασίζεται εξ ορισμού σε διαφορετικές προσλήψεις του κόσμου· δεν θα μπορούσε να βασίζεται σε τίποτε άλλο. Τα κινεζικά προϊόντα έχουν πλημμυρίσει τον πλανήτη — αλλά είναι αντικείμενα, δεν είναι πολιτισμός. Μόνο οι δυτικές χώρες και οι χώρες που έχουν εφαρμόσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το δημοκρατικό σύστημα παράγουν και εξάγουν πολιτιστικά αγαθά. Συχνά, οι χειρότερες συνήθειες, οι τάσεις και οι μανίες εξάγονται επίσης, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα γι’ αυτή την παράπλευρη ζημιά· προς το παρόν, τουλάχιστον.

Συμπέρασμα: απαιτούνται συμβιβασμοί σε όλες τις κατευθύνσεις. Όταν η Ρωσία κραδαίνει μια πυρηνική απειλή και την εννοεί, εμείς, η Δύση, η Ουκρανία, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κάποιες τακτικές παραχωρήσεις. Ίσως η Ουκρανία αναγκαατεί να παραχωρήσει «κάτι» στη Ρωσία προτού η Ρωσία την ισοπεδώσει. Το μετά μιας τέτοιας ρωσικής νίκης θα είναι πολύ πικρό με οικονομική και διπλωματική απομόνωση: η Ρωσία θα δυσκολευτεί πολύ να συμφιλιωθεί με τον κόσμο. Αλλά ακόμα κι αν η Ουκρανία «νικήσει» δεν θα έχει νικήσει: μια ταπεινωμένη Ρωσία θα είναι ολέθρια για όλους μας. Η μοναδική ελπίδα να επιτευχθεί δίκαιη ειρήνη χωρίς παραχωρήσεις είναι να καταρρεύσει το καθεστώς του Πούτιν· αλλά,  δεν είμαι πολύ αισιόδοξη πάνω σ’ αυτό. Όσο για την εξωτερική πολιτική της Δύσης θα πρέπει πιθανώς να συνοψίζεται σε αρχή μη επέμβασης και ελεύθερου εμπορίου ―όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή― με ταυτόχρονη έκθεση μεγάλων πληθυσμών στα πολιτιστικά προϊόντα, στις φιλελεύθερες, οικουμενικές δυτικές αξίες· με λίγα λόγια, soft power ξανά και ξανά. Υπό την προϋπόθεση ότι εμείς οι ίδιοι παραμένουμε πιστοί σε αυτές τις αξίες.