Πολιτικη & Οικονομια

Αναζητούν οι Ευρωπαίοι τις λύσεις στα άκρα και στον εθνικισμό;

Τα ακόμη νωπά διδάγματα της Ιστορίας απαιτούν σύνεση και ωριμότητα στις πολιτικές επιλογές, προς αποφυγήν των επικίνδυνων εκτροπών, που ποτέ δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αδύνατες.

Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 842
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και η υπαναχώρηση των εκλογέων σε φαινομενικά εύκολες λύσεις.

Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στο ευρωπαϊκό έδαφος έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία και αντιδράσεις. Ορισμένοι αναλυτές μιλούν για σημαντικές αλλαγές στις ισορροπίες δυνάμεων, υπογραμμίζοντας πως το έως τώρα status quo των πολιτικών δρώντων εμφανίζει ενδείξεις ανατροπής πανευρωπαϊκά. Πιο πρόσφατη περίπτωση αποτελούν οι εκλογές στην Ιταλία, όμως το πιο αναπάντεχο αποτέλεσμα, που συνέβαλε με τη σειρά του στη δόμηση ενός μοτίβου στις ευρωπαϊκές εκλογικές αρένες, είναι εκείνο των εκλογών στη Σουηδία.

Στις εκλογές της 11ης Σεπτεμβρίου ο σουηδικός λαός έδωσε λίγο πάνω από το 20% των ψήφων του στους «Σουηδούς Δημοκράτες». Το κατεξοχήν ακροδεξιό κόμμα της χώρας είχε σε όλη την προεκλογική αναμέτρηση στο επίκεντρο της ατζέντας του την αντιμεταναστευτική ρητορική, την απόρριψη της πολυπολιτισμικότητας ως μοχλού προόδου και ευημερίας, και τη μεταστροφή των πολιτικών προτεραιοτήτων στα πρότυπα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το κόμμα ήρθε δεύτερο στις εκλογές, και προς το παρόν παραμένει παραγκωνισμένο από την εξουσία, ωστόσο το γεγονός ότι ξεπέρασε με διαφορά όλα τα «παραδοσιακά» κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί από τα στελέχη του μεγάλη νίκη.

Στις σκανδιναβικές χώρες η παρουσία ακροδεξιών μορφωμάτων δεν είναι κάτι νέο. Δανία, Φινλανδία και Νορβηγία έχουν δει ήδη κόμματα αντίστοιχου ιδεολογικού προσανατολισμού εντός των κοινοβουλίων τους, επιβεβαιώνοντας μια εσωτερικευμένη πολιτική τάση, η οποία, καθότι δεν εκφραζόταν σε ευρεία κλίμακα, φυτοζωούσε με λίγες έδρες και την υποστήριξη σχετικά μικρών φανατικών ομάδων ύστερα από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Η περίπτωση της Σουηδίας όμως, η οποία έχει εδώ και χρόνια καταστήσει τον εαυτό της προπύργιο της Σοσιαλδημοκρατίας, του κράτους πρόνοιας, της ανοχής στη διαφορετικότητα, της πολυπολιτισμικότητας και των πράσινων πολιτικών, είναι αναπόφευκτα ξεχωριστή. Η χώρα που έρχεται πάντοτε πρώτη στις έρευνες της Ε.Ε. για τις μεταϋλιστικές της ανησυχίες και πολιτικές, φαίνεται και αυτή με τη σειρά της να βιώνει έναν αξιακό κλονισμό. Μπορεί οι «Σουηδοί Δημοκράτες» να είδαν τα πρώτα σημάδια εκλογικής ανόδου λίγο μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008, ωστόσο καίριο ρόλο έπαιξαν τα πρόσφατα διαδοχικά περιστατικά εγκληματικότητας σε κοινότητες μεταναστών, τα οποία προκάλεσαν ανησυχία στους Σουηδούς εκλογείς, με την ανησυχία να μετουσιώνεται σε αίτημα η μεταναστευτική κρατική πολιτική να επανεξεταστεί συνολικά.

Τι συμβαίνει όταν η χώρα που έχει υπάρξει η πιο σίγουρη για το σοσιαλιστικό πολυπολιτισμικό της αφήγημα δείχνει πως θέλει να κάνει ένα βήμα πίσω, και με μία ίσως παρορμητική εκλογική συμπεριφορά, να αναθεωρεί θέσεις ταυτισμένες με το κοινωνικο-πολιτικό της είναι; Όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν πρόσφατα εκλογές επίσης ανέδειξαν παρόμοιες ροπές προς τα άκρα. Από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία μέχρι την Ιταλία σήμερα, η πρόδηλη υποστήριξη στην Ακροδεξιά με αντισυστημικά ή εθνικιστικά στοιχεία αποτελεί σημείο των καιρών. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις ξυπνούν αντανακλαστικά που σε περιόδους ευημερίας μένουν σε λανθάνουσα κατάσταση, και η αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος έχει βιώσει το προηγούμενο διάστημα σφοδρές μεταβολές σε όλα τα πεδία. Την έξοδο από τη μεγάλη οικονομική κρίση ήρθε να ακολουθήσει η πανδημία του κορωνοϊού, η οποία, αν και συνεχίζει να υφίσταται, επικαλύφθηκε από τη γεωπολιτική αναταραχή της ρωσικής εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία. Ο ευρωπαϊκός κόσμος ζει τα τελευταία χρόνια σε καθεστώς γενικευμένης αβεβαιότητας και ανατροπών, επομένως το να αποδοθούν οι πολιτικές του επιλογές σε αμιγώς οικονομικούς παράγοντες ή σε μία αψυχολόγητη ροπή προς τον εξτρεμισμό δεν απηχεί την πλήρη εικόνα.

Η υπαναχώρηση των εκλογέων σε φαινομενικά εύκολες λύσεις και απαντήσεις, όπως αυτές συχνά παρουσιάζονται από τις ακραίες δυνάμεις μαζί με την υπόσχεση απόσχισης από το παγκοσμιοποιημένο πολυπολιτισμικό περιβάλλον, φανερώνει την επιθυμία στροφής στον εθνικισμό, την απαίτηση να δώσουμε προτεραιότητα «στα του οίκου μας», προτού να είναι πολύ αργά. Η δημοσιογράφος και ιστορικός Αν Άπλμπαουμ έχει γράψει πως το μείζον πρόβλημα με την άνοδο του εθνικισμού στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι ότι συμβαίνει με την επικράτηση της στρεβλής εκδοχής του. Δεν γινόμαστε δηλαδή μάρτυρες της ανόδου ενός πατριωτικού εθνικισμού, με κεντρικό άξονα θετικά αισθήματα, την αγάπη για την πατρίδα, τη δόμηση κοινών στόχων και ισχυρών πολιτικών θεσμών που θα υπηρετούν τις κλασικές φιλελεύθερες αξίες. Αντιθέτως, βιώνουμε την ενίσχυση ενός εθνικισμού «παλιάς κοπής», όπως η ίδια τον αποκαλεί, εμποτισμένο από τη μισαλλοδοξία, τον νατιβισμό και τον σοβινισμό. Η υπόρρητη ψυχολογική ανάγκη εύρεσης ενός «εχθρού», στον οποίο θα μπορούν να αποδοθούν μονομιάς όλα τα κρίματα και οι δυσκολίες, αποτελούσε ανέκαθεν δημαγωγικό εργαλείο των ακραίων στοιχείων. Ο πατριωτικός εθνικισμός, το αίσθημα συνειδητής αγάπης για την πατρίδα, στηριγμένο σε πραγματιστικά στοιχεία, όπως είναι ο τόπος και η Ιστορία, και όχι στην τυφλή τυπολατρία, συνιστά σύνθετη πολιτική άσκηση, η οποία για να ευοδωθεί απαιτεί χρόνο και προσπάθεια, και άρα δεν ανταποκρίνεται στις λαϊκίστικες επιταγές των άκρων.

Η Γηραιά Ήπειρος βιώνει μία δύσκολη περίοδο και αρκετές από τις έως τώρα σταθερές μοιάζουν να καταρρέουν, σκιαγραφώντας ένα αναδυόμενο πολιτικό τοπίο το οποίο εδράζεται στην ανάγκη να βρεθούν νέες βεβαιότητες προς αντικατάσταση των παλαιών. Στην αυτοβιογραφία του «Ο κόσμος του χθες», ο Στέφαν Τσβάιχ αποτυπώνει γλαφυρά τη μετάβαση της Ευρώπης από το μεγαλείο της Μπελ Επόκ στη δίνη των δύο παγκοσμίων πολέμων που ακολούθησαν. Αναδεικνύει πως οι περισσότεροι νέοι της εποχής έμεναν προσηλωμένοι σε έναν γενικευμένο ιδεαλισμό με μία αφελή αίσθηση αισιοδοξίας, σαν η πρόοδος να αποτελεί φυσικό επακόλουθο της ιστορικής συνέχειας, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι πραγματικά λάμβανε χώρα γύρω τους. Σήμερα, οι εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα μοιάζουν πιο ελκυστικές από ποτέ, όμως τα ακόμη νωπά διδάγματα της Ιστορίας απαιτούν σύνεση και ωριμότητα στις πολιτικές επιλογές, προς αποφυγήν των επικίνδυνων εκτροπών, που ποτέ δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αδύνατες.