Πολιτικη & Οικονομια

Το μνημόνιο τώρα δικαιώνεται;

Ποια από τις δύο στρατηγικές θα επικρατήσει, δεν το ξέρουμε, θα το μάθουμε ίσως μετά τις εκλογές

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι δύο πλευρές της εφαρμογής των μνημονίων στην Ελλάδα και οι δύο στρατηγικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Πίσω στο μακρινό 2011, σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους των μνημονίων, προσπαθούσα να πείσω έναν γερμανό δημοσιογράφο ότι η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει. Να βγει από την κρίση αλλά και να παραμείνει στο ευρώ. Αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο. Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι, αντίθετα από την Πορτογαλία, η Ελλάδα ήταν μια χώρα με πολύ λίγες εξαγωγές. Ήταν αναγκασμένη να δανείζεται για να κάνει τις εισαγωγές που είχε ανάγκη. Αυτό, χωρίς να μπούμε σε τεχνικά ζητήματα, σήμαινε πρακτικά ότι δεν θα μπορούσε να βρει τα χρήματα για να αποπληρώσει το χρέος της.

Δέκα χρόνια αργότερα η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Με δυο λόγια, οι εξαγωγές σαν ποσοστό του ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί. Από 22% που ήταν το 2010 ξεπέρασαν το 40% την περασμένη χρονιά. Φέτος αναμένεται να αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Το πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι δεν μιλάμε πια μόνο για τον τουρισμό αλλά για εξαγωγές προϊόντων που παράγουμε. Και αυτές έχουν υπερδιπλασιαστεί. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το ότι ένα σημαντικό μέρος τους αφορά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας! Είναι σαν να μιλάμε για μια τελείως διαφορετική χώρα η οποία έχει υιοθετήσει ένα εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης στη θέση μιας οικονομίας που στηριζόταν στις κρατικές δαπάνες και τον δανεισμό.

Προφανώς έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να καταλάβουμε το γιατί. Όλα δείχνουν ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν η μεγάλη μείωση των μισθών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ήταν ο βασικός λόγος που βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αντιθέτως σχεδόν όλη αυτή την δεκαετία η παραγωγικότητα παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη καθώς είχαμε καθίζηση των επενδύσεων. Το πώς και το γιατί της μείωσης το ξέρουμε πολύ καλά. Με νομοθετικές παρεμβάσεις αποφασίστηκε η περικοπή των επιδομάτων και  του κατώτατου μισθού ο οποίος αφορά το ένα πέμπτο όσων εργάζονται με μόνιμη απασχόληση και περίπου το 50% όσων απασχολούνται με μερική. Και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις  έναντι των εργαζομένων. Τέτοιες ήταν για παράδειγμα, η μείωση των αποζημιώσεων και των προϋποθέσεων για τις απολύσεις αλλά και η υποβάθμιση των συλλογικών έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας. Αθροιστικά όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα μια μείωση στο κόστος εργασίας της τάξεως του 20%.

Κατ αυτή την έννοια το άλμα στις εξαγωγές αποτελεί και τη δικαίωση των μνημονίων. Ο στόχος της «εσωτερικής υποτίμησης», όπως κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται η μείωση των μισθών, ήταν ακριβώς αυτός. Να βελτιωθεί δηλαδή η ανταγωνιστικότητα και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας. Επιτεύχθηκε απλώς με μια χρονοκαθυστέρηση δεκαετίας καθώς οι αρχικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ στηρίζονταν σε απόλυτα εξωπραγματικές υποθέσεις για την επίδραση των μεταρρυθμίσεων και τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Η άλλη πλευρά της εικόνας βέβαια είναι η συσσώρευση της οργής στην ελληνική κοινωνία, ιδίως στα τμήματα του πληθυσμού που πλήγηκαν περισσότερο. Στους άνεργους, που βρέθηκαν επί ξύλου κρεμάμενοι και οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν το 12% των πολιτών, στους νέους με το διπλό πρόβλημα της ανεργίας και των χαμηλών μισθών αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης που ξαφνικά, μετά από δεκαετίες προόδου και κοινωνικής ανέλιξης, βρέθηκε αντιμέτωπη με την προοπτική οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης. 

Το ερώτημα είναι αν και ως πότε μπορεί να διατηρηθεί μια τέτοια στρατηγική χαμηλού κόστους. Είναι ασφαλώς θετικό ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ανάκαμψη των επενδύσεων. Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει το ότι έχουμε, όπως επισήμανε στην Καθημερινή ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Μιχάλης Αργυρός, μια όχι ευκαταφρόνητη αύξηση στις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας. Με άλλα λόγια μπορούμε να προσδοκούμε αύξηση της παραγωγικότητας που θα επιτρέψει αυξήσεις στους μισθούς χωρίς να πληγεί η ανταγωνιστικότητα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι όπως και τα μνημόνια έτσι και οι επενδύσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου.

Έχουμε απάντηση σε αυτό; Στην πραγματικότητα έχουμε μπροστά μας δύο στρατηγικές. Η πρώτη, η αριστερή, έχει στόχο την αύξηση των μισθών και την ακύρωση των μεταρρυθμίσεων που διευκόλυναν τις επιχειρήσεις και περιόριζαν την ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη ήταν σαφής όταν επιτέθηκε στα μέτρα για την «ελαστικοποίηση» της εργασίας. Το πλεονέκτημά της είναι ότι έχει άμεσα χειροπιαστά αποτελέσματα. Ικανοποιεί το αίτημα για την απόλυτα αναγκαία αναδιανομή των εισοδημάτων. Είναι πιο πιθανό δηλαδή να επιτύχει την αναγκαία κοινωνική συναίνεση. Ο μεγάλος κίνδυνος όμως είναι να επαναλάβουμε τα λάθη της πρώτης δεκαετίας του 2000, όταν τα εισοδήματα αυξήθηκαν πέρα από τις αντοχές της οικονομίας. Είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να χάσουμε όλα όσα κερδίσαμε τη δεύτερη δεκαετία. Ιδίως αν οι αυξήσεις συνοδευτούν με μέτρα προστασίας τα οποία στην πράξη θα αποτελέσουν αντικίνητρο για επενδύσεις. Ακόμα και η αριστερά πάντως έχει πια καταλάβει ότι η λύση δεν είναι οι δημόσιες δαπάνες και τα ελλείμματα. Πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις η χώρα είναι καταδικασμένη. Το ερώτημα είναι αν έχει σοβαρή πολιτική γι’ αυτές, πέρα από τη φιλολογία για τους «μικρομεσαίους».

Στον αντίποδα είναι η στρατηγική της κυβέρνησης όπου το βάρος πέφτει στη διατήρηση του χαμηλού κόστους εργασίας και της ανταγωνιστικότητας και στη συνεχόμενη  παροχή κινήτρων για επενδύσεις. Στο μέτρο που αυτά βοηθούν την ανάπτυξη και κατά συνέπεια τα δημόσια οικονομικά, οι όποιες κινήσεις αναδιανομής περνάνε κυρίως μέσα από τη μείωση της φορολογίας, την βελτίωση των παροχών και τον εξορθολογισμό του κράτους. Αυτό που σε μεγάλο βαθμό έχει πετύχει σήμερα με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η χώρα που έχει ξοδέψει τα περισσότερα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, για την στήριξη των πολιτών. To πρόβλημα με αυτή την πολιτική είναι ότι πολλοί ευνοούνται ελάχιστα από τη φορολογία ενώ ο εξορθολογισμός είναι κι αυτός κάπως σαν τα μνημόνια: αργεί να αποδώσει και επιπλέον δεν είναι πάντα σαφές ποιους ευνοεί και ποιους όχι. Έτσι αντιμετωπίζει μεγαλύτερες κοινωνικές αντιστάσεις.

Ποια από τις δύο στρατηγικές θα επικρατήσει, δεν το ξέρουμε, θα το μάθουμε ίσως μετά τις εκλογές. Θα εξαρτηθεί και από τη στάση που θα κρατήσει το ΠΑΣΟΚ. Για την ώρα λέει πολλά και ενδιαφέροντα. Για τα λίγα και σημαντικά θα χρειαστεί να περιμένουμε.