- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ιταλία: Τι θα κάνει ο «μεσαίος χώρος»;
Πέρα από τις φιλοδοξίες για το επόμενο νομοθετικό σώμα, η συγκολλητική ουσία που κρατά ενωμένα τα ιταλικά κεντρώα κόμματα είναι μια τεχνοκρατική προσέγγιση της πολιτικής
Ιταλία: Η αμηχανία του κεντρώου χώρου και το τεχνοκρατικό αδιέξοδο.
Καθώς πλησιάζει η μέρα των ιταλικών εκλογών —στις 24 του μηνός— ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να καλύψουν τον χώρο μεταξύ των δύο βασικών συνασπισμών. Από την εφαρμογή ενός ημι-πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, ευνόησε τη δημιουργία συνασπισμών στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, μεμονωμένοι ηγέτες προσπάθησαν να προσελκύσουν τους μετριοπαθείς, κεντρώους, ψηφοφόρους οι οποίοι δεν αισθάνονται άνετα με τις υπάρχουσες πλατφόρμες. Μέχρι τώρα αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν να εξασφαλίσουν κρίσιμη μάζα, οδηγώντας σε κατακερματισμό και σε πολλές περιπτώσεις σε διάλυση των δύο βασικών πόλων αμέσως μετά την εκλογική αναμέτρηση.
Η καινοτομία αυτή τη φορά είναι ότι οι δύο ηγέτες πίσω από το «terzo polo» έχουν υπάρξει στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και κατείχαν σημαντικές θέσεις: ο Mατέο Ρέντσι, γραμματέας του κόμματος και πρωθυπουργός από το 2014 μέχρι το 2016, και ο Κάρλο Καλέντα, υπουργός ανάπτυξης σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις. Στη συνέχεια και οι δύο δημιούργησαν καινούργιους σχηματισμούς των οποίων ηγήθηκαν ―άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιταλικής πολιτικής από τότε που ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφτιαξε τη Forza Italia «του»― και, μαζί με το PD, στήριξαν την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι.
Με σχεδόν το 40% των κοινοβουλευτικών εδρών να εκχωρούνται σε πρωτοβάθμιες, μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, η έλλειψη συμφωνίας για την κεντροαριστερά του πολιτικού φάσματος και η δημιουργία αυτού του τρίτου πόλου δίνει περαιτέρω πλεονέκτημα στα δεξιά κόμματα και στις δεξιές πτέρυγες, που είχαν ανέκαθεν περισσότερη προθυμία και ευελιξία στη δημιουργία εκλογικών συσπειρώσεων. Κατά την τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο, οι δεξιοί σχηματισμοί, αν και διαφωνούσαν όταν επρόκειτο να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις στις τρεις κυβερνήσεις που ανέλαβαν εναλλάξ, κατέληξαν σε εκλογική συμφωνία μόλις μία εβδομάδα μετά την πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι τον Ιούλιο. Η αριστερά είναι ανίκανη για τέτοιες προσεγγίσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη το ισχυρό προβάδισμα των δεξιών κομμάτων στις δημοσκοπήσεις, η μέγιστη φιλοδοξία του κεντρώου πόλου είναι σήμερα να καταστεί απαραίτητος για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην οποία θα κυριαρχούν οι Αδελφοί της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι. Ωστόσο, αν και αυτό θα εξασφάλιζε πιθανώς υπουργική θέση για τους επικεφαλής των κομμάτων, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τον πολιτικό προσανατολισμό της κυβέρνησης που θα αναδειχθεί στις 25 Σεπτεμβρίου.
Πέρα από τις φιλοδοξίες για το επόμενο νομοθετικό σώμα, η συγκολλητική ουσία που κρατά ενωμένα τα ιταλικά κεντρώα κόμματα είναι μια τεχνοκρατική προσέγγιση της πολιτικής. Το σύστημα δεν θεωρείται κατεστραμμένο ή ελαττωματικό από τη ρίζα του: οι περισσότεροι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι αρκούν μικρές τροποποιήσεις. Οι τεχνοκράτες δεν αναγνωρίζουν ηθικές ή πολιτικές συγκρούσεις αλλά κάνουν λόγο πρακτικά προβλήματα που απαιτούν πρακτικές λύσεις. Στον περίπλοκο κόσμο όπου ζούμε, μάλλον αυτή η υπεραισιοδοξία είναι λανθασμένη: οποιαδήποτε απόφαση φορολογικής, εμπορικής, βιομηχανικής ή ενεργειακής πολιτικής έχει σημαντικές διανεμητικές συνέπειες μεταξύ κοινωνικών ομάδων, περιοχών, κρατών και ακόμη και γενεών. Η εκτίμηση των αποτελεσμάτων και ο προσδιορισμός των «σωστών» λύσεων βασίζεται σε υποθέσεις ευημερίας και αξιολογικές κρίσεις, τις οποίες οι τεχνοκράτες δεν θίγουν καν. Το κύριο δόγμα τους, το καλυμμένο ιδεολογικό τους θεμέλιο, είναι ένα όραμα υπέρ της αγοράς — και δεν είναι τυχαίο ότι το μοιράζονται σημαντικοί ηγέτες από την αριστερά του φάσματος, όπως ο Ρέντσι και ο Καλέντα.
Στο αποκορύφωμά του, το κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας το στήριξαν τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι προοδευτικοί, αργότερα όμως προοδευτικοί πολιτικοί όπως ο Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και ο Μπιλ Κλίντον στις Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που είχαν ξεκινήσει οι συντηρητικοί προκάτοχοί τους μετά την παρακμή του κεϋνσιανισμού. Στην περίπτωση της Ιταλίας, που βρισκόταν για πάνω τέσσερις δεκαετίες στον αστερισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος, το βασικό κόμμα της αριστεράς ασπάστηκε θέσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης, η αγορά φάνηκε ως αξιόπιστη επιλογή για τη διακυβέρνηση της χώρας και την επιδίωξη της ευημερίας για τους περισσοτέρους.
Με λίγα λόγια, ίσως η ζωή των Ιταλών να βελτιωθεί με κάποιες μεταρρυθμίσεις τεχνοκρατικού τύπου, αλλά τα προαιώνια προβλήματα της χώρας ―η ανισορροπία Βορρά-Νότου, το υπερβολικό βάρος της Εκκλησίας, η μαφία, η μετανάστευση― δεν πρόκειται να λυθούν. Για να λυθούν σε βάθος χρόνου χρειάζεται ένα όραμα σε βάθος χρόνου, όχι μόνο λογιστική δεξιοτεχνία. Αν και η απόσυρση της στήριξης του Νράγκι εκ μέρους του Κινήματος των 5 Αστέρων έγινε με μια αφορμή που μπορεί κανείς να περιφρονήσει, η βαθύτερη αιτία είναι αυτή η απουσία οράματος για την Ιταλία.