Πολιτικη & Οικονομια

Στο όνομα της φιλελεύθερης δημοκρατίας

Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άδραξαν την ευκαιρία για να ξετυλίξουν την προεκλογική τους στρατηγική

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για τις παρακολουθήσεις, η στάση της κυβέρνησης, η στρατηγική του πρωθυπουργού και οι αντιδράσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ.

Όσοι ανησύχησαν με τις πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων κάθε άλλο παρά καθησυχάστηκαν παρακολουθώντας τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Κοινή δημοκρατική απαίτηση όλων ήταν ο διάλογος να περιστραφεί γύρω από τη διερεύνηση των αιτίων που δημιούργησαν το πρόβλημα καθώς και την προστασία του δικαιώματος στην ελεύθερη από ανεπιθύμητες «επισυνδέσεις» επικοινωνία, όταν δεν συντρέχουν ουσιαστικοί και τεκμηριωμένοι λόγοι εθνικής ασφάλειας. Η συζήτηση δεν ασχολήθηκε παρά προσχηματικά και με τα δύο αυτά ζητήματα.

Αντίθετα, οι «επισυνδέσεις» αποδείχτηκαν τελικά το εφαλτήριο για την κοινοβουλευτική έναρξη μιας προεκλογικής περιόδου που όλοι σπεύδουν να καταγγείλουν ως τοξική ενώ στην πράξη συνεχίζουν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά της πόλωσης. Επί της ουσίας, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άδραξαν την ευκαιρία για να ξετυλίξουν την προεκλογική τους στρατηγική αναδεικνύοντας τις προτεραιότητες και τους στόχους τους. Αν στη συνέχεια που θα δοθεί, τόσο στην «επιτροπή θεσμών και διαφάνειας» όσο και στην «εξεταστική επιτροπή» επικρατήσει η ίδια δημοσκοπική λογική, τότε η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει από μια διαδικασία που θα μπορούσε -και έπρεπε- να έχει θετική κατάληξη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέπτυξε τη στρατηγική της αυτοδυναμίας, στην οποία από καιρό είχε καταλήξει. Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έχει κάθε δικαίωμα να ταυτίζει την πολιτική σταθερότητα με μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του κόμματός του και να την επιδιώξει εκλογικά. Για να το πετύχει όμως αυτό, χρειάστηκε να στριμώξει για δεύτερη φορά στην ίδια «αριστερή πολυκατοικία» το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, προειδοποιώντας ουσιαστικά τους κεντρώους ψηφοφόρους: «Προσέξτε μήπως ψηφίζοντας Ανδρουλάκη σας βγει Τσίπρας». Με τον τρόπο ανέλαβε το ρίσκο αλλά και τις ενδεχόμενες συνέπειες ενός πολιτικού εκβιασμού.

Για ποιο λόγο συνεχίζει ο πρωθυπουργός να σπρώχνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που η πλειονότητα των ψηφοφόρων του τάσσεται, σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, υπέρ της συνεργασίας με τη ΝΔ; Την ώρα μάλιστα που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συνεχίζει να διαχωρίζει δημόσια τη θέση της από τη λαϊκιστική Αριστερά και να απορρίπτει τα σενάρια της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Γιατί επιμένει να στρώνει ο ίδιος τον δρόμο μιας τέτοιας διακυβέρνησης; Να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι αργά ή γρήγορα η εποχή των αυτοδυναμιών τελειώνει και ότι η πολιτική σταθερότητα θα εξαρτηθεί από προγραμματικές κυβερνητικές συμμαχίες; Να έχει μήπως αποδεχθεί το «γαία πυρί μιχθήτω» σε περίπτωση που δεν κερδίσει την αυτοδυναμία που επιδιώκει;

Ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να υιοθετήσει τον αναγκαστικά απόντα Νίκο Ανδρουλάκη προσφέροντας γη και ύδωρ για να στηρίξει τη στρατηγική της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Δεν δίστασε να εμφανιστεί ακόμα και ως «Βενιζελικός» προκειμένου να διεμβολίσει, όπως ο ίδιος νομίζει, τη δημοκρατική παράταξη. Σαν να μπορεί να εξαφανιστεί δια μαγείας η χυδαιότητα και ο λαϊκισμός του «αντιμνημονιακού κινήματος» κατά τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, η τραγωδία του αντιευρωπαϊκού δημοψηφίσματος και η πολιτική σκευωρία που στήθηκε για την άνευ στοιχείων παραπομπή του Βενιζέλου -με τον οποίο τώρα «συμφωνούν»- και των άλλων πολιτικών αντιπάλων της «πρώτη φορά Αριστερά».

Ας μη νομίζουν ο αρχηγός και τα -παλιά και νέα- στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσα στελέχη της δημοκρατικής παράταξης μιλούν τελευταία για «κοινό βηματισμό της αντιπολίτευσης» ότι η ψήφος των τελευταίων εκλογών αποτέλεσε την tabula rasa του παρελθόντος. Το μέτωπο των δυνάμεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί περί αυτού πρόκειται, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συμπορευτεί με τις αντιδημοκρατικές νοοτροπίες και πρακτικές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και, ακόμα περισσότερο, με τη δεσμευτική υπόσχεση πρωτοκλασάτων στελεχών της για την ολοκλήρωση του «ελέγχου των αρμών της εξουσίας». Στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν χωράνε λογικές του τύπου «δεν αρκεί η απλή εναλλαγή στην εξουσία».

Είναι φανερό ότι η εξέλιξη της διαδικασίας, τόσο για τη διερεύνηση σε βάθος της υπόθεσης των τηλεφωνικών υποκλοπών όσο και τη νομική θωράκιση της ιδιωτικότητας στις επικοινωνίες, πρέπει να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο τώρα που θα κλείσουν οι πόρτες -ας ελπίσουμε και οι… αιθέρες- των κοινοβουλευτικών επιτροπών. Κανένα ερώτημα δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο, καμιά προσπάθεια συγκάλυψης και κανένας συμβιβασμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Καμιά συνταγματική και νομική άποψη που έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο ιδιαίτερα όταν προέρχεται από προσωπικότητες αναγνωρισμένου κύρους δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η συγγνώμη που ζήτησε δημόσια ο πρωθυπουργός θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο μόνο μετά την πλήρη και διαφανή διαλεύκανση του ζητήματος που προέκυψε με τις «επισυνδέσεις» καθώς και τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ που θα συνδυάζει την προστασία των ατομικών ελευθεριών με τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας.