- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου
Οι ψηφοφόροι της «πρώτης φοράς ΝΔ» είναι, προς το παρόν, δανεικοί και όχι δεδομένοι
Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων που ψήφισαν «Πρώτη Φορά Νέα Δημοκρατία»
Παρά τη δυσπεψία που προκαλεί σε αρκετούς ακραιφνείς νεοδημοκράτες, είναι πια κοινή παραδοχή οτι ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει τη νίκη του 2019, σε αυτή την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, που έριξε πρώτη φορά ψηφοδέλτιο ΝΔ στην κάλπη, ανεβάζοντας το ποσοστό της στο 39,85%.
Οι ψηφοφόροι αυτοί, με κεντρώα και κεντροαριστερή προέλευση, είχαν δύο κυρίως κίνητρα (ή άλλοθι, αν θέλετε): Το πρώτο ήταν η απελπισία τους από τις παλινωδίες, τον ερασιτεχνισμό, το ήθος και το ύφος της «Πρώτης Φοράς Αριστεράς» και το δεύτερο η πεποίθηση τους οτι ο Μητσοτάκης είναι κατά βάση ένας κεντρώος πολιτικός, που φάνταζε ως ο μόνος με τη διαχειριστική ικανότητα να κυβερνήσει, στο συγκεκριμένο πολιτικό τοπίο. Στην αρχή της θητείας του μάλιστα, με αφορμή τις γεωπολιτικές και υγειονομικές κρίσεις, οι πολίτες αυτοί, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, εξεπλάγησαν ευχάριστα.
Η διείσδυση του Μητσοτάκη στους πέραν του κέντρου πολιτικούς χώρους, θύμιζε την αντίστοιχη ικανότητα του Κώστα Σημίτη να συγκινεί ψηφοφόρους στο απέναντι (συντηρητικό τότε) στρατόπεδο. Την απήχηση αυτή φρόντισε να καλλιεργήσει στο έπακρο ο σημερινός πρωθυπουργός, κλείνοντας διαρκώς το μάτι στους ψηφοφόρους αυτούς, είτε με την εφαρμογή πολιτικών που θύμιζαν σοσιαλδημοκρατία, είτε με την αξιοποίηση πρώην στελεχών του εκσυγχρονιστικού χώρου του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, η ένδεια αξιόλογων στελεχών στη συντηρητική παράταξη, έχει δημιουργήσει παράδοση στην αξιοποίηση πολιτικών προσώπων και τεχνοκρατών, που ξεχώρισαν κυρίως κατά την περίοδο Σημίτη.
Οι κεντρώοι και κεντροαριστεροί ψηφοφόροι που προτίμησαν Μητσοτάκη έχουν ποικίλη πολιτική προέλευση: Κάποιοι προέρχονται από το παλιό ΚΚΕεσ. και τον Συνασπισμό, πολλοί στήριξαν το (εκσυγχρονιστικό κυρίως) ΠΑΣΟΚ και δηλώνουν σοσιαλδημοκράτες. Στην ταραγμένη δεκαετία του 2010, άλλοι ψήφισαν ΔΗΜΑΡ (πριν ευτελιστεί ως πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ), άλλοι Ποτάμι, άλλοι και τα δύο. Κάποιοι λιγότεροι είναι Φιλελεύθεροι, οι περισσότεροι όμως είναι απλώς φανατικοί οπαδοί της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, του μοναδικού πολιτεύματος στο σύγχρονο κόσμο, που έχει δημοκρατικούς θεσμούς και αντίβαρα, σεβόμενη παραλλήλως (έστω εν μέρει) τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αντιλαμβανόμενοι óτι οι ψηφοφόροι αυτοί είναι οι κρισιμότεροι για την ηθική υπεροχή του αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, οι φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομματιών της Αριστεράς, εξαπέλυσαν διαρκή και λυσσαλέα επίθεση εναντίον τους. Η κριτική συνοψίζεται κυρίως στην κατηγορία οτι είναι «ακροκεντρώοι», ένας οργουελικός νεολογισμός (καθώς πρόκειται για contradiction in terms), που καθιέρωσε ένας Γάλλος ιστορικός, δίνοντας άφθονο καύσιμο στη ρητορική της σύγχρονης λαϊκίστικης ριζοσπαστικής αριστεράς, που είναι σίγουρα πολύ πιο ακραία από το όποιο «ακραίο κέντρο». Στην πράξη βεβαίως τίποτε ακραίο δεν υπάρχει στην επιθυμία αυτών των ψηφοφόρων για αταλάντευτη ευρωπαϊκή πορεία χωρίς περιπέτειες ή για συνεπή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που δεν θα μοιράζει απλώς πόρους, αλλά θα εξαλείψει επιτέλους ορισμένα από τα τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους.
Το επόμενο βήμα σε αυτή τη ρητορική είναι οτι το «ακραίο κέντρο» ταυτίζεται με την ακροδεξιά. Πράγματι, πολλοί από τους κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που ψήφισαν πρώτη φορά ΝΔ, κατάπιαν (με μεγάλη δυσκολία οι περισσότεροι), τη συμμετοχή στην κυβέρνηση στελεχών που προέρχονταν από το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. Οι επικριτές τους όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να πείσουν οτι τα (συγγενικά στη ΝΔ) αυτά στελέχη, που φέρονται (έστω κατ’ επίφαση) δημοκρατικά, είναι ικανά για χειρότερους φασισμούς, από αυτούς που κυβέρνησαν (κάνοντας άλμα στο απέναντι άκρο) αγκαλιά με τους ΑΝΕΛ, και συνεχίζουν ακόμα και ως αντιπολίτευση, να απειλούν απροσχημάτιστα με φράσεις του τύπου «η κατάληψη των αρμών της εξουσίας», «τη δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς», «θα σας βρούμε» κλπ.
Η παράλληλη προσπάθεια είναι να αποδοθεί στους εν λόγω ψηφοφόρους η «ρετσινιά» του δεξιού, ότι δηλαδή πλέον λογίζονται ως πολίτες που έγιναν ανεπιστρεπτί συντηρητικοί (προϊούσης και της ηλικίας) και οτι δεν μπορουν να λογίζονται ως προοδευτικοί. Η κατηγορία αυτή βέβαια φαντάζει αστεία για κάποιους που θεωρούν τον εαυτό τους φιλοευρωπαίους, αντιλαϊκιστές και οπαδούς της αριστείας, εν ολίγοις συνεχιστές της κληρονομιάς του Ηλιού, του Κύρκου ή του Παπαγιαννάκη. Γι’ αυτούς, η σύγχρονη ανανεωτική αριστερά έχει απομακρυνθεί από τις αρχές της - και όχι οι ίδιοι.
Και σε κάθε περίπτωση, αυτοί αλλά και οι Πασοκογενείς και κεντρώοι ψηφοφόροι του Μητσοτάκη, διέκριναν στον Πρόεδρο της ΝΔ πιο προοδευτική ματιά για τη χώρα, από τον λαϊκίστικο συντηρητισμό της υποστήριξης κάθε οπισθοδρομικού συνδικαλιστικού ή άλλου αιτήματος, στην οικονομία, στην παιδεία, στην υγεία και αλλού. Κάποτε δημοκράτες αποκαλούνταν οι διωκόμενοι για τις ιδέες τους αριστεροί, η σημερινή αριστερά όμως μοιάζει πολύ λιγότερο προοδευτική και δημοκρατική, σε κάθε επίπεδο, πλην εξαιρέσεων.
Όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι, το 2019, δεν προτίμησαν να ρίξουν την ψήφο τους στο ΚΙΝΑΛ. Ο προφανής λόγος ήταν η επιθυμία τους να εκδιωχθεί από την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αυτοδυναμία Μητσοτάκη. Ένας άλλος ίσως ήταν η αντιπάθειά τους (όχι προσωπική, αντιθέτως, αυτό άλλωστε φάνηκε από τον σεβασμό και τη συγκίνηση για την περιπέτεια της υγείας της που οδήγησε στον τόσο αιφνίδιο θάνατό της), αλλά πολιτική, για τη Φώφη Γενηματά, που στα μάτια πολλών, δικαίως ή αδίκως, φλέρταρε με τον λαϊκισμό.
Αντίστοιχη αντιπάθεια ενδεχομένως υπάρχει και προς τον διάδοχό της, αυτή τη φορά περισσότερο προσωπική, που έχει να κάνει όχι με την εκσυγχρονιστική πολιτική προέλευση, αλλά με το ύφος, την ομιλία, την εσωστρέφεια και τον τρόπο με τον οποίο ο κομματικός σωλήνας εξέθρεψε έναν αρχηγό, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα και βιογραφικό. Και ως γνωστόν, το παιχνίδι της πολιτικής δεν κερδίζεται μόνο με αρχές, πολιτικές και προγράμματα (που σπάνια διαβάζονται), αλλά και με αυτή την απροσδιόριστη «χημεία» μεταξύ ψηφοφόρων και υποψήφιου αρχηγού.
Πολλοί από τους ψηφοφόρους αυτούς λοιπόν αντιμετωπίζουν τον Νίκο Ανδρουλάκη με καχυποψία. Αρκετοί ενοχλήθηκαν από την προσπάθεια αποκλεισμού Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία, σε περίπτωση κυβερνητικής συνεργασίας. Άλλοι πιστεύουν πως απλώς ο Ανδρουλάκης δεν θέλει και δεν μπορεί να ανοίξει τα χαρτιά του προεκλογικά. Ούτε είναι βέβαιο οτι αρέσει η απαίτηση του να ανακοινωθεί δημόσια ο λόγος παρακολούθησης του. Το ζητούμενο για τους περισσότερους θα ήταν ένας εκσυγχρονιστής με εκτόπισμα, που θα αναδείκνυε το ΠΑΣΟΚ σε ισότιμο κυβερνητικό παίκτη.
Κρισιμότερο από ποτέ λοιπόν είναι το ερώτημα πώς θα συμπεριφερθούν αυτοί οι ψηφοφόροι, δεδομένης της κυβερνητικής φθοράς, αλλά κυρίως μετά το πρώτο ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία του πρωθυπουργού, με τις πολύ σοβαρές αποκαλύψεις για την (ουδέποτε νόμιμη, σύμφωνα με συνταγματολόγους) παρακολούθηση Ανδρουλάκη. Η σημαντικότερη ίσως παρενέργεια του σκανδάλου είναι το διαφαινόμενο σαμποτάζ της κυβερνητικής συνεργασίας, μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, της μόνης που μοιάζει βιώσιμη για τη χώρα. Στα δεξιά της η ΝΔ δεν έχει ούτε να ελπίζει, αλλά ούτε και να φοβάται τίποτα.
Κόντρα στο προβοκάρισμα του ΣΥΡΙΖΑ, οι ψηφοφόροι της «πρώτης φοράς ΝΔ» είναι, προς το παρόν, δανεικοί και όχι δεδομένοι. Αρκετοί, όπως μαρτυρούν και οι δημοσκοπήσεις, είναι έτοιμοι να ή ταλαντεύονται αν θα στηρίξουν αυτή τη φορά ένα κόμμα που είναι πιο κοντά στις πολιτικές τους καταβολές, έτσι ώστε να αναγκάσουν τον Μητσοτάκη να συγκυβερνήσει και επισήμως με τους Πασόκους, χωρίς ακροδεξιά βαρίδια. Αυτό το σενάριο, που φαινόταν λογικά το επικρατέστερο, μέχρι πρότινος, δεδομένης και της δυσκολίας να επιτευχθεί αυτοδυναμία, τώρα μπορεί να μην έχει βάση.
Άλλοι πιστεύουν óτι η υπόθεση θα έχει ξεχαστεί μέχρι τις εκλογές ή óτι ο Ανδρουλάκης δεν θα μπορέσει να αρνηθεί τη συνεργασία, την κρίσιμη ώρα. Άλλοι πάλι θεωρούν καμμένη τη γέφυρα της συνεργασίας και αναρωτιούνται ποιός είχε συμφέρον να προκαλέσει την εξέλιξη αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος είναι δύσκολο να προβλεφθεί και ίσως μόνον μετά τις κάλπες οι εκλογολόγοι να είναι σε θέση να αναλύσουν με ακρίβεια τα πράγματα.
Σε αυτή την ενδοκρητική διαμάχη (που έχει και εξωθεσμικούς παίκτες), αν ο Ανδρουλάκης διαλέξει να παραμείνει στην αντιπολίτευση για να απομυζά τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ρισκάρει να χάσει το κύρος της κυβερνησιμότητας και τον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων από τα δεξιά. Από την άλλη, ο Μητσοτάκης ρισκάρει να χάσει τους πολύτιμους ψηφοφόρους του κέντρου, αν οι απαντήσεις του δεν θεωρηθούν ικανοποιητικές - και δεν προχωρήσει σε διορθωτικές δράσεις.
Το μάθημα πάντως, με αφορμή την τοποθέτηση του επικεφαλής της ΕΥΠ, θα έπρεπε ήδη να το έχει πάρει: Το μεγαλύτερο ταλέντο ενός πολιτικού είναι να διαλέγει συνεργάτες (διαβάστε εδώ γι’ αυτήν την αστοχία). Οι ψηφοφόροι του κέντρου είναι διατεθειμένοι να συγχωρήσουν πολλά κι επιζητούν ρεαλισμό, αλλά ενοχλούνται από ζητήματα δημοκρατίας και δεν δέχονται την έμπρακτη απομάκρυνση από την εξαγγελία της αξιοκρατίας, η έλλειψη της οποίας τόσο ταλαιπωρεί διαχρονικά τη χώρα. Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου πρέπει να είναι οι καλύτεροι δυνατοί, να είναι και να φαίνονται τίμιοι.
Ας αρχίσει λοιπόν από τους τομείς της προσωπικής του ευθύνης και ας επεκταθεί σε όλες τις κρίσιμες θέσεις του κυβερνητικού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, από την επικοινωνία (και την αντιμετώπιση των δημοσιογράφων) ως τον χειρισμό της καθημερινότητας. Κι ας εφαρμόσει, επιτέλους θαρραλέα, αξιολόγηση και απόλυτη αξιοκρατία παντού. Ίσως έτσι, καταφέρει να ξανακερδίσει αυτό που είχε κερδίσει στην αρχή λόγω αντι-ΣΥΡΙΖΑ και μετά λόγω (ψηφιακής) αποτελεσματικότητας, όπως αυτή του προγράμματος εμβολιασμού: Την εμπιστοσύνη ή έστω την ανοχή των μετριοπαθών ψηφοφόρων όλου του πολιτικού φάσματος.