Πολιτικη & Οικονομια

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Φάουστ

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κριτική που ασκείται στις εξαγγελίες που έκανε ο Α. Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ επικεντρώνεται στο ρεαλισμό του περιεχομένου τους, αν δηλαδή πρόκειται για εφικτές λύσεις ή για ανεδαφικές υποσχέσεις. Εστιάζει επίσης στο αν είναι ή όχι εφαρμόσιμες στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να αποδείξει κανείς ότι το «πακέτο» του ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται να υλοποιηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση με βάση τα σύγχρονα οικονομικά δεδομένα – αλλά και γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι τέτοιο;

Η ελληνική πολιτική παράδοση στηρίζεται στην προεκλογική υποσχεσιολογία και τη μετεκλογική ματαίωση των προσδοκιών. Παρόλο που ο λαϊκισμός έχει ψηφοθηρικό αποτέλεσμα, σπάνια πιστεύει κανείς αυτόν που επιλέγει για πρωθυπουργό ή για βουλευτή. Πρόκειται για μια ατύπως συμφωνημένη κοροϊδία που στηρίζεται στην παραδοχή ότι αυτά θέλει ο κόσμος (κόλπα, ψέματα, δημαγωγία κοκ) και αυτά μπορούν οι πολιτικοί.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολο να κατακτήσει την εξουσία – παρά την κρίση και την απαράδεκτη διαχείρισή της από τις κυβερνήσεις. Για οποιοδήποτε κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς θα ήταν δύσκολο. Γιατί όποια προσαρμογή και αν διαφανεί ως δυνατότητα, θα είναι πάντα απόκλιση από το ευρωπαϊκό πολιτικό mainstream, θα προκαλεί ανησυχία ή και φοβίες σε συντηρητικούς πολίτες μεγάλης ηλικίας (και είμαστε χώρα συνταξιούχων) και θα ξεβολεύει διάφορα συστήματα που έχουν καλοσυνηθίσει και πού να τρέχουν τώρα για νέες συνεννοήσεις.

Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν φάνηκε ότι μπορεί να γίνει κυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: Να κάνει προεκλογικά την προσαρμογή στον πολιτικό και οικονομικό πραγματισμό ή να το αφήσει για μετά, με όποιο ρίσκο αυτό ενέχει. Για τους υποστηρικτικές της πρώτης άποψης, μεγαλύτερη σημασία από την εκλογική νίκη έχει η ποιότητα της διακυβέρνησης που θα ακολουθήσει. Γιατί αν η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς αποτύχει/καταρρεύσει, τότε η επόμενη μέρα μπορεί να είναι πολύ ζοφερή για την ελληνική δημοκρατία. Κατά την ίδια προσέγγιση, ο ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας κάποιες αλήθειες, θα μπορούσε να ανοιχτεί στην κοινωνική μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά και αυτό θα ήταν πολύ σημαντικότερο από τις όποιες απώλειες θα υπήρχαν ενδεχομένως στα αριστερά του. Ενα επιχείρημα ακόμη είναι ότι οι ηγεσίες της ευρωζώνης θα έβλεπαν από τώρα με διάθεση κατανόησης και συνεννόησης την επόμενη ελληνική κυβέρνηση, οπότε δεν θα χρειάζονταν άχαρα ακροβατικά μετά για να γίνει ένας εποικοδομητικός διάλογος και επαναδιαπραγμάτευση των στόχων και του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.

Οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης, που τελικά επικράτησε, δείχνουν να πιστεύουν ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δείξει ειλικρίνεια πολύ απλά δεν θα καταφέρει να αποκτήσει δυναμική αυτοδυναμίας και ίσως ούτε καν δυναμική εξουσίας. Ο,τι θα είναι, δηλαδή, ένα αριστερό κόμμα του 15% με απαράμιλλο ήθος το οποίο όμως δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί στο Μέγαρο Μαξίμου και στα υπουργεία. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, για να δημιουργηθεί ρεύμα είναι αναγκαίο το εμπόριο ελπίδας και η αξιοποίηση του πελατειακού κώδικα, που είναι άλλωστε ο μοναδικός που χρησιμοποιήθηκε από όλες τις υποψήφιες κυβερνήσεις μέχρι τώρα. Με άλλα λόγια, για να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση θα πρέπει να ΠΑΣΟΚοποιηθεί κατά το δυνατόν περισσότερο, σε ό,τι αφορά την επικοινωνία του με το πλήθος, τις διεθνείς εντυπώσεις που παράγει, το προφίλ του αρχηγού.

Επομένως, δεν θα μπορούσε να υποσχεθεί αίμα και δάκρυα (Γ. Βαρουφάκης) ούτε να παραδεχτεί ότι το πρόγραμμά του προϋποθέτει σύγκρουση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο (Κ. Λαπαβίτσας, Γ. Κουβελάκης). Ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να ακολουθήσει το δρόμο που άνοιξαν τα παλιά κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, να ανοίξει το πουγκί για να απευθυνθεί σε αυτούς, τους πολλούς, που έχουν εκπαιδευτεί σ αυτού του είδους τις συναλλαγές με το πολιτικό σύστημα.

Ήταν κάτι σαν το δίλημμα του Φάουστ για τον ΣΥΡΙΖΑ που, τελικά, αναπαράγει ένα μοντέλο πολιτικού μάρκετινγκ το οποίο δεν έχει σχέση με την αλήθεια, συνδέεται όμως με την ελληνική εκλογική πραγματικότητα. Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς να ακούσει προσεκτικά τον Μεφιστοφελή είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε.