- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
75 χρόνια από την ανεξαρτησία της Ινδίας: Πώς ο ρυθμός οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης δεν αντισταθμίζει τη ακραία φτώχεια
Τρεις Ινδοί οικονομολόγοι, σε έγγραφο που δημοσίευσε φέτος το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστήριξαν ότι η ακραία φτώχεια στην Ινδία ήταν λιγότερο από 1% το 2019 και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο κατά την κορύφωση της πανδημίας το 2020. Είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψει κανείς ώστε χάνουμε την εμπιστοσύνη στους οικονομολόγους - αλλά βεβαίως ο Ναρέντρα Μπόντι και ο πρωθυπουργός Garib Kalyan Anna Yojana χειροκροτούν τον εαυτό τους. Το θέμα είναι τι εννοούμε «ακραία φτώχεια» και πώς τη μετράμε.
Οι ερευνητές που δημοσίευσαν την εργασία είναι ο Surjit Bhalla, Εκτελεστικός Διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ινδία, το Μπαγκλαντές, τη Σρι Λάνκα και το Μπουτάν, ο Arvind Virmani, πρώην επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης της Ινδίας και ο οικονομολόγος Karan Bhasin που έχει έδρα τη Νέα Υόρκη. Τίθενται πολλά ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία αυτού του ευρήματος: αν η φτώχεια είναι τόσο περιορισμένη και η ανισότητα μειώνεται, γιατί η κυβέρνηση επιμένει στο πρόγραμμα των δωρεάν συσσιτίων; Γιατί υπάρχει καταιγισμός δαπανών κοινωνικής πρόνοιας για δωρεάν φιάλες αερίου για μαγείρεμα, για επιδόματα σε μετρητά στα αγροτικά νοικοκυριά και τώρα για δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια σε πολιτείες όπως το Παντζάμπ; Γιατί ο δείκτης πείνας της Ινδίας στον διεθνή χώρο επιδεινώθηκε το 2021; Η Ινδία κατατάσσεται σήμερα στην 101η θέση ανάμεσα σε 116 χώρες. Μπορεί η φτώχεια να μειωθεί σχεδόν στο μηδέν και όμως η πείνα και ο υποσιτισμός να αυξηθούν; Γιατί μια διαφήμιση για εκατοντάδες θέσεις εργασίας από την κυβέρνηση προσελκύει εκατομμύρια υποψηφίους με υπερπροσόντα;
Στην Ινδία, το επίσημο όριο της φτώχειας με βάση την κατανάλωση εξακολουθεί να είναι το Tendulkar Line, το οποίο προσεγγίζει το όριο των 1,9 δολαρίων ημερησίως που έχει θέσει η Παγκόσμια Τράπεζα. Υπήρξαν προτάσεις για να μειωθεί ακόμα περισσότερο αυτό το ήδη εξαιρετικά χαμηλό όριο, αλλά και προτάσεις να προτιμάται η μέθοδος του πολυδιάστατου δείκτη φτώχειας, ο οποίος μετράει το βιοτικό επίπεδο, την υγεία, τη σχολική εκπαίδευση και την ποιότητα ζωής (στέγαση, πρόσβαση σε νερό και σε υπηρεσίες), όχι μόνο το χρηματικό ποσό κατανάλωσης ημερησίως. Με αυτόν τον πολυπαραγοντικό δείκτη, υπάρχουν ινδικά κρατίδια όπως το Μπιχάρ και το Τζαρκάντ όπου πάνω από το 40% των κατοίκων είναι ακραία φτωχοί· το Ούταρ Πραντές ακολουθεί με 38%, ενώ από την άλλη πλευρά, στην Κεράλα το ποσοστό είναι μόνο 0,71%.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα αν ένα άτομο τη βγάζει με 1,90$, ή λιγότερο, την ημέρα, ζει σε ακραία φτώχεια. Αλλά, πολλές πτυχές της φτώχειας, όπως η πρόσβαση σε καθαρό νερό και η υγειονομική περίθαλψη είναι δύσκολο να μετρηθούν. Δεδομένης της ανάπτυξης της Ινδίας και της θέσης της στον κόσμο, πολλοί οικονομολόγοι χρησιμοποιούν ως όριο για την Ινδία τα 3,2 δολάρια: σύμφωνα με αυτό το όριο, το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από 14,8% το 2019 σε 18,1% το 2020. Έτσι κι αλλιώς, δεδομένου του ινδικού πληθυσμού -1,3 δισεκατομμύρια- μιλάμε για πολλά εκατομμύρια εξαθλιωμένων.
Παρόλο που η οικονομία της Ινδίας αναπτύσσεται, η φτώχεια παραμένει η σημαντικότερη πρόκληση και οι έρευνες διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ώστε δημιουργούν σύγχυση και δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σύμφωνα με τον διαχειριστή του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, Achim Steiner, 271 εκατομμύρια άνθρωποι γλίτωσαν από την ακραία φτώχεια σε μια δεκαετία, από το 2005-2006 μέχρι το 2015-2016. Πόσοι δεν γλίτωσαν σύμφωνα με τα πολύ χαμηλά κριτήρια που χρησιμοποιούνται; Με τις πιο αισιόδοξες μετρήσεις 80 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν στέγη και τροφή, αλλά οι ρεαλιστές ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό σε πάνω από 350 εκατομμύρια και προσθέτουν ότι άλλα τόσα ζουν σε επισφαλείς οικονομικές συνθήκες. Σύμφωνα με την Oxfam, το κορυφαίο 1% του πληθυσμού της Ινδίας κατέχει το 73% του πλούτου, ενώ 670 εκατομμύρια πολίτες, που αποτελούν το φτωχότερο μισό της χώρας, είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται μόλις κατά 1% την τελευταία δεκαετία. Τον Ιούλιο του 2018, το World Poverty Clock, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα τη Βιέννη, ανέφερε ότι μόνο το 5,3% ή 70,6 εκατομμύρια Ινδοί ζούσαν σε ακραία φτώχεια ενώ π.χ. στη Νιγηρία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 44% ή 87 εκατομμύρια.
Πέρα από τα αντιφατικά νούμερα, τι φταίει για την επίμονη φτώχεια στην ινδική υποήπειρο; Ένα πρόβλημα είναι ο πολύ μεγάλος πληθυσμός, το σύστημα των καστών που, παρά τις προσπάθειες, επιζεί αποκλείοντας πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τους λεγόμενους «ανέγγιχτους», καθώς και κάποιες εξελίξεις στην οικονομική δραστηριότητα ήδη από την εποχή του Raj. Για παράδειγμα, στις ανατολικές περιοχές της Ινδίας κατά μήκος των πεδιάδων του ποταμού Γάγγη, καλλιεργούνταν παπαρούνα και όπιο που εξάγονταν στη νοτιοανατολική και ανατολική Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα. Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών είχε αρχικά το μονοπώλιο αυτών των εξαγωγών, ενώ αργότερα πέρασε στα χέρια των αποικιακών βρετανικών θεσμών οι οποίοι ενθάρρυναν την παραγωγή και την εμπορία του οποίου η οποία ενέτεινε τη φτωχοποίηση των Ινδών: με λίγα λόγια, η καλλιεργήσιμη γη, αντί να παράγει βασικά είδη διατροφής, παρήγαγε παπαρούνες.
Πολλές αποικιακές πολιτικές οδήγησαν τους άνεργους τεχνίτες στη γεωργία: επί δύο αιώνες υπήρχε αφθονία ανειδίκευτης εργασίας και η παραγωγικότητα ήταν χαμηλή. Επιπλέον, το 1943 ο λιμός της Βεγγάλης σκότωσε εκατομμύρια Ινδούς από την πείνα, τις ασθένειες και την εξαθλίωση. Η εξαθλίωση ήταν τόσο έντονη στη Βεγγάλη, το Μπιχάρ, το ανατολικό Ούταρ Πραντές, το Τζαρκάντ και την Ορίσα, ώστε ολόκληρες οικογένειες και χωριά εξαφανίστηκαν από έλλειψη τροφής, υποσιτισμό και κύμα ασθενειών. Οι καταστροφικοί λιμοί εξαθλίωναν περαιτέρω την Ινδία κάθε 5 έως 8 χρόνια στα τέλη του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού. Έτσι, για παράδειγμα, το 1956-57, αν και ήταν καλή χρονιά για τις σοδειές, το ποσοστό ακραίας φτώχειας έφτανε γύρω στο 65% και το 1960 γύρω στο 59%. Εκείνη την εποχή όριζαν το κατώφλι της φτώχειας από τον αριθμό των θερμίδων που απαιτούνταν για την επιβίωση και το εισόδημα που χρειαζόταν για να αγοράσει αυτές τις θερμίδες σε διάφορα μέρη της αγροτικής ή της αστικής Ινδίας. Το 1967, το 70% του πληθυσμού ζούσε κάτω από αυτό το κατώφλι και το ποσοστό παρέμεινε πεισματικά υψηλό στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Το 1976, η ινδική κυβέρνηση ψήφισε νόμο για να τερματιστεί «η δουλεία του χρέους» στην Ινδία, μια πρακτική που συνέβαλε στην κληρονομική φτώχεια των γενεών. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα άνθρωποι που χρωστούν χρήματα σε άλλους κάνουν απλήρωτη εργασία για να τους ξεπληρώσουν. Ακολούθησαν αρκετές εκστρατείες εξάλειψης της φτώχειας με ποικίλα αποτελέσματα σε κάθε ινδικό κρατίδιο. Φαίνεται πως η πολιτεία της Γκόα έχει τη λιγότερη φτώχεια και η Ούταρ Πραντές τη μεγαλύτερη. Η φτώχεια που περιγράφεται με πολυπαραγοντικούς δείκτες (μόρφωση, στέγαση) περιλαμβάνει περίπου 500 εκατομμύρια ανθρώπους που συγκεντρώνονται σε οκτώ πολιτείες της Βόρειας και της Ανατολικής Ινδίας, όπως το Μπιχάρ, το Τσατίσγκαρ, το Τζαρκάντ, το Μάντια Πραντές, την Ορίσα, το Ρατζαστάν, το Ούταρ Πραντές και η Δυτική Βεγγάλη. Μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας παρουσιάζουν οι μουσουλμανικές κοινότητες των πόλεων και βεβαίως οι λεγόμενες «depressed classes» των ινδουιστών.
Η κακοδιαχείρισης της ινδικής οικονομίας από τους Βρετανούς τον 18ο αιώνα ήταν σίγουρα μια μορφή λεηλασίας η οποία δεν αντισταθμίστηκε από τις καινοτομίες που εισήγαγαν στη χώρα. Ρόλο στην επιβράδυνση της επίλυσης του προβλήματος έπαιξαν εξάλλου η χρόνια σύγκρουση μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων και ένα σύνολο προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών. Σήμερα αν και υπάρχει ενθουσιασμός για την πρόοδο της Ινδίας και τη μείωση της ακραίας φτώχειας μέσω προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας, οι ακτήμονες εργάτες αποτελούν την πλειοψηφία των αγροτών και 180 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τουαλέτα στο σπίτι τους.