Πολιτικη & Οικονομια

Ιταλία και πολιτική της οργής

Oι λαϊκιστές προκάλεσαν νέα κυβερνητική κρίση στην Ιταλία υπερασπιζόμενοι το ανυπέρβλητο δικαίωμά τους στην αγανάκτηση

Σταύρος Παπαδήμας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κυβερνητική κρίση στην Ιταλία, η ανορθολογική συμπεριφορά του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και ο τεχνοκράτης Μάριο Ντράγκι.

H στάση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων έστρεψε όλους εναντίον όλων στην Ιταλία: στην κυβέρνηση, στη Βουλή, στη Γερουσία, στο εσωτερικό των κομμάτων. Δεν πρόκειται για «λάθος» του Τζουζέπε Κόντε· πρόκειται μάλλον για εκδήλωση της ίδιας της φύσης του Κόμματος που διεκδικεί άμεση δημοκρατία υπονομεύοντας την αντιπροσωπευτική, το «Σύστημα». Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που ιδρύθηκε το 2009, φαίνεται ήδη κάπως passé, στην πραγματικότητα όμως εφαρμόζει μια πολιτική της μόδας: πολιτική συναισθημάτων ―κυρίως οργής― που, ως αναφλέξιμη και εμπρηστική, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή και αυτοκαταστροφή. Η οργή είναι που το διακρίνει από άλλα πολιτικά σχήματα: όσο για το πρόγραμμά του δεν διαφέρει αρκετά από εκείνο του Δημοκρατικού κόμματος ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξή του.

Η οργή φαίνεται σήμερα το πιο δίκαιο, ηθικό και ενάρετο συναίσθημα ―σε τέτοιο βαθμό ώστε όποιος δεν είναι πολύ θυμωμένος με την κοινωνία και την πολιτική θεωρείται κουτός, αδαής ή αναίσθητος. Τα κινήματα που γεννιούνται μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων και του θεάματος ―ο Μπέπε Γκρίλο ήταν κωμικός και μπλόγκερ, ο Τζανρομπέρτο Kαζαλέτζο― επειδή βασίζονται στις απλές σκέψεις που ανταλλάσσονται στο Twitter, χαρακτηρίζονται από εξίσου στοιχειώδη συναισθήματα: απέχθεια προς τις ελίτ ―διότι δήθεν είναι διεφθαρμένες, αλλά στην πραγματικότητα διότι ξέρουν λίγο περισσότερα― δυσπιστία στους θεσμούς και διαρκή αγανάκτηση που τάχα κινητοποιεί τους απλούς πολίτες. Η αλήθεια είναι ότι στην Ιταλία, όπως και αλλού ―στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ― έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο θυμωμένοι είναι οι άνθρωποι τόσο περισσότερα λάθη κάνουν: δεν προσέρχονται στις κάλπες, στηρίζουν απατεώνες, λαμβάνουν μέρος σε παράλογα δημοψηφίσματα, αναγνωρίζουν ως εχθρούς τους φίλους και τους φίλους ως εχθρούς.

Ο Τζουζέπε Κόντε πήρε την πρωτοβουλία να αποσύρει την εμπιστοσύνη του κόμματός του από την κυβέρνηση του ανεπίτρεπτα τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι, και όπως ήταν φυσικό ακολούθησε η δεξιά που θέλει να αρπάξει την εξουσία. Το αίτημα του Κόντε ήταν ποσοτικό ―περισσότερη βοήθεια στους φτωχούς και σε όσους επλήγησαν από την πανδημία― άρα, λογικά, θα μπορούσε να διεκδικήσει την ικανοποίησή του με θεσμικό τρόπο· αντ’ αυτού, επέλεξε να προκαλέσει κυβερνητική κρίση, μια κατάσταση που έχει επαναληφθεί πολλές φορές ταλαιπωρώντας τους Ιταλούς και απειλώντας την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Βεβαίως η σταθερότητα, η «κανονικότητα», δεν είναι αξία που μοιραζόμαστε όλοι. Οι δημαγωγοί έχουν πείσει μεγάλες μάζες πολιτών ότι η αγανάκτηση τούς προσδίδει αξία.

Κι όμως, η Ιταλία έχει μακρά παράδοση πολιτικής mitezza: Φίλιππο Τουράτι, Νορμπέρτο Μπόμπιο, Τζοβάνι Σαρτόρι. Στον 20ό αιώνα έγιναν ιστορικοί συμβιβασμοί που αποτέλεσαν υπόδειγμα δημοκρατικού πνεύματος, αποκλεισμού των ολοκληρωτικών ιδεολογιών και διακομματικής συνεργασίας. Αλλά προσφάτως, εισάγεται στην Ευρώπη η αμερικανική πολιτική της οργής που έχει συμβάλει ώστε ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ να εξελιχθεί σε ζωντανό εφιάλτη: Καταναλώνω άρα υπάρχω, θυμώνω άρα υπάρχω. Ο Ντόναλντ Τραμπ ενσάρκωσε αυτή την πολιτική της οργής με τον πιο γελοιογραφικό τρόπο και ταυτοχρόνως με τον πιο εύκολα εξαγώγιμο: το παράδοξο είναι ότι στην Ευρώπη, ανάμεσα σε αυτούς που υιοθετούν, ανεπίγνωστα, παρόμοια απλοϊκή και αυτοκαταστροφική πολιτική συμπεριφορά είναι όσοι στρέφονται εναντίον του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.

Αναφέρω το φαινόμενο της αυτοκαταστροφής διότι το Κίνημα των Πέντε αστέρων, από δημαγωγία και ατσαλοσύνη, έβαλε φωτιά στον εαυτό του. Ο Κόντε δεν μέτρησε το ότι δεν θα τον ακολουθούσαν όλοι σ’ αυτή την κίνηση, ούτε ότι θα χαροποιούσε τη Λέγκα του Βορρά και τους Αδελφούς της Ιταλίας που επίσης εύχονται την πτώση της κυβέρνησης του Ντράγκι. Εξάλλου, η αφορμή που χρησιμοποίησε ο Κόντε για να τραβήξει το χαλί κάτω από το πόδια της κυβέρνησης συνασπισμού του Ντράγκι ―ο, κατά τη γνώμη του, «αντιοικολογική» δημιουργία αποτεφρωτήρα απορριμμάτων στη Ρώμη― φάνηκε γελοία σε περισσότερους από όσους είχε υπολογίσει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Κίνημα των Πέντε αστέρων συμπεριφέρεται ανορθολογικά: όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι το 2014, επέλεξε να παραμείνει στην αντιπολίτευση. Κι όμως, όπως είπα, σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος έχει κοινή βάση με το Δημοκρατικό Κόμμα, με τον συνασπισμό της Ελιάς, με όλο τον ενωτικό σοσιαλδημοκρατικό και οικολογικό χώρο. Η θεμελιώδης διαφορά ήταν, εκτός από το λαϊκιστικό ύφος που προσεγγίζει εκείνο της Λέγκας του Βορρά, ο αντι-ευρωπαϊσμός, το στοιχείο δηλαδή που είχε συμβάλει στην αρχική επιτυχία του Κινήματος των Πέντε αστέρων. Στις ευρωεκλογές του 2019, το κίνημα κατέγραψε μεγάλη πτώση σε σύγκριση με τις πολιτικές εκλογές του προηγούμενου έτους, συγκεντρώνοντας το 17,07% των προτιμήσεων και έγινε το τρίτο κόμμα στην Ιταλία.

Το καλοκαίρι του 2019 ο Ματέο Σαλβίνι έκανε περίπου ό,τι κάνει τώρα ο Κόντε: απέσυρε τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματός του στην εξουσία, πυροδότησε κυβερνητική κρίση και ζήτησε πρόωρες πολιτικές εκλογές.  Αν κάτι ενώνει όλους τους λαϊκιστές είναι η ιδέα ότι ο «λαός» δεν έχει ανάγκη από κανονικότητα, σταθερότητα, ανάπτυξη, συνεργασία: έχει ανάγκη να εκφράζει την αγανάκτησή του.