Πολιτικη & Οικονομια

Περί ηρώων και τάφων

Και αν μείνουμε με αδειανά τα χέρια; 

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με τη φίλη μου τη Διονυσία μας ενώνουν ορισμένες ζωντανές –και αρκετά κουραστικές- αναμνήσεις από κουβαλήματα φώτων, στησίματα τριποδιών, μαζέματα καλωδίων, κλπ. Κυρίως όμως μας ενώνει η ανάμνηση της συντροφικότητας που αναπτύσσεται ανάμεσα στα μέλη ενός κινηματογραφικού συνεργείου. Σε αντίθεση μ’ εμένα, εκείνη δεν πρόδωσε το επάγγελμα και συνέχισε, κόντρα σε αντίξοες συνθήκες, να το παλεύει. Όταν αποφάσισε να σκηνοθετήσει φάνηκε ότι την ενδιέφερε κυρίως ο τόπος, η μνήμη και ο βιασμός τους από τον τρόπο που έχουμε επιλέξει για να ζούμε. Γύρισε μετά συγκινητικών κόπων και βασάνων ένα χειροποίητο ντοκιμαντέρ για τον Κηφισό, δουλεύει εδώ και χρόνια πάνω σε ένα άλλο για τον Ελαιώνα και παράλληλα…

«Έλα από το μοντάζ να δεις τι κάνω», μου είπε στο τηλέφωνο, προχτές.

Πήγα και αντίκρισα πλάνα από την κορυφή του Ψηλορείτη, με την ομίχλη να βράζει πάνω στις πέτρες και μαζί λήψεις από παλιές και νέες ανασκαφές. Επίσης διάφορα χαμηλής ανάλυσης πλάνα αρχείου με έναν συνοφρυωμένο ασπρομάλλη να σκύβει με ευλάβεια πάνω από ταπεινά ευρήματα. Ήταν ο Γιάννης Σακελλαράκης, ο αρχαιολόγος που ανέδειξε το Ιδαίο Άντρο και ανακάλυψε την Ζώμινθο. Εκεί, στις πλαγιές του Ψηλορείτη είναι πια θαμμένος και ο ίδιος, σ’ έναν εξαιρετικά λιτό τάφο -μια απλή πέτρα κάτω από ένα δέντρο.

Η Διονυσία μου εξηγεί ότι ο Σακελλαράκης ήταν περισσότερο ένας ερευνητής του αθέατου. Δεν τον ενδιέφερε τόσο το αντικείμενο που ήταν κάτω από το χώμα, όσο οι απλοί άνθρωποι που το χρησιμοποιούσαν. Θα έλεγε κανείς ότι έσκαβε τη γη με τρυφερότητα και σεβασμό, όχι για να βρει το μνημειώδες, αλλά για να ενώσει τα κομμένα νήματα. Να φέρει στο φως τα ίχνη του χρόνου που έχει μεν περάσει, αλλά είναι πάντα εδώ.

Πράγματι, οι παλιές ηχογραφήσεις που χρησιμοποιούνται στην ταινία, αποκαλύπτουν έναν λόγο παθιασμένο, γεμάτο με ποιητικές και φιλοσοφικές εξάρσεις. Έναν λόγο διεισδυτικό που πηγαίνει πίσω από το προφανές και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να κινητοποιήσει τη σκέψη μας. Να μας θυμίσει την έννοια του μέτρου. Να μας κάνει να αγαπήσουμε τη γη που μας γέννησε, αλλά και τον εαυτό μας και να συμφιλιωθούμε μ’ αυτά που έφυγαν και μ’ εκείνα που θα έρθουν.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, πέφτω πάνω στις εξελίξεις από τον τάφο της Αμφίπολης. Εκεί, οι μπουλντόζες κάνουν κάποιες χωματουργικές εργασίες για τις ανάγκες της ανασκαφής. Οι ρεπόρτερ, εμφανώς ταλαιπωρημένοι από το ψιλόβροχο και την ορθοστασία μεταδίδουν ξανά εκείνα που έχουν μεταδώσει τόσες φορές. Ένας από αυτούς έχει ξεμοναχιάσει κάποιους ντόπιους. «Πιστεύετε ότι ο τάφος θα αναβαθμίσει οικονομικά την περιοχή σας;», τους ρωτά. «Αναμφίβολα», λέει ο πρώτος. «Κάτσε πρώτα να δούμε, ποιος θα είναι εκεί μέσα», σημειώνει με νόημα ένας άλλος.

Λίγες ώρες αργότερα, καινούριο ανακοινωθέν: Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ακόμη έναν θάλαμο συν μία ακρωτηριασμένη καρυάτιδα, ενημερώνει η υπεύθυνη επικοινωνίας κ. Άννα Παναγιωταρέα. Νέοι επισκέπτες συρρέουν και κοιτούν από μακριά, πίσω από συρματοπλέγματα και ακροβολισμένες διμοιρίες. Ο υπουργός μιλά σιβυλλικά. Η προσμονή κορυφώνεται. Σε λίγες μέρες, το πολύ μέχρι την άλλη εβδομάδα, θα ξέρουμε. Γενικά πάντως υπάρχει αισιοδοξία.

Ένα μόνο συννεφάκι εξακολουθεί να σκιάζει την ατμόσφαιρα. Βρίσκεται εκεί από την αρχή, καρφωμένο πάνω από την ανασκαφή και δεν λέει να το κουνήσει: Αν τελικά ο τάφος είναι αδειανός; Αν οι παλιοί τυμβωρύχοι μας έχουν προλάβει και τα έχουν σηκώσει όλα; Αν εμείς μείνουμε με αδειανά τα χέρια;