Πολιτικη & Οικονομια

Αρχαιολόγοι και επικοινωνιακές παραδοξότητες

Λευτέρης Κουσούλης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρακολουθώντας με ενδιαφέρον, όπως νομίζω οι περισσότεροι Έλληνες, την εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας στην Αμφίπολη, διάβασα με προσοχή την επιστολή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων προς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού για την επικοινωνιακή διαχείριση της ανασκαφής. Πρόκειται για μια παράδοξη επιστολή. Που κρύβει μέσα της παράδοξες αντιλήψεις για κοινά αγαθά, συνδεόμενα μάλιστα με την ιστορία, τη μνήμη, την αναζήτηση, το νόημα και τη μυστηριακότητα.

Οι Έλληνες αρχαιολόγοι καλούν την ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού «να αναθεωρήσει την επικοινωνιακή πολιτική που ακολουθεί», γιατί υπάρχει ο κίνδυνος, όπως σημειώνεται, να διαμορφωθεί «μία στρεβλή εικόνα για την αρχαιολογία». Επίσης, σημειώνει ότι η επικοινωνιακή τακτική «εκτρέφει μια νοσηρή αντίληψη για τη σχέση μας με το παρελθόν, που δεν τιμά ούτε την επιστήμη, ούτε την ιστορική μνήμη που αυτή υπηρετεί» .

Η επιστολή των αρχαιολόγων δεν μας φωτίζει ως προς το τι ακριβώς θα ήταν το σωστό να γίνει. Να μην δημοσιεύονται φωτογραφίες; Να μην γνωστοποιείται η εξέλιξη της έρευνας; Να αποκλειστούν τα Μέσα Επικοινωνίας από την δημοσιοποίηση πληροφοριών; Να περιοριστεί η δημόσια αποτύπωση του λαϊκού ενδιαφέροντος για την, κατά ομολογία όλων, σπουδαία αυτή ανακάλυψη; Να οριοθετηθεί η απορία, η αναζήτηση, το ενδιαφέρον των πολλών κατά τα κριτήρια των ειδικών του αντικειμένου;

Και ποιος θα είναι ο κριτής για τα παραπάνω;

Οι Έλληνες αρχαιολόγοι διατυπώνουν τη συμβουλευτική γνώμη τους, δεν διατυπώνουν όμως καμιά ιδέα για το πώς αυτό μπορεί να γίνει. Ούτε μπορεί, ούτε νοείται στην εποχή μας κεντρικός έλεγχος της πληροφορίας. Κάθε πληροφορίας. Πέρα από το ότι αυτό θα ήταν έκφραση μονοπωλιακής διαχείρισης, δεν μπορεί τεχνικά να νοηθεί σε μια εποχή, που ο πολλαπλασιασμός των Μέσων και με το Διαδίκτυο σε έξαρση, κανένας απολύτως έλεγχος. Γιατί οι Έλληνες αρχαιολόγοι θέτουν ζητήματα για τα οποία προφανώς γνωρίζουν ότι δεν νοείται η απάντηση που θα επιθυμούσαν;

Πέραν αυτού του τεχνοπολιτικού ζητήματος εγείρονται και άλλα. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι φαίνεται να ενοχλούνται από την διάσταση του γεγονότος, το οποίο θα ήθελαν να τελεί υπό κάποιον έλεγχο (δεν δίνουν περαιτέρω εξηγήσεις), γιατί δεν μπορεί η εξέλιξη της ανασκαφής και των ευρημάτων της να είναι «προς τέρψη (φυσικά δεν εννοούν ευφροσύνη, αλλά ευθυμία και γλέντι!) μιας κοινής γνώμης εθισμένης στον εύκολο εντυπωσιασμό και την υπερκατανάλωση τηλεοπτικών, εντύπων και διαδικτυακών υποπροϊόντων». Εδώ οι κριτές ρίχνουν το προσωπείο. Και οφείλουμε να τους πούμε: Το ενδιαφέρον για την ανασκαφή και τα ευρήματα είναι πέραν των στενών οριζόντων τους, συνδέεται με την ιστορική συνείδηση των ανθρώπων, συνεπώς μπορεί να έχει και αυθεντικότητα, πέρα από την ελιτίστικη κρίση των μελών του συγκεκριμένου συλλόγου.

Η επιστολή των Ελλήνων αρχαιολόγων κρύβει όμως κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Την «προνομιακή» σχέση τους με το αντικείμενο, το σύνολο δηλαδή της αρχαιολογικής αναζήτησης και την συνακόλουθη ιδιοκτησιακή τους αντίληψη που ενυπάρχει και αναδύεται στην επιστολή τους. Το αυθεντικό ενδιαφέρον των ανθρώπων που είναι πέρα από γελοιότητες και υπερβολές, βρίσκεται απέναντι σε αυτή την ιδιοκτησιακή αντίληψη ομάδων και προσώπων, που δεν εκδηλώνεται, δυστυχώς, μόνο στο χώρο της αρχαιολογίας. Γνώμη μου είναι ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, με ορθό τρόπο γνωστοποιεί προοδευτικά την εξέλιξη της έρευνας.