Πολιτικη & Οικονομια

Ποιος εμπιστεύεται τους πανεπιστημιακούς;

Τόσο η μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου όσο και το σημερινό νομοσχέδιο καλούνται να αντιμετωπίσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πανεπιστημιακή κοινότητα ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πανεπιστήμια στην Ελλάδα: Η άσκηση της διοίκησης και ο τρόπος εκλογής των πρυτάνεων, η βία, ο νόμος Διαμαντοπούλου και το νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως.

Το ζήτημα των πανεπιστημίων στην Ελλάδα κοντεύει να γίνει κάτι σαν το Κυπριακό: για πάνω από 40 χρόνια συζητάμε για τις ίδιες πάνω-κάτω λύσεις, χωρίς κανένα σχεδόν αποτέλεσμα. Σίγουρα αυτή η αδιάλειπτη μεταρρυθμιστική ενασχόληση της ακαδημαϊκής μας ελίτ θα αποτελεί κάποιου είδους παγκόσμιο, ή τουλάχιστον πανευρωπαϊκό, ρεκόρ. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη αναπτυγμένη χώρα τόσο ανίκανη να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο «πρόβλημα». Αυτό που εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο είναι ότι το κύριο θέμα συζήτησης είναι ένα τεχνικό ζήτημα το οποίο κανονικά όλοι, πλην ίσως των άμεσα ενδιαφερόμενων, θα έπρεπε να αγνοούμε. Ο λόγος φυσικά για την άσκηση της διοίκησης και τον τρόπο εκλογής των πρυτάνεων, γύρω από τον οποίο διεξάγεται ένας ανηλεής πόλεμος με πύρινη αρθρογραφία ένθεν κακείθεν. Αποτελεί ένδειξη της σύγχυσης που επικρατεί, ή ενδεχομένως και του τι διακυβεύεται, το ότι για το ίδιο θέμα έγκυροι πανεπιστημιακοί μπορεί να υποστηρίζουν την ίδια θέση με διαμετρικά αντίθετα επιχειρήματα. Έτσι η κ. Χριστίνα Κουλούρη, πρύτανης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διαφώνησε με την εκλογή του πρύτανη από το συμβούλιο διοίκησης το οποίο μάλιστα θα μπορεί να τον παύσει, υποστηρίζοντας ότι θα είναι ανίσχυρος, «ευάλωτος σε πιέσεις» και με μειωμένο κύρος. Διαφώνησε και η κ. Βάσω Κιντή, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποστηρίζοντας όμως ότι με το νέο σύστημα θα προκύπτει ένας πρύτανης παντοδύναμος, «πιο ισχυρός από ποτέ», ο οποίος θα μπορεί να ελέγχει όλες τις τοποθετήσεις στις καίριες θέσεις του πανεπιστημίου. Δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο ούτε μπορεί ο καθένας να εντρυφεί στα μυστικά της ταξινομικής ψήφου. Είναι όμως φανερό ότι στην πραγματικότητα τα επιχειρήματα είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ένας αγώνας που διεξάγεται για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στα πανεπιστήμια. Φυσικά και από τις δύο πλευρές διεξάγεται στο όνομα υψηλών ιδανικών. Αλλά βέβαια πίσω από τα ιδανικά κρύβονται συχνά συμφέροντα, άλλοτε οικονομικά άλλοτε πολύ πιο πεζά, που σχετίζονται με μικροεξουσίες και καριέρες. Οι κ.κ. Αντώνης Καραμπάτζος και Αλέξης Αρβανίτης το διατύπωσαν καλά σε πρόσφατο άρθρο τους. Το κεντρικό διακύβευμα, υποστήριξαν, όλων των προσπαθειών μεταρρύθμισης αφορά τη «θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ατομικών συντεχνιακών συμφερόντων». Όπως έδειξε μάλιστα ο νόμος Διαμαντοπούλου, σε αυτή τη σύγκρουση δεν υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί, τον πολέμησαν εξίσου οι Συριζαίοι και το συντηρητικό κατεστημένο.

Ιδωμένο μέσα από αυτή την οπτική η συζήτηση για το «αυτοδιοίκητο» είναι δευτερεύουσα ή και προσχηματική. Ένα αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο μπορεί κάλλιστα να είναι ένα πανεπιστήμιο που υπηρετεί τα συντεχνιακά συμφέροντα των καθηγητών ή και των φοιτητικών παρατάξεων. Ιδίως όταν παραμένει η μόνη δυνατή επιλογή για τους χιλιάδες των υποψηφίων που δίνουν εξετάσεις κάθε χρόνο. Ή όταν, όπως επισημαίνει η κ. Κιντή, τα πανεπιστήμια και πιο συγκεκριμένα οι διοικήσεις τους λειτουργούν χωρίς «ουσιαστική εποπτεία και λογοδοσία».

Προφανώς αυτό δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Στην πραγματικότητα είναι η ιστορία της σχέσης της ελληνικής κοινωνίας με τον δημόσιο τομέα. Το ζήτημα της ασφάλειας των πανεπιστημίων είναι μια ακόμα πτυχή της. Η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στην πανεπιστημιακή αστυνομία, με τις συνήθεις υπερβολές, ένθεν κακείθεν. Από την πλευρά της αριστεράς ξεχειλίζει η υποκρισία. Και οι υποστηριχτές της αστυνομίας, ωστόσο, την αντιμετωπίζουν περίπου ως πανάκεια. Η κρίσιμη συνθήκη που απουσιάζει όμως είναι η ευθύνη και η αποφασιστικότητα της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι στιγμής έχει κάνει ελάχιστα από όσα προβλέπονται στο σχετικό νομοσχέδιο, ιδίως για την καθιέρωση της ελεγχόμενης πρόσβασης. Κι όταν προκύπτει η ανάγκη να καλέσει την αστυνομία, το κάνει σπάνια. Οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν ότι φοβούνται να αντιδράσουν. Ασφαλώς ισχύει και αυτό. Ξέρουμε πολύ καλά όμως ότι σε πολλές περιπτώσεις, μια ισχυρή μειοψηφία, βολεύεται μια χαρά με το σημερινό καθεστώς. Φυσικά, μιλάμε μόνο για τα δημόσια πανεπιστήμια. Στα κολλέγια δεν υπάρχει θέμα. Εκεί δεν χρειάζεται αστυνομία. Και μόνο η γνώση ότι όποιος παρεκτραπεί θα αποβληθεί οριστικά, αρκεί. Είναι και ζήτημα νοοτροπίας από την πλευρά των φοιτητών βέβαια. Την ιδιωτική περιουσία την σεβόμαστε, τη δημόσια όχι. Την καταστρέφουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πάντα συνοδεύοντας τις πράξεις μας με αριστερές αρλούμπες.

Στην πραγματικότητα τόσο η μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου όσο και το σημερινό νομοσχέδιο αυτό το ζήτημα καλούνται να αντιμετωπίσουν: την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πανεπιστημιακή κοινότητα ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον. Ίσως αυτό να εξηγεί και το θηριώδες μέγεθος του σχεδίου της Κεραμέως. Μέσα σε 300 σελίδες περιγράφονται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κάθε είδους διαδικασίες. Πολλοί υποστήριξαν ότι αυτό αντιβαίνει το πνεύμα του νόμου, να ενισχυθεί το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου. Έτσι είναι. Για τον νομοθέτη ωστόσο ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος το αυτοδιοίκητο να μην οδηγήσει σε καταστρατήγηση των διαδικασιών. Πώς αλλιώς να τιθασεύσει έναν δεινόσαυρο που έχει επιδείξει τόσο ισχυρές αντιστάσεις σε κάθε προσπάθεια κατοχύρωσης της διαφάνειας και της αξιοκρατίας; Αν το πετυχαίνει θα το κρίνουν άλλοι. Με την προϋπόθεση ότι έχουν το κουράγιο να διαβάσουν 300 σελίδες εξαντλητικών γραφειοκρατικών ρυθμίσεων.