Πολιτικη & Οικονομια

Η βία των νέων. Αντιμετωπίζεται;

Κάθε περίπτωση είναι μοναδική και για να αντιμετωπισθεί χρειάζεται στοχευμένη βοήθεια από ειδικούς που θα απευθύνεται συνολικά στους γονείς, καθηγητές, παιδιά

Ανδρέας Βασιλιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η νεανική βία, η γνώση της ψυχικής δομής και λειτουργίας του ατόμου, ο ρόλος των γονέων και του σχολείου και η αντιμετώπισή της.

Η νεανική βία ή και νεανική παραβατικότητα είναι ένα διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο με έντονα πολιτισμικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι οπωσδήποτε ένα πολιτικό φαινόμενο, μπορεί όμως να αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά όταν οι «εξωτερικές» συνθήκες είναι θεσμικά ιδιαίτερα απροσδιόριστες. Όταν δηλαδή η κεντρική αρχή ή απουσιάζει, ή είναι ανήμπορη, ή είναι διεφθαρμένη.

Επειδή η νεανική βία αφορά στις ηλικίες λίγο πριν, κατά τη διάρκεια, και λίγο μετά την εφηβεία, είναι προφανές ότι παραπέμπει στη γνώση της ψυχικής δομής και λειτουργίας του παιδιού, του έφηβου, αλλά και της λειτουργίας μιας οικογένειας.

Βασική αρχή για να μπορέσει ένα μικρό παιδί, μετέπειτα έφηβος, να αναπτυχθεί, λίγο-πολύ, σε φυσιολογικά πλαίσια, είναι να έχει καταφέρει το ίδιο να ενδοβάλλει, τις βασικές αρχές που διέπουν μια δεδομένη εξωτερική πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία γίνεται κυρίως από τους γονείς και από το σχολείο. Αυτοί οι δύο κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί είναι παιδαγωγικά υπεύθυνοι να μεταβολίσουν στα παιδιά, μελλοντικούς ενήλικες τις βασικές αρχές και τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί ένα άτομο και μια κοινωνία μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτειακό, πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον.

Παρ' όλα αυτά το βάρος της διαπαιδαγώγησης των παιδιών πέφτει στους γονείς. Εάν, π.χ. το σχολείο δεν λειτουργεί παιδαγωγικά επαρκώς, να μπορούν να παρεμβαίνουν υποστηρικτικά και παιδαγωγικά στα παιδιά, υπενθυμίζοντας στους δασκάλους τους όρους της πραγματικότητας και του παιδαγωγικού τους καθήκοντος.

Στην περίπτωση βέβαια που δεν λειτουργεί το κράτος, ή έστω συγκεκριμένες κρατικές δομές στη βάση συγκεκριμένων δημοκρατικών αρχών και αξιών, τότε είναι προφανές ότι δεν θα λειτουργούν επαρκώς ούτε τα σχολεία, ούτε τα πανεπιστήμια και πολλοί γονείς θα είναι ανήμποροι να ανταπεξέλθουν στο παιδαγωγικό τους ρόλο. Τότε θα υπάρχει μια διαρκής κρίση η οποία κάποια στιγμή θα αποκτήσει τη δικιά της δυναμική με απρόοπτα αποτελέσματα, π.χ. χουλιγκανισμός.     

Θα μπορούσαμε, πρόχειρα, να χωρίσουμε τις εκφράσεις βίας στους νέους σε δύο βασικές κατηγορίες:

  1. Σ’ εκείνους που αντιτίθενται στην εξουσία, π.χ. καθηγητές
  2. Σ’ εκείνους οι οποίοι επιτίθενται σε συνομήλικους, π.χ. ενδοσχολικός εκφοβισμός.

Σχετικά με το πρώτο, να επισημανθεί ότι βασικό ψυχικό και φυσιολογικό χαρακτηριστικό της εφηβείας είναι η εναντίωση σε κάθε μορφής εξουσίας. Επομένως, κάθε μορφής ενήλικο σύστημα, (γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, πολιτεία) χρειάζεται να είναι προετοιμασμένο κατάλληλα, τόσο για την απορρόφηση όσο και την αντιμετώπιση με κατάλληλους χειρισμούς, των όποιων μορφών αντίδρασης των νέων, ενάντια στο «σύστημα». Να επισημανθεί, επίσης, ότι χρειάζεται να γίνεται πάντα ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε αιτήματα που αφορούν σε πραγματικά και σε φανταστικά περιεχόμενα. Π.χ. μια διαμαρτυρία ενάντια σε μια κυρίαρχη συντηρητική ηθική, με μια αδιευκρίνιστη βία. Ωστόσο, τόσο το παιδί όσο και έφηβος «αναζητούν» το πλαίσιο και τα όρια. Συνεπώς, πάλι έχει σημασία η ψυχική συνεκτικότητα των γονιών και των θεσμών (παιδαγωγικές αρχές) να μπορούν να είναι σε θέση να κατανοούν ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά αυτού του τύπου τις βιαιότητες ενάντια στο σύστημα ή στο «σύστημα».

Η περίπτωση της επίθεσης παιδιών/εφήβων σε άλλα παιδιά π.χ. στα Γυμνάσια και Λύκεια, δείχνει την αδυναμία των παραγόντων του παιδαγωγικού συστήματος συνολικά, να κατανοήσει ώστε να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Τόσο οι γονείς των συγκεκριμένων παιδιών, οι δάσκαλοι τους, όσο και οι παιδαγωγικοί θεσμοί της πολιτείας φαίνεται να έχουν αποτύχει στους ρόλους τους στα συγκεκριμένα σχολεία. Η απουσία στοιχειωδών γνώσεων παιδαγωγικής και εφηβικής ψυχολογίας στους καθηγητές όλων των ειδικοτήτων σε όλες τις βαθμίδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι κραυγαλέα. Όπως φυσικά και η υποτίμηση κάθε ψυχολογικής θεωρίας.

Οι χώροι όπου εμφανίζονται φαινόμενα βίας παιδιών ενάντια σε άλλα παιδιά είναι πολύ συγκεκριμένοι και είναι μεγάλο λάθος το ζήτημα της ενδοσχολικής βίας να αντιμετωπίζεται γενικευμένα. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική και για να αντιμετωπισθεί χρειάζεται στοχευμένη βοήθεια από ειδικούς που θα απευθύνεται συνολικά στους γονείς, καθηγητές, παιδιά.  Επιπλέον όσο το ζήτημα γενικεύεται και τελικά δεν αντιμετωπίζεται, οι συγκεκριμένοι χώροι μετατρέπονται σε εκκολαπτήρια πολιτικού ή αθλητικού χουλιγκανισμού.

Συνεπώς, η νεανική βία είναι ψυχολογικά εγγενής, όπως είναι και η ζήλεια ανάμεσα στ’ αδέλφια. Δεν αντιμετωπίζεται ούτε με ηθικιστικές ή ιδεολογικές ιδεοληψίες ούτε φυσικά με γενικεύσεις. Αντιμετωπίζεται κατ’ αρχήν με την αποδοχή της ως βασικό ψυχικό συστατικό κυρίως της εφηβείας, και φυσικά ως σύμπτωμα ενός συστήματος που πάσχει, οικογένεια ή σχολείο.

Ο αθλητικός ή ο πολιτικός χουλιγκανισμός, στο όνομα μιας «ιδέας», π.χ. ποδοσφαιρική ή ιδεολογικοπολιτική ομάδα, αφορά σ’ έφηβους οι οποίοι δεν αντιμετωπίστηκαν μ’ ένα πνεύμα ενσυναίσθησης όταν έπρεπε, οπότε νεαροί ενήλικες πλέον, αναζητούν μ’ έναν παθολογικά εξιδανικευμένο τρόπο, το χαμένο πατρικό υποκατάστατο σε μια ψευδαισθητική βάση. Αυτού του τύπου οι εγκληματικές παραβάσεις, γιατί περί αυτού πρόκειται, συχνά μάλιστα παραπέμποντας στο οργανωμένο έγκλημα, δεν αντιμετωπίζονται παρά μόνο μέσα από συντεταγμένες παρεμβάσεις της πολιτείας σε μόνιμη και διαρκή βάση.