Πολιτικη & Οικονομια

Το δίλημμα διακυβέρνησης

Αυτά τα οποία μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι ο πρόλογος μιας δύσκολης μάχης. Το τι θα επακολουθήσει συνδέεται ευθέως με τις συνθήκες και τις εξελίξεις που θα διαμορφωθούν

Γιώργος Πανταγιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι επερχόμενες εκλογές, το δίλλημα της διακυβέρνησης και πώς θα επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Η πολιτική ζωή έχει εισέλθει πλέον σε εκλογικό κύκλο, είτε η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία γίνει στο τέλος της τετραετίας, είτε έχουμε πρόωρη αναμέτρηση. Στην πρώτη περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι θα μεσολαβήσει μια διαρκής προεκλογική εκστρατεία. Στη δε δεύτερη, ο πειρασμός του Πρωθυπουργού να αξιοποιήσει τα τωρινά του πλεονεκτήματα μπορεί να τις επισπεύσει.

Πάντως, όποτε και αν στηθούν οι κάλπες, τα διλήμματα που θα τεθούν δεν πρόκειται να αλλάξουν ουσιαστικά. Οι πρωταγωνιστές έχουν ήδη αποκρυσταλλώσει τις στρατηγικές τους στοχεύσεις. Ο πολιτικός ανταγωνισμός αναμένεται να είναι σκληρός. Οι προπαρασκευαστικές κινήσεις των κομμάτων το επιβεβαιώνουν. Ωστόσο, τα ζητήματα που θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των εκλογέων είναι λίγο πολύ γνωστά. 

Έτσι κάλλιστα μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα οποία μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι ο πρόλογος μιας δύσκολης μάχης. Το τι θα επακολουθήσει συνδέεται ευθέως με τις συνθήκες και τις εξελίξεις που θα διαμορφωθούν. Άλλωστε οι επερχόμενες εκλογές ενέχουν το στοιχείο της ρευστότητας, μιας και θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Επιπροσθέτως υπάρχει το ενδεχόμενο σε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος να επικρατήσει η λογική της χαλαρής ψήφου. Την τάση αυτή ενισχύει και η πρωθυπουργική διακήρυξη, ότι αν δεν προκύψει αυτοδυναμία θα ακολουθήσει νέα αναμέτρηση με ενισχυμένη αυτή τη φορά αναλογική. Παρόλα αυτά οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί θα δοκιμασθούν στην πράξη. Ασφαλώς οι κομματικοί συσχετισμοί όπως θα καταγραφούν την πρώτη Κυριακή, θα καθορίσουν τη φορά των πολιτικών πραγμάτων.

Οι αναδιατάξεις στην εγχώρια σκηνή είναι πλέον εμφανείς. Τον ετεροβαρή ή κουτσό δικομματισμό, έχει διαδεχθεί ένα τριπολικό σύστημα. Οι διαφορές των συντελεστών είναι υπαρκτές και διακριτές, για να μην πω αποκλίνουσες. Η οριοθέτησή τους δείχνει τα όρια μέσα στα οποία το κάθε κόμμα κινείται. Η άμβλυνση των ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών, δε σημαίνει ότι υπάρχουν και οι προϋποθέσεις για ουσιαστικές συγκλίσεις.

Εξάλλου οι διαφωνίες και αντιπαραθέσεις τους εδράζονται σε παρωχημένους φορμαλισμούς και σε στερεότυπα άλλων εποχών. Κάτι που συνιστά εμπόδιο για τη μετεξέλιξή τους σε σύγχρονους πολιτικούς φορείς. Η δυστοκία τους να εναρμονισθούν με τη ζώσα πραγματικότητα, τους στερεί τη δυνατότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια και αποτελεσματικότητα στις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας και της οικονομίας.

Φαίνεται να ξεχνούν το αυτονόητο: η πολιτική για να είναι δημιουργική οφείλει κατ’ αρχάς να εκφράζει ευρύτερους μετασχηματισμούς. Διαφορετικά καθίσταται ανεπίκαιρη και ατελέσφορη. Εξ ου και η προσαρμογή των εκπροσώπων της στο τωρινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, αποτελεί δείκτη συγχρονισμού και επικαιροποίησης.

Παρά τις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει τα τελευταία χρόνια, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα έχουν ακόμη μακρύ δρόμο να διανύσουν. Οι παλιές ιδέες και οι αποτυχημένες πρακτικές εξακολουθούν και φωλιάζουν στις γραμμές τους. Οι διακηρύξεις τους δεν έχουν το απαιτούμενο αντίκρισμα. Η πολιτική φιλαρέσκεια παραμένει κυρίαρχη. Επιπλέον οι μονομέρειες και οι αυταρέσκειες καθορίζουν τα βήματά τους. Η κουλτούρα της σύνθεσης θεωρείται έκπτωση. Ο πραγματισμός αντιμετωπίζεται ως αποϊδεολογικοποίηση, μολονότι είναι το καταλληλότερο όπλο για την αλλαγή και την αναμόρφωση των συνθηκών που μας κρατούν εγκλωβισμένους σε νόρμες του παρελθόντος.

Τρανό παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το δίλημμα της διακυβέρνησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί μονόδρομο την αυτοδυναμία, αν και το κυβερνητικό του σχήμα είναι ένας ευρύτερος συνασπισμός δυνάμεων. Η επιμονή του για διπλές εκλογές αμφισβητείται, γιατί εύκολα εκλαμβάνεται ως εκβιασμός των εκλογέων. Αλλά και γιατί ταυτίζεται η αυτοδυναμία με την παντοκρατορία.

Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας με την αποκαλούμενη «προοδευτική διακυβέρνηση», πιστοποιεί το πλήρες στρατηγικό του αδιέξοδο. Η ετερόκλητη συμμαχία που υπόσχεται, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πολιτικό μωσαϊκό χωρίς την απαραίτητη προγραμματική συνοχή. Πρόκειται για μια επιλογή που δεν ενέχει την παραμικρή κυβερνησιμότητα.

Σε διαφορετική τροχιά επιχειρεί να κινηθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης, γνωρίζοντας πως οι εκλογές της απλής αναλογικής θέτουν επί τάπητος, καίρια ερωτήματα ως προς τις πραγματικές του προθέσεις. Εν τούτοις η θέση του για τη διακυβέρνηση του τόπου επισκιάζεται από ενοχικά σύνδρομα και αντιφάσεις. Και το σημαντικότερο διακρίνεται από κάποιο μικρομεγαλισμό.

Το σίγουρο είναι πως το δίλημμα της διακυβέρνησης θα επηρεάσει καταλυτικά την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν κρίνεται από ιδεολογίες. Ούτε από προγράμματα. Απεναντίας σε φυσιολογικές πολιτικές συνθήκες, κερδίζει εκείνος που έχει την ικανότητα να ενσαρκώσει μια αξιόπιστη, στιβαρή και αποτελεσματική κυβερνησιμότητα. Η διασφάλισή της δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη αυτοδυναμία ενός κόμματος.