Πολιτικη & Οικονομια

Μα πού τα βρίσκουν τα λεφτά;

Λεφτά δεν υπάρχουν, κι ας μοιάζει διαφορετικά καμιά φορά

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν όλα γύρω μας έχουν τον χαρακτήρα του προσωρινού, ό,τι λεφτά έχει κανέις στους αποταμιευτικούς του λογαριασμούς σταματούν να έχουν ιδιαίτερη σημασία

Πόλεμοι, ιοί, πανδημίες, κλιματική αλλαγή. Ξυπνάμε το πρωί και δεν ξέρουμε ποια καινούρια πολιορκία θα χτυπήσει την πόρτα μας. Ευλογιά των πιθήκων το καινούργιο της όνομα, και σα να μην έφτανε αυτό, μαθαίνουμε για  εγχώριο κρούσμα λέπρας στο νοσοκομείο «Αττικόν». Και τι κάνει ο άνθρωπος όταν πολιορκείται; Δυο επιλογές έχει. Να κλειστεί στο λαγούμι του, να γίνει φοβικός, καταθλιπτικός, ή να βγει έξω και να αδράξει με κάθε τρόπο τη ζωή! Νομίζω πως αυτό κάνουμε, οι περισσότεροι. Εμείς οι δίχως πόλεμο πολιορκημένοι του 21ου αιώνα, μέσα στις ελεύθερες δημοκρατίες μας, τον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό μας, την ενεργειακή μας ανεπάρκεια, την καταναλωτική μας αφροσύνη. Γιατί μας κάνει εντύπωση που ενώ είναι η εφορία απλήρωτη, τα χρέη τρέχουν, και μπαίνει η ΔΕΗ σε δόσεις περισσότερες κι απ’ αυτές του στεγαστικού, εμείς δίπλα μας έχουμε το σακβουαγιάζ, το χαϊδεύουμε κάθε πρωί σαν κατοικίδιο, περιμένοντας την ώρα της απόδρασης.

Μα μόνο αυτή η ώρα μάς απέμεινε πια. Για τις στιγμές της απόδρασης, όχι μόνο των διακοπών, αλλά και του σαββατοκύριακου, όχι απαραίτητα μακριά, όχι απαραίτητα ακριβά, γι’ αυτή τη στιγμή, ο καθένας ανάλογα με το βαλάντιό του, τα δίνει όλα. Ποιος στ’ αλήθεια θα βάλει προτεραιότητα τα χρέη και την εφορία, όταν δεν ξέρει τι καινούργια ζόρια θα φέρει ο Σεπτέμβρης, ποια καινούργια συλλογική δοκιμασία τον περιμένει, ποια επιδημία, ποιος πόλεμος, ποια απειλή. Ποιος στ’ αλήθεια θα υποβάλει στον εαυτό του το μαρτύριο του εγκλεισμού σε μια πόλη που οι θερμοκρασίες της κάθε καλοκαίρι την ανάβουν σαν καμίνι, όταν μπορεί να πληρώσει έστω και το ακτοπλοϊκό εισιτήριο προκειμένου να στήσει τσαρδάκι, κάτω από  μια παραθαλάσσια σκιά, ξοδεύοντας και το τελευταίο ευρώ του. Στις μέρες μας, που όλα μοιάζουν προσωρινά, που το προσωρινό αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξής μας, δηλαδή την υγεία και τις δουλειές μας, ποιος έχει όρεξη για αποταμιευτικούς απολογισμούς. Όταν η επισφάλεια χτυπάει το ίδιο μας το σώμα, ποιος έχει όρεξη να περάσει τη ζωή του μέσα στη στέρηση για  να χτίσει το δίπατο, όπως έκαναν οι πατεράδες μας.

Είναι τυχαίο που όλος ο κόσμος ασχολείται με το φαΐ; Τόσες εκπομπές μαγειρικής, τόσα λουσάτα πιάτα σε κάθε γειτονιά, ούτε στην ξιπασμένη δεκαετία του ’90 δεν είχαμε. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί. Τότε οι άνθρωποι το είχαν ρίξει στα τετραγωνικά, ενώ τώρα πασχίζουν να τα ξεφορτωθούν.  Εξάλλου, πριν προλάβουν να χορτάσουν πόζα τα playroom και  τα home cinema, τα βρήκε η πανδημία, που ήρθε καπάκι στον ΕΝΦΙΑ, και έπαθαν απόγνωση. Κι όσοι άντεξαν οικονομικά, κατάλαβαν τη ματαιότητα των εκατοντάδων τετραγωνικών, όταν μέσα στην πανδημία  το έσκαγαν στη ζούλα από το σπίτι, για λίγη τζούρα δημόσιου χώρου, σέρνοντας απ’ το λουρί, το δανεικό σκυλί. Εκεί επαναξιολογήθηκαν τα τετραγωνικά, επειδή σα να μην έφταναν όλα αυτά, μεγάλωσαν και τα πεντάχρονα του playroom, που διάλεξαν Κυψέλη και Παγκράτι αντί για τα προάστια. Διάλεξαν δηλαδή τα μέρη όπου κάθε στενό, κάθε πεζόδρομος, κάθε πλατεία και κάθε ανοιχτωσιά, είναι τίγκα στον κόσμο.

Μα πού υπάρχουν τόσο λεφτά, αναρωτιέται ο καθένας κάθε τόσο. Μα όλα αυτά είναι τρανή απόδειξη ότι δεν υπάρχουν λεφτά. Όταν υπάρχουν λεφτά, οι άνθρωποι γίνονται συντηρητικοί, τα υπολογίζουν και επιπλέον τα ξοδεύουν σε αντικείμενα κύρους κι όχι σε διασκεδάσεις, όπου τα λεφτά μετατρέπονται σε γέλιο και στιγμή. Όσο πιο λίγα είναι τα λεφτά τόσο πιο εύκολα ξοδεύονται. Επειδή τα λίγα λεφτά σε αντίθεση με τα πολλά λεφτά, όπως έρχονται έτσι φεύγουν και επιπλέον δεν φτάνουν για τίποτα παραπάνω από τη στιγμή. Όσο παράξενο κι ακούγεται, στο δε φτάνουν τα λεφτά χωράει κάθε απόλαυση. Έτσι τα λιγοστά λεφτά γίνονται καφές στο χέρι το πρωί, τυλιχτό το απόγευμα, μια μπίρα ρε αδερφέ το βράδυ. Αν το καλοσκεφτούμε αυτή είναι η «αλόγιστη» σπατάλη του μέσου Έλληνα, αυτή είναι που τιγκάρει κάθε πλατεία και γωνιά, και μας δίνει την ευδαίμονα εικόνα της μεσογειακής χώρας που δεν ησυχάζει. Αυτή είναι που γεννάει το ερώτημα, μα πού τα βρίσκουν τόσα λεφτά.

Δεν τα βρίσκουν, όλοι το ξέρουμε πως συγκατοικούν ακόμα με το μπαμπά και τη μαμά, στριμώχνονται κοτζάμ άντρες στα παιδικά τους δωμάτια, κοτζάμ κορίτσια στα μαμαδίστικα νοικοκυριά. Κι οι γκουρμεδομαχαλάδες, θα μου πείτε, που δεν βρίσκεις τραπέζι και γωνιά; Μα γεμίζουν μόνο τα σαββατοκύριακα. Όπως τα μπουζουξίδικα. Βάζουν τα καλά τους οι πενηντάρηδες, όσοι δηλαδή έχουν καλοπληρωμένες θέσεις ή γραφεία και επιχειρήσεις, και πίνουν για να ξεχάσουν ότι περπάτησαν για χρόνια στα καρφιά σαν φακίρηδες, προκειμένου να επιβιώσουν στην κρίση. Και τώρα που επιβίωσαν να μη το χαρούν; Μα τι άλλο μας απομένει;